Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΕιδήσειςΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ – ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΣ*

ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ – ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΣ*

- Advertisement -

του Γιώργου Παλαιολόγου

 

Ένας μύθος που κυκλοφορεί συχνά μετ' επιτάσεως στην Ελλάδα είναι εκείνος που θέλει να εμφανίζει τον Ερντογάν ως έκφραση της «δημοκρατικής» Τουρκίας και, κατά συνέπεια, φιλικότερο προς την Ελλάδα και την Κύπρο, σε αντιπαράθεση με τους «φασίστες» κεμαλιστές, κατά τεκμήριο τους πλέον επικίνδυνους εχθρούς μας. Αυτός ο μύθος είναι από τα πλέον επικίνδυνα ιδεολογήματα του νεο-οθωμανισμού διότι οδηγεί τους Έλληνες σε μια επιλογή η οποία είναι η χειρότερη δυνατή για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

- Advertisement -

Προφανώς, δεν θα περιμέναμε τίποτε διαφορετικό από τον «Ιό», τον Παπαχελά και την Ντόρα, οι οποίοι συνοδοιπορούν ακόμα και με τους ισλαμιστές, αρκεί να είναι… Τούρκοι, όμως νιώσαμε ιδιαίτερη έκπληξη όταν είδαμε τις ίδιες grosso-modo απόψεις να διακινούνται και στο εσωτερικό του «πατριωτικού χώρου», συχνά από άγνοια. Ακόμα περισσότερη έκπληξη δοκιμάσαμε όταν διαβάσαμε παρόμοιες απόψεις από έναν άνθρωπο που κατά τεκμήριο γνωρίζει καλά την Τουρκία και έχει συνδεθεί και με το κουρδικό ζήτημα, όπως ο Σάββας Καλεντερίδης.

Ο τελευταίος, σε εκτενές κείμενό του, που κυκλοφόρησε ευρέως στο διαδίκτυο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η Τουρκία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κεμαλικό αυταρχισμό», και ημερομηνία συγγραφής 11 Απριλίου 2008, καταλήγει:

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος του «αγώνα» δημοκρατικών-φασιστικών δυνάμεων –γιατί περί αυτού πρόκειται– στην Τουρκία. Πάντως, για την Ελλάδα, το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους, σε αγαστή συνεργασία με τους «δικούς τους» ανθρώπους που υπηρετούν στο διπλωματικό σώμα, είναι αυτοί που κινούν τα νήματα στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τον Ελληνισμό στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη και το Πατριαρχείο και τελικά επιβάλλουν τη δική τους άποψη, ανεξάρτητα με τις υποσχέσεις ή και συμφωνίες που υπογράφει κατά καιρούς η νόμιμη τουρκική κυβέρνηση. Χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι η ενδεχόμενη επικράτηση του Ερντογάν θα σημαίνει αυτόματα και εξάλειψη των κινδύνων και των απειλών στα εθνικά μας συμφέροντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το πεδίο του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής είναι προτιμότερο από το πεδίο των παράλογων διεκδικήσεων και απειλών που εκπορεύονται από τη δράση των μηχανισμών του βαθέος κράτους και του κεμαλισμού 1[1].

Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ανοικτή υποστήριξη της κυβέρνησης Ερντογάν ως «δημοκρατικής», ενώ «φορτώνει» την τουρκική επεκτατική πολιτική αποκλειστικά στο κεμαλικό «βαθύ κράτος», στον μύθο δηλαδή που χάλκεψαν οι εκσυγχρονιστές για να προωθήσουν την υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου στη νεο-οθωμανική Τουρκία. Και όμως ο Ερντογάν είναι ο πρώτος Τούρκος πρωθυπουργός που παραβρέθηκε σε συνέδριο των «Τούρκων της Δυτικής Θράκης». Το ότι μια τέτοια αντίληψη οδηγεί αναπόφευκτα, και άσχετα από προθέσεις, σε τερατουργήματα, καταδεικνύεται και από το ακόλουθο απόσπασμα σε σχέση με την Κύπρο και το Σχέδιο Ανάν:

Η άμεση εμπλοκή και ανάμειξη της «ΕΡΓΚΕΝΕΚΟΝ» στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και του κυβερνητικού έργου δεν σταματάει εδώ. Το ίδιο διάστημα (Άνοιξη 2003), ήταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες για τη σύνταξη και την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν ως βάσης διαπραγμάτευσης για την «επίλυση» του Κυπριακού. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αμπντουλάχ Γκιούλ έδωσε εντολή στον τότε πρόεδρο του ψευδοκράτους, Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş), να αποδεχτεί το ως άνω σχέδιο ως βάση διαπραγμάτευσης. Παρά την εντολή του Τούρκου πρωθυπουργού, ο Ντενκτάς, κατερχόμενος από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Χάγης, όπου είχε μεταβεί για συνομιλίες, δήλωνε: «Ήλθα για να πω όχι στο σχέδιο Ανάν». Ήταν φανερό ότι είχε λάβει εντολή από το βαθύ κράτος για τη στάση του αυτή, όπως επίσης ήταν φανερό το ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν μπορούσε να υλοποιήσει την πολιτική της και τελικά «περνούσε» η πολιτική του βαθέος κράτους.

Τις αρχές του 2004, ο Ερντογάν, πιεζόμενος από τα πράγματα, προσπάθησε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού. Τον Ιανουάριο του 2004, συναντήθηκε στο Νταβός με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, και του ανακοίνωσε ότι η Τουρκία δέχεται την επιδιαιτησία του για την εξεύρεση λύσης, φέρνοντας έτσι το Σχέδιο Ανάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Κόφι Ανάν κάλεσε τα δυο μέρη στη Νέα Υόρκη για διαπραγματεύσεις. Ο Ντενκτάς δέχτηκε πιέσεις από την κυβέρνηση και υποχρεώθηκε να συμπεριλάβει στην αποστολή τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (Mehmet Ali Talat), που είχε κερδίσει τις εκλογές.

- Advertisement -

….Ο αρχηγός του στρατού ξηράς Γιαλμάν και ο αρχηγός της στρατοχωροφυλακής, Ερουιγκούρ, έκαναν μυστικές επαφές στην Άγκυρα με επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν στήριξη για τη διενέργεια πραξικοπήματος τύπου 28ης Φεβρουαρίου. Το βαθύ κράτος θεωρούσε καταστροφικό για τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα της Άγκυρας και του τουρκισμού το Σχέδιο Ανάν, αφού θα έχανε η Τουρκία τον στρατηγικό έλεγχο πάνω στο νησί, έλεγχος που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη των δυνάμεων κατοχής. Για να αποτραπεί δε τέτοια εξέλιξη, υπήρχε έτοιμο ένα σχέδιο: το «Σχέδιο Σαρίκουζ», το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από την σχεδιαζόμενη ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν, σε περίπτωση που ψηφίζονταν από τα δυο μέρη στην Κύπρο το Σχέδιο Ανάν2[2].

Η λογική της υποστήριξης του «δημοκρατικού» Ερντογάν οδηγεί λοιπόν σε ανοικτή συνηγορία υπέρ του Σχεδίου Ανάν, και αυτό τέσσερα χρόνια μετά την απόρριψή του από τον κυπριακό ελληνισμό! Ο συγγραφέας υιοθετεί στο ακέραιο τη μυθολογία και τις απόψεις του… Αναστασιάδη πως η Τουρκία θα έβγαινε χαμένη από την υιοθέτηση του Σχεδίου Ανάν, διότι θα υποχρεωνόταν να αποσύρει τα στρατεύματά της! Κατά συνέπεια, ο Ερντογάν, ο Κόφι Ανάν και οι Αγγλο-αμερικανοί, που προωθούσαν το Σχέδιο Ανάν, είναι μάλλον… φίλοι των Ελλήνων, ενώ οι Έλληνες διέπραξαν τεράστιο σφάλμα απορρίπτοντάς το! Είναι όμως πασίγνωστο ότι η Τουρκία όχι απλώς δεν θα έχανε τον στρατηγικό έλεγχο πάνω στο νησί, αλλά, αντίθετα, θα μετέβαλε το σύνολο της Κύπρου σε τουρκικό προτεκτοράτο, εάν και εφ’ όσον είχε περάσει η «μεταβατική περίοδος», ώστε να αποσύρει τα στρατεύματά της. Το πιθανότερο δε είναι πως, επειδή το σχέδιο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ούτως ή άλλως, τελικώς δεν θα απέσυρε ποτέ τα στρατεύματα, αλλά, απλούστατα, θα είχε κερδίσει ορισμένα νέα κεκτημένα και τετελεσμένα στην Κύπρο, καθώς και την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά δεν τα γνωρίζει ο κ. Καλεντερίδης; Πώς λοιπόν χαρακτηρίζει μια αυτοκτονική αντίδραση ορισμένων σκληροπυρηνικών κεμαλικών κύκλων της Τουρκίας ως πιο επικίνδυνη από το σιδερένιο χέρι μέσα σε βελούδινο γάντι της νεο-οθωμανικής Τουρκίας;

Στο ίδιο πνεύμα, ο συγγραφέας υποστηρίζει και την ένταξη της Τουρκίας στην «Ευρωπαϊκή Ένωση» ως μηχανισμό εκδημοκρατισμού, χωρίς ποτέ και πουθενά να του περνάει από το μυαλό πως μια τέτοια ένταξη θα ήταν καταστροφική για την Ελλάδα και την Κύπρο –για προφανείς λόγους– αλλά και για την ίδια την Ε.Ε., που θα μεταβαλλόταν έτσι σε μια ζώνη ελευθέρων ανταλλαγών σύμφωνα με τα αμερικανικά σχέδια.

Ο Ερντογάν, εκτός από την επίλυση του Κυπριακού, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει και το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βαθύ κράτος θεωρούσε, από την πλευρά του, ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι ασύμβατη με την κεμαλική Τουρκία, ενώ ήταν προφανές ότι, σε μια ευρωπαϊκή Τουρκία, δεν είχαν θέση μηχανισμοί ούτε φασιστικές οργανώσεις τύπου «ΕΡΓΚΕΝΕΚΟΝ». Έτσι, το βαθύ κράτος οργάνωσε την άμυνά του μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο. Παρά τις αντιδράσεις του βαθέος κράτους, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης προσπαθούσε να χαράξει τον δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό της χώρας του, όπως άλλωστε επιβάλλεται από τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης και από τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Εν τω μεταξύ, το κόμμα και ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυξάνουν την επιρροή τους στη λαϊκή βάση της Τουρκίας και, μέσα από τη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, ενισχύουν τη θέση τους στη διαπάλη τους με το βαθύ κράτος. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, το βαθύ κράτος δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ανώτατοι αξιωματικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, διάφορες ομάδες και συμμορίες προσπαθούν να αντιπαρατεθούν, ο καθένας στον τομέα του, στη νόμιμη κυβέρνηση και να ακυρώσουν στην πράξη τις όποιες μεταρρυθμίσεις3.

Δεν πιστεύουμε στα μάτια μας! Πρόκειται για απόψεις που αγιογραφούν κυριολεκτικά τον τουρκικό ισλαμισμό και τον Ερντογάν, και οι οποίες αποτελούν την τελική συνέπεια μιας αντίληψης που πιστεύει πως τα προβλήματα της Ελλάδας προέρχονται από το περιβόητο «κακό» βαθύ κράτος και όχι από τον τουρκικό επεκτατισμό.

Μια τέτοια ανάλυση είναι απολύτως λανθασμένη για πάμπολλους λόγους:

Πρώτον, διότι ο «μετριοπαθής» ισλαμισμός αποτελεί το βασικότερο όχημα του νεο-οθωμανισμού και τη στρατηγική επιλογή των Αμερικανών για τη διείσδυση στον ισλαμικό κόσμο και την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου, ιστορικά, το Ισλάμ και ο ισλαμισμός είναι συνδεδεμένοι πολύ περισσότερο με την νεο-οθωμανική αντίληψη, την οποία εξέφρασε πρώτος ολοκληρωμένα ο Τουργκούτ Οζάλ, απ’ ότι οι παραδοσιακοί κεμαλιστές.

Δεύτερον, διότι, ως προς την Ελλάδα και την Κύπρο, δεν υπάρχει διαφορετική αντίληψη μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλιστών. Έτσι, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, ο ισλαμιστής αντιπρόεδρος Ερμπακάν πίεζε τον Ετσεβίτ να την καταλάβει ολόκληρη.

Τρίτον, διότι σήμερα, στην Τουρκία, δεν υπάρχει μια κάθετη αντιπαράθεση κεμαλισμού και ισλαμισμού, αντίθετα έχει επιτευχθεί μια ισλαμο-κεμαλική σύνθεση, την οποία ακολουθούν, θέλοντας και μη, τόσο οι μεν όσο και οι δε. Το παλαιό κεμαλικό κατεστημένο δεν μπορεί να κάνει σήμερα χωρίς τον Ερντογάν, γι’ αυτό και εν τέλει και το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν τόλμησε να απαγορεύσει το κόμμα του, ενώ η παρακρατική οργάνωση «Εργκενεκόν», ως κατάλοιπο των σκληροπυρηνικών κεμαλιστών, παραδόθηκε από τον στρατό στα χέρια του Ερντογάν.

Εξάλλου, καθόλου τυχαία, όλη η Δύση και οι Αμερικανοί κατ’ εξοχήν στηρίζουν τον Ερντογάν, ενώ, αντίθετα, ένα τμήμα των κεμαλιστών έχει περάσει σε έναν έντονο αντιαμερικανισμό.

Τέταρτον, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ένα από τα πιο δημοκρατικά τμήματα της τουρκικής κοινωνίας, οι Αλεβίτες, που αποτελούν κάτι μεταξύ του 15% και του 25% του πληθυσμού, βρίσκονται σε ευθεία αντιπαλότητα με τον σουνιτικό ισλαμισμό του Ερντογάν ενώ τα δικαιώματά τους παραβιάζονται κατάφορα. Γι’ αυτό η ταύτιση του λαϊκού κεμαλισμού συλλήβδην με τον φασισμό είναι εσφαλμένη. Τέλος, ένα τμήμα της κεμαλικής Αριστεράς και της Άκρας Αριστεράς δεν ταυτίζεται με το σουνιτικό Ισλάμ, που το θεωρεί απειλή για τα δικαιώματά του.

Πέμπτον, η ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας άρχισε όταν ο κατ’ εξοχήν κεμαλιστής στρατηγός Εβρέν, μετά το πραξικόπημα του 1980, ενίσχυσε το Ισλάμ ως αντίβαρο στην επαναστατική Αριστερά και τους Κούρδους, και εν πολλοίς το επέτυχε. Η επαναστατική Αριστερά συρρικνώθηκε και ένα μεγάλο μέρος των Κούρδων επανήλθε στους κόλπους του τουρκικού κράτους μέσω του… Ισλάμ, μια και ο τουρκισμός των κεμαλιστών δεν απέδιδε πλέον. Έτσι, ο Ερντογάν και το κόμμα του καρπώνονται πλέον ένα πολύ υψηλό ποσοστό των κουρδικών ψήφων, ενώ οι Κούρδοι έχουν ισλαμοποιηθεί σε υψηλό βαθμό.

Ελπίζω ο κ. Καλεντερίδης να δώσει κάποιες εξηγήσεις στους πολυάριθμους αναγνώστες του κειμένου του και στον υποφαινόμενο ώστε να διευκρινιστούν αυτές οι θέσεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σάββας Καλεντερίδης, www.infognomon.gr, «Η Τουρκία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κεμαλικό αυταρχισμό», Αθήνα, 11 Απριλίου 2008.

2.  Σάββας Καλεντερίδης, στο ίδιο.

3.  Σάββας Καλεντερίδης, στο ίδιο.

*Το κείμενο περιέχεται στο 72ο τεύχος του περιοδικού Άρδην

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ