Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΠολιτισμόςΟι αχανείς διακλαδώσεις στις απαρχές του πολιτισμού

Οι αχανείς διακλαδώσεις στις απαρχές του πολιτισμού

- Advertisement -

Από τη Μεσοποταμία στην κλασική Ελλάδα-Η συνέχεια κι όχι αντίθεση ανατολικού-δυτικού πολιτισμού

Πού και πότε εμφανίζεται ο πολιτισμός; Ο πολιτισμός έχει μια ιστορία ασυγκράτητη, μή αναστρέψιμη. Μια διαρκή ροή, σα χείμαρρος, σαν ποταμός. Κι εμείς, συνηθίζουμε να κοιτάζουμε τα ποτάμια σαν να τα βλέπουμε από δορυφόρο, από χιλιόμετρα ψηλά ή καλύτερα, σαν να τα διαβάζαμε ζωγραφισμένα σε ένα χάρτη. Βλέπουμε μια καλά σχεδιασμένη γραμμή να διασχίζει μια περιοχή, να χύνεται, όπως λένε, σε κάποια θάλασσα και να ξεκινά από μια πηγή. Αυτή είναι η οπτική γωνιά τού χαρτογράφου, τού αναγνώστη ενός άτλαντα. Πρέπει όμως να κατεβούμε από αυτά τα ύψη και να δούμε το ποτάμι από πιο κοντά. 

Οι ναυτικοί ξέρουν, πως ένα ποτάμι δεν το κατεβαίνεις εύκολα. Κάπου υπάρχει ένα ρεύμα, που σε αναγκάζει να τρέχεις. Κάπου ένα αντίθετο ρεύμα, που σε πηγαίνει ανάποδα. Αλλού ένας βράχος, που σε εμποδίζει να περάσεις και καμμιά φορά, στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, κάποια στιγμή τής νύχτας, το ποτάμι παγώνει και πρέπει να περιμένεις να ξαναλιώσει. Κάπως έτσι κυλά και η ιστορία.
Παρατηρώντας ένα χείμαρρο ή ένα ποταμό, σκεπτόμαστε αναγκαστικά, πως έχουν πηγή. Κάτι σαν μια μικρή λίμνη. Αυτή η λιμνούλα είναι η πηγή τού  Δούναβη ή τού Σηκουάνα, μα είναι μια λίμνη, μια λεκάνη. Από πού έρχεται το νερό; Και πάλι τα πράγματα περιπλέκονται. Όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται, η πηγή είναι μια εκβολή. Η πηγή δεν είναι από μόνη της ξεκίνημα, αλλά προορισμός. Προορισμός για χιλιάδες κανάλια και ρυάκια, που ξεκινούν από λιβάδια ή υδροφόρους ορίζοντες, από παγετώνες ή κατάλοιπα βροχής, που σχηματίζουν λίμνες. 

Η πηγή με μια λέξη είναι ένας συλλέκτης. Το ίδιο και ο πολιτισμός. Σε κάποια δεδομένη στιγμή νομίζουμε, πως βρήκαμε την πηγή. Ιδού λέμε, η γεωμετρία γεννήθηκε εκεί. Η φυσική ή η μηχανική γεννήθηκαν τότε. Η χημεία γεννήθηκε από τον τάδε πολιτισμό. Νομίζουμε, πως βρήκαμε την πηγή και ξαφνικά, η πηγή μάς ξεφεύγει. Πρέπει να πάμε ακόμη πιο πίσω. Όπως και στις πηγές τού  Δούναβη ή τού Σηκουάνα. Πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε τα ρυάκια, που τροφοδοτούν το συλλέκτη, δηλαδή την πηγή. Άρα το πρόβλημα τής προέλευσης μπορεί να λυθεί με δύο τρόπους: να πάμε πιο πίσω από εκεί, που νομίζουμε, πως βρίσκεται η πηγή και έπειτα να κατατεμαχίσουμε αυτό, που θεωρούμε ενιαίο. 

Όχι, η πηγή δεν βρίσκεται ποτέ σε ένα τόπο ή μια στιγμή, σε έναν πολιτισμό, στο μυαλό ενός ανθρώπου ή σε μια δεδομένη συγκυρία. Αντίθετα, βρίσκεται ταυτόχρονα σε διάφορες συγκυρίες και τόπους. Πρέπει να συνηθίσουμε να μην λέμε «πηγή» αλλά «πηγές» τού πολιτισμού. Πάντα είναι καλύτερα να μιλάμε στον πληθυντικό. 

Όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε από πού ξεκινάει ένα ποτάμι, γιατί χανόμαστε σε κάθε λιμνούλα, σε κάθε μικρό ρυάκι, σε κάθε μια στάλα βροχής, που όλα έχουν συνεισφέρει, το καθένα στο ποσοστό του στη δημιουργία του, έτσι δεν μπορούμε να ορίσουμε κι από πού ξεκινάει ο πολιτισμός, γιατί χανόμαστε σε κάθε προηγούμενο λαό, σε κάθε προηγούμενο από εμάς άνθρωπο. Όλοι έχουν συνεισφέρει άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο στη δημιουργία του. Ακόμα κι ένα ανθρωποειδές πριν εκατομμύρια χρόνια, που πάσχιζε να φτάσει ένα καρπό, για να τον φάει, χρησιμοποιώντας ένα κλαδί, έχει βάλει τη «στάλα» του στο ποτάμι, που ονομάζουμε σημερινό ανθρώπινο πολιτισμό.

Τυχόν μεγάλες αναλαμπές τού πολιτισμού, που παρατηρούμε σε διάφορες εποχές τής ανθρώπινης ιστορίας, π.χ. κλασική Ελλάδα, δεν είναι παρά «λίμνες», που έχουν σχηματιστεί από άλλα μικρά «ρυάκια», από άλλες προγενέστερες «στάλες» πολιτισμού.

Ανατολή και Δύση
«Τού θεού είναι η Ανατολή, τού θεού είναι η Δύση» (Κοράνι, 2.142). Οι κλασικοί μελετητές δυσκολεύτηκαν να διατηρήσουν μια τόσο ισορροπημένη εικόνα των δύο εννοιών, «ανατολικό» και «δυτικό». Aντίθετα, προσπάθησαν να τις μεταμορφώσουν σε δύο πόλους εκ διαμέτρου αντίθετους αφήνοντας να εννοηθεί, ότι κρύβουν αντίθεση και διαμάχη. 

Οι έλληνες, συνειδητοποίησαν τη διαφορετική τους ταυτότητα από εκείνη τής «Ανατολής», όταν κατάφεραν να αντικρούσουν τις επιθέσεις τής περσικής αυτοκρατορίας. Όμως, μόνο πολύ αργότερα, κατα τη διάρκεια των σταυροφοριών, η έννοια και ο όρος Ανατολή εισχώρησαν ουσιαστικά στις γλώσσες τής Δύσης. (Το σύνθημα «Ex Oriente Lux» είναι σύγχρονο). 

Το γεγονός αυτό, ωστόσο, ελάχιστα απαντά στο ερώτημα γιατί, ακόμα και σήμερα, είναι δύσκολο να γίνει μια αμερόληπτη συζήτηση σχετικά με τις επαφές τής Ελλάδας των κλασικών χρόνων και τής Ανατολής. Όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με στάσεις απόλυτες, ανησυχητικές, απολογητικές αν όχι εχθρικές. Ό,τι είναι ξένο και άγνωστο, κρατιέται σε απόσταση με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία.

Αυτό οφείλεται, ως ένα μεγάλο βαθμό, σε μια πνευματική άνθηση, που ξεκίνησε πολύ πριν από δύο αιώνες και ρίζωσε κυρίως στη Γερμανία. Η ολοένα αυξανόμενη εξειδίκευση των γνώσεων συνέκλινε με τον ιδεολογικό προστατευτισμό, και οι δύο μαζί έπλασαν την εικόνα τής αγνής, κλασικής Ελλάδας σε μεγαλοποεπή απομόνωση. 

Μέχρι και τον δέκατο όγδοο αιώνα, όσο η φιλολογία ήταν στενά συνδεδεμένη με τη θεολογία, η εβραϊκή Βίβλος έστεκε πλάι στα ελληνικά κλασικά κείμενα  και η ύπαρξη αλληλεπιδράσεων δεν παρουσίαζε προβλήματα. Η κόρη τού Ιεφθάε και η Ιφιγένεια ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, ακόμα και στον κόσμο τής όπερας. Ο Ιαπετός εντοπίστηκε στον Ιάφεθ, οι Κάβειροι σε μια σημιτική ονομασία, που σήμαινε «μεγάλοι θεοί», και η «Ανατολή» ταυτίστηκε με το όνομα Κάδμος ο Φοίνιξ, ενώ η «Δύση» με το όνομα Ευρώπη. Σύμφωνα με την Οδύσσεια και τον Ηρόδοτο, οι «φοίνικες» έγιναν ανεπιφύλακτα αποδεκτοί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Κατόπιν, τρεις νέες τάσεις έθεσαν τους δικούς τους περιορισμούς και έσπασαν συλλογικά τον άξονα Ανατολής – Ελλάδας. Η φιλολογία αποδεσμεύτηκε απο τη θεολογία -ο Friedrich August Wolf, το 1777, εγγράφηκε στο πανεπιστήμιο τού Γκέτινγκεν ως studiosus philologiae- και την ίδια ακριβώς εποχή, με τον Johann Joachim Winckelmann, εδραιώθηκε μια νέα έννοια περί κλασικισμού, μια έννοια με μάλλον ειδωλολατρικές τάσεις, η οποία τύγχανε μεγάλης εκτίμησης. 

Κατά δεύτερο λόγο, με έναυσμα το έργο τού Johann Gottfried Herder, αναπτύχθηκε η ιδεολογία τού ρομαντικού εθνικισμού, η οποία υποστήριξε, ότι η λογοτεχνία και η πνευματική παράδοση ήταν άρρηκτα συνδεδεμενες με ένα μεμονωμένο λαό, γένος ή φυλή. Το κλειδί για την κατανόηση ήταν μάλλον η καταγωγή και η οργανική ανάπτυξη, παρά οι αμοιβαίες πολιτισμικές επιρροές. Ο Carl Otfried Muller, αντιδρώντας στο ευρύτερο πρότυπο τού Friedrich Creuzer, απέκτησε σημαντική επιρροή με την άποψή του περί «ελληνικού φυλετικού πολιτισμού». 

Ακριβώς την ίδια εποχή, κατά την οποία παραχωρήθηκε στους εβραίους πλήρης νομική ισότητα στην Ευρώπη, η εθνικο-ρομαντική συνείδηση έστρεψε την τάση ενάντια στον «ανατολικισμό», αφήνοντας έτσι περιθώρια δράσης στον αντισημιτισμό. 

Τρίτον, η ανακάλυψη τής ινδοευρωπαϊκής οικογένειας -τής προέλευσης των περισσοτέρων ευρωπαϊκών γλωσσών μαζί με τα περσικά και τα σανσκριτικά από ένα κοινό αρχέτυπο- από τους μελετητές τής γλωσσολογίας, ενίσχυσε την εποχή εκείνη τη συμμαχία ελληνικών, λατινικών και γερμανικών και κατ΄αυτό τον τρόπο εξόρισε τη σημιτική γλώσσα σε άλλες σφαίρες. 

Ο λαμπρός πολιτισμός των αρχαίων ελλήνων, συχνά θεωρήθηκε, ότι ξεπρόβαλε από μόνος του ως θαύμα κι ότι δεν όφειλε ουσιαστικά τίποτα στους γειτονικούς πολιτισμούς. Ο Walter Burkert, καθηγητής κλασικής φιλολογίας, επιχειρηματολογεί με δυναμικό τρόπο ενάντια σε αυτήν την παραπλανητική άποψη στοχεύοντας σε μια ισορροπημένη εικόνα τής αρχαΐκής εποχής, τότε, που υπό την επιρροή τής Ανατολής, από συγγραφείς, τεχνίτες, έμπορους, θεραπευτές κ.ά., ξεκίνησε η μοναδική άνθιση τού ελληνικού πολιτισμού, που έμελλε να αναλάβει την πολιτισμική ηγεμονία στη Μεσόγειο. (Βλ. Αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Η επίδραση τής Ανατολής).

Το μόνο που απέμενε, ήταν η υπεράσπιση τής ανεξαρτησίας των ελλήνων από τους ινδούς συγγενείς τους μέσα στα πλαίσια τής ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, 
προκειμένου να εδραίωθεί η έννοια τής κλασικής-εθνικής ελληνικής ταυτότητας ως αυτόνομο και αυτάρκες υπόδειγμα πολιτισμού, το οποίο, στη Γερμανία τουλάχιστον, έμελλε να κυριαρχήσει στα τέλη τού δεκάτου ενάτου αιώνα.

Η περιφρονητική δήλωση τού Ulich von Wilamowitz-Moellendorff, το 1884 -«οι λαοί και τα κράτη των σημιτών και των αιγυπτίων, που παρήκμαζαν επί αιώνες αιώνων και τα οποία, παρ’ όλη την αρχαιότητα τού πολιτισμού τους, στάθηκαν ανίκανα να προσφέρουν στους έλληνες κάτι παραπάνω από μερικές χειρωνακτικές τεχνικές, ενδυμασίες και κακόγουστα εργαλεία, απαρχαιωμένα στολίδια, αποκρουστικά φετίχ για ακόμα πιό αποκρουστικές ψεύτικες θεότητες»- δεν είναι χαρακτηριστική τού έργου του. Αλλά ακόμα κι αργότερα, συνέχιζε να υποστηρίζει, ότι το πνεύμα τής ύστερης αρχαιότητας προήλθε «από την Ανατολή και είναι ο θανάσιμος εχθρός τού αληθινού ελληνισμού».

Πίσω από την οξυθυμία φαίνεται να κρύβεται ένα είδος ανασφάλειας. Στην πραγματικότητα, η εικόνα τού αγνού, αυτόνομου ελληνισμού, που κάνει τη θαυματουργή εμφάνισή του με τον Όμηρο, υποσκελίστηκε τον δέκατο ένατο αιώνα από τρεις ομάδες νέων ανακαλύψεων: την επανεμφάνιση τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής και τής Αιγύπτου, μέσω τής αποκρυπτογράφησης τής σφηνοειδούς και τής ιερογλυφικής γραφής, την ανακάλυψη τού μυκηναϊκού πολιτισμού και την αναγνώριση μιας ανατολίζουσας φάσης στην ανάπτυξη τής αρχαϊκής ελληνικής τέχνης.

Εξ ανατολών το φώς (ex oriente lux) ή οι αρχαίοι έλληνες τα ανακάλυψαν όλα; 
Ούτε το ένα ούτε το άλλο! Mέχρι τα τέλη τού όγδοου αιώνα, είχε ολοκληρωθεί ένα πολιτισμικό γίγνεσθαι συμπεριλαμβανομένης τής εκμάθησης τής ανάγνωσης και τής γραφής, το οποίο είχε τις ρίζες του στην εγγύς Ανατολή σε συνδυασμό με τη στρατιωτική επέκταση και τις αναπτυσσόμενες οικονομικές δραστηριότητες και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Αφορούσε ομάδες ελλήνων, που επιδόθηκαν σε εντατικές ανταλλαγές με τους μεγάλους πολιτισμούς τής σημιτικής Ανατολής. Η Ανατολή, διατήρησε την πολιτισμική ηγεμονία για κάποιο χρονικό διάστημα, οι έλληνες όμως, άρχισαν αμέσως να αναπτύσσουν τις δικές τους ξεχωριστές μορφές πολιτισμού διαμέσου τής εκπληκτικής ικανότητάς τους να υιοθετούν και να μεταμορφώνουν ό,τι δέχονταν. Κάνουμε λόγο για παράδειγμα, για την αρχή τής ελληνικής φιλοσοφίας από το Θαλή το Μιλήσιο, ο οποίος όμως, ήταν φοινικικής καταγωγής (Ηρόδοτος, Α΄ 170).


Κατά την ανατολίζουσα περίοδο, οι έλληνες δεν έλαβαν μόνο μερικές χειρωνακτικές τεχνικές και φετίχ μαζί με νέες τέχνες και εικόνες από τη λουβική – αραμαϊκή – φοινικική σφαίρα, αλλά επηρεάστηκαν, σε σημαντικό βαθμό, στη θρησκεία και τη λογοτεχνία τους από τα ανατολικά πρότυπα. Προβάλλεται ως επιχείρημα το γεγονός, ότι οι μετανάστες «ιεροί τεχνίτες», πλανόδιοι μάντεις και ιερείς εξαγνισμού, δεν μετέδωσαν μόνο τις θεϊκές και εξαγνιστικές ικανότητές τους, αλλά επίσης στοιχεία μυθολογικής «σοφίας». 

Πράγματι, ο Όμηρος, σε ένα απόσπασμα τής Οδύσσειας, που μνημονεύεται πολύ συχνά, απαριθμεί πολλά είδη αποδημούντων τεχνιτών, που είναι δημιοεργοί: πρώτα, μάντιν ή ιητήρα κακών, κατόπιν, τέκτονα δούρων, και, ακόμη, θέσπιν αοιδόν (ρ 383-385). Ενώ το δεύτερο κεφάλαιο επιχειρεί να ακολουθήσει την πορεία των «μάντεων» και των «θεραπευτών», το τρίτο κεφάλαιο στρέφεται στο βασίλειο των αοιδών, παρουσιάζοντας αντιστοιχίες μεταξύ τής ανατολικής και τής ελληνικής λογοτεχνιας, που καθιστούν πιθανή την ύπαρξη επαφών, καθώς και την απ΄ευθειας λογοτεχνική επίδραση από σημαντικούς ανατολικούς πολιτισμούς στο τελικό στάδιο των ομηρικών επών, δηλαδή, στις αρχές τής ελληνικής ανάγνωσης και γραφής, όταν η τελευταία υποσκέλισε την προφορική παράδοση.

Το φοινικικό αλφάβητο
Το σημαντικότερο επίτευγμα τής ανατολίζουσας περιόδου για τη γενική ιστορία τού πολιτισμού είναι η υιοθέτηση τού φοινικικού αλφάβητου από τους έλληνες και η επιδέξια προσαρμογή του στην ελληνική φωνητική. Μπορεί σχεδόν να θεωρηθεί ως υπόδειγμα πολιτισμικής μεταβίβασης την εποχή εκείνη: όπως τα δάνεια από τη σημιτική γλώσσα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, έτσι και η δημιουργική ανάπτυξή τους από έλληνες εφευρέτες είναι εξ ίσου εμφανής και έχει πλέον εδραιωθεί μια χρονολογική τοποθέτηση, η οποία τοποθετείται αρκετά μετά την κατάρρευση τού μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά όχι αργότερα από τα μέσα τού όγδοου αιώνα.

Η ελληνική γραφή αποτελεί το πρώτο τέλειο σύστημα γραφής, επειδή ήταν η πρώτη αλφαβητική γραφή, που χρησιμοποιούσε σημεία με συνοχή, τόσο για τα φωνήεντα όσο και για τα σύμφωνα, ενώ η σημιτική βασιζόταν, και βασίζεται, κατά κύριο λόγο στα σύμφωνα. Η τελειότητα τής ελληνικής γραφής έχει επιβεβαιωθεί από την επιτυχία, που είχε στη Δύση. 

Ωστόσο, η φαινομενική εφεύρεση, η απεικόνιση δηλαδή των φωνηέντων, προέκυψε στην πραγματικότητα από μια λανθασμένη κατανόηση στα πλαίσια ενός διαφορετικού φωνολογικού  συστήματος: καθώς οι έλληνες έμαθαν την αλφαβητική αλληλουχία τού σημιτικού συστήματος και κατανόησαν την ακροφωνητική αρχή, βρήκαν μια λέξη, όπως το άλφα, να ξεκινάει με τον ήχο α και όχι με μια λαρυγγική γλωσσική παύση, που δηλώνεται με το σημιτικό άλεφ. 

Για τον τρόπο, με τον οποίο έγινε η μετάδοση τής γραφής, υπάρχει ένα ανεκτίμητο στοιχείο, παρ΄όλο, που συχνά υποτιμάται: τα ελληνικά ονοματα των γραμμάτων (άλφα, βήτα, γάμα κ.ο.κ.) με την αμετάβλητη σειρά τους. Αυτές είναι σημιτικές λέξεις -βους, οικία, κ.ο.κ.- που δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα στα ελληνικά. 

Διατηρήθηκαν για έναν συγκεκριμένο λόγο: όλη η διδασκαλία τής ανάγνωσης και τής γραφής ξεκίνησε με την αποστήθιση τής αλληλουχίας αυτής. Έτσι εξηγείται επίσης ο λόγος, για τον οποίο, πολύ νωρίτερα, η τυποποιημένη αυτή αλληλουχία εμφανίζεται σε δυο εντελώς διαφορετικές σημιτικές αλφαβητικές γραφές, στο ουγκαριτικό σφηνοειδές αλφάβητο, που ανάγεται στον δέκατο τρίτο αιώνα, και στο φοινικικό  αλφάβητο, μαρτυρίες τού οποίου έχουν βρεθεί σήμερα και χρονολογούνται στον δωδέκατο αιώνα. 

Ακόμα και πέρα από τα γλωσσικά τείχη, η αποστήθιση τής ίδιας μνημονικής αλληλουχίας γινόταν κατά τον ίδιο τρόπο. Με την αλφάβητο, υλοποιήθηκε για πρώτη φορά ένα σύστημα γραφής τόσο απλό, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από όλους τους ανθρώπους μέσης νοημοσύνης, ακόμα κι αν δεν είχαν σχέση με τους κύκλους των μορφωμένων επαγγελματιών γραφέων.

Τα σημιτικά ονόματα των γραμμάτων άλφα, βήτα κ.ο.κ., εμφανίζονται στην ελληνική λογοτεχνία τον πέμπτο αιώνα το νωρίτερο, αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν από τον όγδοο αιώνα και στο εξής, καθώς είχαν υιοθετηθεί μαζί με την αρχική αλφάβητο. Το να είχαν ενταχθεί στην ελληνική αυτά τα δίχως νόημα λεκτικά μοντέλα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη στιγμή είναι σχεδόν αδύνατο. 

Το λατινικό αλφάβητο μπορεί να χρησιμεύσει ως ανταπόδειξη: οι συγγραφείς λατινικών δεν υιοθέτησαν την αρχαία φοινικική  μνημονική αλληλουχία. Αντίθετα, άφησαν τα φωνήεντα να ηχούν από μόνα τους και πρόσθεσαν στα σύμφωνα ένα φωνήεν, όπως είχαν κάνει ήδη οι έλληνες με τα πρόσθετα γράμματά τους Φ, Χ, Ψ. Αλλά ακόμα κι έτσι, οι λατίνοι και οι ρωμαίοι ξεκίνησαν το σχολείο μαθαίνοντας το a, be, ce – όπως γίνεται ακόμα και σήμερα. 

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι υπό αυτή την έννοια η ελληνική πρακτική παρέμεινε πλησιέστερη στη φοινικική – αραμαϊκή σχολική παράδοση απ’ ό,τι η λατινική στην ελληνική.

Τα γράμματα τού ελληνικού αλφαβήτου διατήρησαν τα φοινικικά τους ονόματα αν και τα ονόματα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα στα ελληνικά. 

Αντίθετα, στα φοινικικά κάθε γράμμα είχε κάποιο νόημα. Το aleph (άλφα) σήμαινε βόδι, το beth (βήτα) σπίτι κ.λπ.. Γι’ αυτό το λόγο και τα ονόματα των γραμμάτων παρέμειναν άκλιτα στα ελληνικά.

Η σειρά των γραμμάτων προέρχεται κι αυτή απ΄ τα φοινικικά, χωρίς μεγάλες αλλαγές. Η μορφή τους παρέμεινε σχεδόν η ίδια, ωστόσο με ορισμένες τροποποιήσεις, αναλογα με τις τοπικές παραλλαγές: κάποια γράμματα αντιστράφηκαν, σε κάποια άλλα έγινε περιστροφή κατά 90ο -για παράδειγμα η περίπτωση τού άλφα-, ορισμένα απλοποιήθηκαν, ενώ κάποια άλλα, αντίθετα, έγιναν πιο «πολύπλοκα».

Στα σύμφωνα Φ, Χ, Ψ, που δεν είχαν οι φοίνικες και συμπεριέλαβαν στο αλφάβητο οι έλληνες αργότερα, πρoστέθηκε δίπλα ένα ι.

Η πιο σημαντική καινοτομία όμως, είναι η εισαγωγή των φωνηέντων στο αλφάβητο από τους έλληνες, καθ΄ότι οι φοίνικες δεν είχαν φωνήεντα. Γι’ αυτό φωνήεντα έχουν ελληνικά ονόματα (ε-ψιλόν, ο-μικρόν κ.λπ.).  

Ο πίνακας γραφής, δέλτος στα ελληνικά, έχει κρατήσει ακόμα και τη σημιτική  του ονομασία, daltu – daleth στα εβραϊκά, μαζί με την ονομασία τού ειδικού κεριού, από το οποίο ήταν καλυμμένος, μάλθη. Η αρχική σημασία τού daltu είναι θύρα, αλλά χρησιμοποιείται για τον πίνακα γραφής στα ουγκαριτικά τού δέκατου τρίτου αιώνα, όπως και στα εβραϊκά αργότερα.

Γλωσσικές αλληλεπιδράσεις
Ο κατάλογος των διακινούμενων αγαθών με σημιτικά ονόματα είναι εντυπωσιακός. Οι λέξεις χρυσός και χιτών (που σχετίζεται με τη λέξη cotton) αποτελούν τα δύο κυριότερα δάνεια, που είναι ήδη εμφανή στα έγγραφα τής μυκήναϊκής γραμμικής Β και τα οποία συνεπώς μαρτυρούν εμπορικές συναλλαγές κατα την Εποχή τού Χαλκού.

Άλλα είδη υφάσματος, όπως σινδών, οθόνη, βύσσος, εισχώρησαν στην ελληνική κατά τον ίδιο τρόπο, που, όπως είναι φυσικό, εισχώρησαν τα αραβικά είδη, όπως λίβανος και σμύρνα, και άλλα μπαχαρικά, όπως νάρδος, κασία, κάνναβις, κιννάμωμον, ορυκτά, όπως νάφθα και νίτρον, και φυτά, όπως κρόκος και σήσαμον. Η έκφραση λίπα αλείφεσθαι, «πλούσια επάλειψη με λάδι», μπορεί εύκολα να ταιριάζει με το νίτρον (στα ακκαδικά lipu=λίπος, που χρησιμοποιείται κυρίως στη μαγεία). Η ακκαδική λεξη για το λεπτοαλεσμένο αλεύρι, samidu, έγινε σεμμίδαλις στην ελληνική και υφίσταται ακόμα και στα νέα ελληνικά (στα λατινικά έγινε simila, στα γερμανικά semmel). 

Επιπλέον, υπάρχουν τα ονόματα των κιβωτίων και δοχείων, όπως κάδος, σιπύη, και -μια λέξη, που απαντά αρκετά συχνά- λεκάνη, η οποία αντιστοιχεί στην αραμαϊκή laqna. Eδώ, η λαϊκή ετυμολογία παρήγαγε την ψευδαίσθηση μιας κατάληξης στη σημερινή χρήση της στα ελληνικά, -ανη. Η λέξη κύανος, μια μπλε ουσία, που χρησιμοποιούνταν για βαφές, εντοπίζεται στο χιττιτικό kuwanna. Το πόσο περίπλοκες μπορεί να είναι οι αλληλεπιδράσεις φαίνεται στην περίπτωση τού  όρου kaunakas, μάλλινος μανδύας. Η λέξη αυτή είναι περσική και πέρασε στην ακκαδική, καθώς και στην ελληνική, στην οποία ο απόηχος τής λέξης νάκος, δέρμα κατσικιού, μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο.


Από τις δραστηριότητες των εμπόρων βρίσκουμε τη μονάδα μέτρησης βάρους και νομισματική μονάδα, στην ακκαδική, mana, αλλά και στη λουβική ιερογλυφική, τη mina, στην ελληνική μνέα, μνα.


Η mina έγινε μια από τις πιο κοινές ελληνικές ονομασίες για το βάρος και το νόμισμα, χωρίς να χάσει τη σφραγίδα τής προέλευσής της από τη Μεσοποταμία: εδώ -και για την αρχαϊκή εποχή μόνον εδώ- είναι, που το βαβυλωνιακό εξηκονταδικό σύστημα υιοθετήθηκε από τους έλληνες, εφ΄όσον εξήντα minae ισοδυναμούν με ένα τάλαντο. Ο όρος αυτός για τη μεγαλύτερη μονάδα, το τάλαντον, έχει αρχαία ελληνική και στην πραγματικότητα ινδοευρωπαϊκή ονομασία. Έμμεσα τουλάχιστον, μαρτυρείται στη μυκηναϊκή. Παρ΄όλα αυτά, δεν υπάρχουν ίχνη τής mina και τού εξηκονταδικού συστήματος στο πολύ γνωστό μυκηναϊκό σύστημα βάρους και μέτρησης. Επομένως, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι σε αυτή την περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με υστερο-μυκηναϊκό δάνειο, που προήλθε μέσω τής εμπορικής οδού από την Κάρχεμι στον Ευφράτη, προς τη βόρεια Συρία κι έφτασε στους λουβίους και τελος στους έλληνες.

Στον τομέα τού τεχνίτη, η λέξη κανών αποτελεί το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα δανεισμού. Φυσικά, η γενική λέξη για το καλάμι ή ραβδί, κάννα, είναι επίκαιρη σε ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο, αλλά η εξειδικευμένη χρήση τού όρου αυτού για να δηλώσει τη ράβδο μέτρησης, qan mindati στα ακκαδικά, q’neh hammidah στα εβραϊκά, είναι λιγότερο φυσιολογική, βασίζεται όμως, σε τόσο ισχυρές αποδείξεις, που κανείς δεν θα υποθέσει, ότι οι έλληνες ανακάλυψαν τυχαία από μόνοι τους τη χρήση αυτή των «καλαμιών». Η εμφάνιση τού όρου αυτού στα ελληνικά, ωστόσο, σημαίνει, ότι ένα βασικό εργαλείο και μια βασική  έννοια τής δομικής κατασκευής είχε εισαχθεί απ΄έξω. 

Επιπλέον, υπάρχουν οι όροι τίτανος και γύψος (ακκαδικά gassu). Στα ακκαδικά tidu σημαίνει πηλός (εβραϊκά tit). Οι μεταγενέστεροι έλληνες συγγραφείς χρησιμοποίησαν ακριβώς αυτή τη λέξη, για να δώσουν μια ετυμολογία στο όνομα των Τιτάνων. Οι Τιτάνες επιτέθηκαν στο νεαρό Διόνυσο έχοντας καλύψει το πρόσωπό τους με γύψο, εξ ου και το όνομά τους. 

Οι μάγοι τής Ανατολής, συνήθιζαν να κατασκευάζουν πήλινες μορφές -salme tit στα ακκαδικά-, προκειμένου να αναπαραστήσουν τους ηττημένους θεούς, που χρησιμοποιούσαν στην προστατευτική μαγεία ή ως μάρτυρες σε ορκωμοσίες. Όσον αφορά στις προφανείς παρηχήσεις, σημειώστε, ότι ο μυθικός πρόγονος των βασιλέων τής Ουγκαρίτ στη συγκέντρωση τού Κάτω Κόσμου είναι ο Ditanu.

Το πήλινο τούβλο, ο πλίνθος, φαίνεται να προέρχεται από το ακκαδικό libintu, libittu. Ο αντικατοπτρισμός μιας «αιγαιακής» κατάληξης -ινθος, που δημιουργήθηκε από την προσαρμογή στα ελληνικά, δεν αποτελεί επιχείρημα ενάντια σε αυτή την προέλευση, όπως είδαμε και παραπάνω στην περίπτωση τής λέξης λεκάνη. Έτσι, ο βασικός όρος τής αρχιτεκτονικής τής Μεσοποταμίας έφτασε στην Ελλάδα. Οι έλληνες έμαθαν την τέχνη τής δόμησης τοίχων με τούβλα, ασβέστη και γύψο από τους τεχνίτες τής Ανατολής. Ακόμα και η λέξη αξίνη, δίστομος πέλεκυς, συμπίπτει με την ακκαδική hassinnu.


Ένα μεγάλο μέρος τού ελληνικού λεξιλογίου στερείται επαρκούς ινδοευρωπαϊκής ετυμολογίας, αλλά έχει γίνει τού συρμού να προτιμούνται οι επαφές με ένα υποθετικό αιγαιακό υπόστρωμα ή με ανατολικά παράλληλα, που ούτως ή άλλως αποτελούν άγνωστους τομείς, παρά να επιδιώκεται η ανακάλυψη των επαφών με τις πολύ πιο γνωστές σημιτικές γλώσσες. Ένα τοπικό υπόστρωμα έγινε εύκολα αποδεκτό ως χαρακτηριστική μεσογειακή χλωρίδα, όπως το «κρασί». Οίνος -σ.σ. Fοίνος (βίνος)- στα ελληνικά, wajn στα αραμαϊκά, jain στα εβραϊκά -σ.σ vino στα λατινικά, wine στα αγγλικά, wein στα γερμανικά κ.λπ..- Το «τριαντάφυλλο» (ward στα αραβικά, werad στα αραμαϊκά), ρόδον στα ελληνικά.

Συνεπώς, στο χώρο τής χειρωνακτικής, αναδύεται μια εικόνα ακόμα και από τα γλωσσολογικά δεδομένα, που συνδέεται με την εισροή των ανατολικών τεχνικών και προϊόντων τον όγδοο αιώνα και η οποία μπορεί να αποδειχθεί από αρχαιολογικής απόψεως. Όσον αφορά στην επιρροή τής ανατολικής εικονογραφίας, θα πρέπει κανείς να λάβει υπ΄όψη του, ότι όχι μόνο το λιοντάρι -λις- έχει σημιτική ονομασία [η λέξη λις αναφέρεται μερικές φορές στον Όμηρο (σ.σ. π.χ. Ο 275), η κανονική ελληνική λέξη λέων, φαίνεται να προέρχεται από την Αίγυπτο], αλλά και ο ταύρος έχει μια καθαρά σημιτική αντιστοιχία [tawr(u) στα αραμαϊκά]. Ακόμα, το παραπάνω παράδειγμα πλίνθος-libittu δείχνει σε ποιο βαθμό μπορεί να επέλθει μεταμόρφωση, ακόμα και αποκάθαρση, με τις δανεισμένες λέξεις: το αντικείμενο είναι αυτό, που κάνει το δανεισμό αληθοφανή και όχι η φωνητική αντιστοιχία. 

Το ίδιο ισχύει και για έναν άλλο τομέα, όπου οι επαφές υπήρξαν στενές και εκτενείς: πρόκειται για το στρατιωτικό τομέα των μισθοφόρων. Στο σύγχρονο λεξιλόγιο υπάρχει ένας αριθμός υποβλητικών απόηχων, αλλά καμμία από τις υποτιθέμενες δανεισμένες λέξεις δεν έτυχε γενικής αποδοχής. Ως παράδειγμα θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει τη λέξη, που δηλώνει το γιαταγάνι, άρπη, πλάι στην αραμαϊκή harba (εβραϊκά harab), σπαθί ή ίσως το σκύλον για το συλημένο όπλο και συλάν για τη λεηλασία. Στα ακκαδικά salalu σημαίνει λεηλατώ με προστακτική sulla! (Ζεύς Συλλάνιος και Αθηνά Συλλανία στη Σπαρτιατική Ρήτρα, Πλουτ. Λυκ. 6). 

Ακόμα και τη μάχα, μάχη, με το μαχέσασθαι, που αντιστοιχεί στη γενική σημιτική λέξη για το «χτυπάω», mahasu στα ακκαδικά, μαζί με την αραμαϊκή maha, μάχη: ο σχηματισμός τής ρίζας, που είναι σε μεγάλο βαθμό ανώμαλος -ανώμαλος, όσον αφορά στα ελληνικά- ίσως υποδηλώνει εξωτερικές επιδράσεις. (Δεν υπάρχει ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία για το μάχομαι).

Επιπλέον, η ελληνική πολεμική κραυγή αλαλά, θα μπορούσε να ταξινομηθεί με την αντίστοιχη ακκαδική κραυγή alala και τέλος ακόμα και με το αληλούια. Παρ’ όλο, που οι πιθανότητες αυτές είναι σοβαρές, γίνονται εν γένει αντικείμενα χλευασμού. Για πολλούς είναι ανεπίτρεπτο να θεωρήσουν, ότι οι έλληνες πολεμιστές ήταν εξαρτώμενοι από σημιτικά πρότυπα, ακόμα και στη γλώσσα τους. 

Ωστόσο, από ιστορικής απόψεως, η στρατιωτικοποίηση των ασσυρίων προηγήθηκε τής ελληνικής πόλεως, και, όσον αφορά στην τεχνολογία των όπλων, ιδίως την ασπίδα τού οπλίτη, η επίδραση τής Ανατολής είναι έκδηλη.

Εξαγνισμός
Παρ΄όλο, που η αντιστοιχία μεταξύ μεσοποταμιακής και ετρουσκικής ηπατοσκοπίας αποτέλεσε επί μακρόν θέμα συζήτησης, οι εξ ίσου σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στην ανατολική μαγεία και στις τελετές εξαγνισμού των ελλήνων σπάνια αποτέλεσαν αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης.

Ό,τι απομένει από τον εξαγνισμό πρέπει να αποβάλλεται προσεκτικά: «Και ρίχναν τ΄αποπλύματα (λύματα) στη θάλασσα» αναφέρει η Ιλιάδα (Α 314). Οι βαβυλώνιοι εξορκιστές πετούσαν το νερό μαζί με «όλο το κακό», κατόπιν όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να προσέξουν να μην έρθουν σε επαφή με αυτό. (Σ.σ. Το ίδιο γίνεται και με το νερό μετά τη χριστιανική βάπτιση. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο βιασμός τού νηπιοβαπτισμού).

Καλύτερο ακόμη ήταν να χρησιμοποιήσουν ένα δοχείο, στο οποίο τα ασφάλιζαν όλα συμπεριλαμβανομένων των μαγικών αγαλματιδίων, που είχαν κατασκευαστεί πρωτύτερα. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, ένα δοχείο, που ονομαζόταν φαρμάκη, ήταν στη διάθεση εκείνων, που εξάγνιζαν τις πόλεις. 

Στη Μεσοποταμία, τα υπολείμματα, συμπεριλαμβανομένης τής στάχτης από το θυσιαστήριο πυρ, «πετάγονται σε ένα άγονο μέρος», «θάβονται σε εγκαταλελειμμένο ερημότοπο», «εναποτίθενται στη στέπα κάτω από έναν αγκαθωτό θάμνο». Το κείμενο τού Ιπποκράτη «Περί ιερής νούσου», αναφέρεται στους μάγους-θεραπευτές: «Και κρύβουν ένα μέρος των υπολειμμάτων των εξαγνισμών στη γη, ένα άλλο το πετούν στη θάλασσα και ένα άλλο το μεταφέρουν στα βουνά, όπου κανείς δεν μπορεί να το αγγίξει ή να το πατήσει» (Ιπποκρ. VI 362 Littre). 

Μια άλλη εντυπωσιακή λεπτομέρεια είναι η εξής: ο Επιμενίδης, ο πιο φημισμένος ιερέας εξαγνισμού, έλαβε από τις νύμφες μια θαυματουργή τροφή, που τού επέτρεπε να επιβιώνει χωρίς τα συνηθισμένα μέσα διατήρησης στη ζωή, ένα φάρμακο κατά τής πείνας (άλιμον). Το φύλαγε στην οπλή μιας αγελάδας (Διογ. Λαέρτ. 1.114=Επιμενίδης FGrHist 457 T 1) –  σαν να μην μπορούσαν να το κρατήσουν τα συνηθισμένα δοχεία. 

Το κείμενο ενός ακκαδικού εξορκισμού υπαγορεύει τα εξής: «Γεμίζεις την οπλή μιας αγελάδας με νερό, προσθέτεις πλιγούρι, το χτυπάς με ένα καλάμι προς την κατεύθυνση τού θεού τού ήλιου και το χύνεις εξω: ο νεκρός κρατιέται μακριά» (Ebeling, 1931, 150 αρ. 30 F 35 κ.ε.). Το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό, αλλά η συνταγή είναι σαφώς σχετική. 

Σύμφωνα με το μυθιστόρημα «Αλέξανδρος», το δηλητήριο τού Αντιπάτρου, που προκάλεσε το θάνατο τού Μ. Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα μεταφέρθηκε στην οπλή ενός μουλαριού. (Historia Alexandri Magni, 2.31.3 Kroll. Testamentum Alexandri, R. Merkelbach, Die Quellen des griechischen Alexanderromans, 1977, 254. Παυσ. 8.18.6: Το νερό τής Στυγός μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσα σε οπλή αλόγου).  

Ασκληπιός και Ασγελάτας
Τρία μικρά χάλκινα αγαλματίδια από το ιερό τής Ήρας στη Σάμο αποτελούν την ισχυρότερη μαρτυρία για τις βαβυλωνιακές εισαγωγές στην Ελλάδα όσον αφορά στους δαίμονες νόσων και τους θεράποντες θεούς. 

Δύο από αυτά, που εκδόθηκαν για πρώτη φοοά το 1979, βρέθηκαν από ανασκαφές επιπέδων, που χρονολογούνται τον έβδομο αιώνα (βλ. παρακάτω εικόνα). Τα χάλκινα αυτά αναπαριστούν έναν άνδρα σε στάση προσευχής μαζι με ένα μεγάλο σκύλο. Όπως επιβεβαιώνουν παρόμοια ευρήματα από τη Βαβυλωνία, καθώς επίσης και κείμενα σε σφηνοειδή γραφή, οι μορφές αυτές συνδέονται με τη βαβυλωνιακή θεά τής θεραπείας, Γκούλα τού Ισίν, τη «μεγάλη θεραπεύτρια», Αzugallatu. Στη λατρεία αυτής τής θεάς θυσιάζονταν σκύλοι: μια ολόκληρη σειρά από ενταφιασμούς σκύλων ήρθε στο φως στο ιερό της στο Ισίν.


[photo: Βαβυλωνιακό χάλκινο αγαλματίδιο, «σκύλος και κυνηγέτης», από τη λατρεία τής βαβυλωνιακής θεάς τής θεραπείας, Γκούλα, το οποίο βρέθηκε στο ιερό τής Ήρας στη Σάμο. Ο σκύλος είναι στενά συνδεδεμένος και με τη λατρεία τού Ασκληπιού]


Το γεγονός, ότι διάφορα αγαλματίδια αυτού τού τύπου ήταν αφιερωμένα στην Ήρα τής Σαμου δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση. Είναι πιθανότερο, ότι και η Ήρα προσεγγίζεται ως θεά τής θεραπείας. Η μορφή αυτή βοήθειας ζητούνταν ουσιαστικά από όλους τους θεούς, αλλά κυρίως από τις θεές. Το ερώτημα αν η αφιέρωση των χάλκινων αυτών αγαλματιδίων είχε τη ρίζα της στους εξ Ανατολής εμπόρους, που είχαν φτάσει στη Σάμο ή αν τα είχαν φέρει έλληνες από την Ανατολή, όπως ο αδελφός τού Αλκαίου, Αντιμενίδας, ο οποίος -λίγο αργότερα- υπηρέτησε ως μισθοφόρος στη Βαβυλώνα, δεν μπορεί  να ειπωθεί με σιγουριά. Η έννοια τής αρρώστιας μπορεί εύκολα να κατανοηθεί χωρίς να τίθεται το εμπόδιο των γλωσσικών συνόρων και αν ένα συγκεκριμένο φυλαχτό φαίνεται να είναι αποτελεσματικό, γίνεται αποδεκτό με την ίδια ευκολία.

Αλλά δεν τελειώνει εδώ η ιστορία. Ο εντυπωσιακός ρόλος τού σκύλου στη λατρεία τού βασικού έλληνα θεού τής θεραπείας, Ασκληπιού, μάς ωθεί να ψάξουμε παραπέρα. ‘Ενας σκύλος στεκόταν δίπλα στο χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Ασκληπιού στο ναό του στην Επίδαυρο. Ένα αναθηματικό αναγλυφο από το ίδιο μέρος παρουσιάζει σκύλους δίπλα στους γιους τού Ασκληπιού (Παυσ. 2.27.2, που επιβεβαιώνεται από νομίσματα). 

Ο μύθος λέει, ότι ως παιδί ο Ασκληπιός εκτέθηκε στο όρος Κυνόρτιο, όπου τρεφόταν από ένα θηλυκό σκυλί κι ότι τον βρήκαν κυνηγοί με σκυλιά – κυνηγέται (Απολλόδ., FGHist 244 F 138). Επιπλέον, η πραγματική λατρεία έρχεται στο προσκήνιο με την απαίτηση μιας lex sacra από το ιερό τού Ασκληπιού στον Πειραιά: αναφέρεται, ότι εκείνος, που αναζητά τη θεραπεία, πρέπει να κάνει μια προκαταρκτική θυσία τριών γλυκισμάτων στον Μαλεάτα, στον Απόλλωνα, στον Ερμή, στην Ιασώ, στην Ακεσώ και στην Πανάκεια και τέλος στα «σκυλιά και στους κυνηγέτες», δηλαδή στους κυνηγούς.

Τα σκυλιά αυτά και οι κυνηγέτες μπορούν να εξηγηθούν με αναφορά στο μύθο, αλλά τα χάλκινα από το ιερό τής Ήρας δίνουν μια πολύ πιο άμεση και παραστατική εξήγηση: εδώ βλέπουμε τα σκυλιά και τους κυνηγέτες σε ομοίωμα. Μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε, ότι τέτοιου είδους αγαλματίδια υπήρχαν στο ιερό τού Ασκληπιού στον Πειραιά. Τους φέρονταν με σεβασμό, όπως ακριβώς και στους άλλους θεούς και στις δυνάμεις τής συνοδείας τού  Ασκληπιού, κι έτσι έπαιζαν κι αυτά το ρόλο τους στην τελετουργία. 

Τα σκυλιά  και οι κυνηγέτες ως αποδέκτες μιας προκαταρκτικής θυσίας εμφανίζονται επίσης σε μια χονδροειδή θρησκευτική παρωδία σε ένα απόσπασμα τού κωμικού ποιητή, Πλάτωνα. Αυτό, επομένως, ήταν μια πολύ γνωστή, και κατά κάποιο τρόπον αξιοσημείωτη λεπτομέρεια μιας συγκεκριμένης λατρείας. Γίνεται κατανοητή, μόλις λάβουμε υπ’ όψη μας τα αγάλματα τού ιερού τής ‘Ηρας στη Σάμο: η ύπαρξή τους και μόνο δηλώνει μια ιδιαίτερη συμφωνία Ανατολής-Δύσης στο βασίλειο των θεραπόντων θεών.

Από ένα άλλο μέρος παρακινούμαστε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα, στις μαρτυρίες, που μάς παρέχει η γλωσσολογία. Η Γκούλα, η θεά τής θεραπείας, η αφέντρα των σκυλιών και των κυνηγετών, ονομάζεται στα ακκαδικά Azugallatu, «η μεγάλη ιατρός». Ωστόσο, στην Ανάφη, λατρεύουν τον Απόλλωνα ως Ασγελάτα και τον τιμούν με μια μεγάλη γιορτή, που ονομάζεται Ασγελαία. 

Το όνομα αυτό, που δεν ηχεί ελληνικό, έχει επανειλημμένως τραβήξει την προσοχή ιδιαίτερα λόγω τού ότι δεν ηχεί πολύ διαφορετικά από το όνομα τού γιού τού Απόλλωνα Ασκλαπιός / Ασκληπιός, το οποίο όμως, δεν επιδέχεται εξήγηση.
- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ