Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΟικονομίαΓια ποιο λόγο δημιουργήθηκε το ευρώ

Για ποιο λόγο δημιουργήθηκε το ευρώ

- Advertisement -

Του Harold James

Οι πρόσφατες πολιτικές και ακαδημαϊκές συζητήσεις έχουν ξεκινήσει να επηρεάζουν τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Αλλά πόσο ηχηρή είναι η συμβουλή που δίνουμε; Το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι οι φωνές για ένα υπερκράτος της ευρωζώνης ή της ΕΕ είναι υπερβολικές. Ναι, η ανάπτυξη ενός επαρκούς συστήματος ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας είναι ένα επείγον ζήτημα εάν ελπίζουμε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο που τίθεται από ένα υπεραναπτυγμένο και αδιαφανές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά η έκκληση για ένα υπερκράτος παρανοεί τους λόγους για τους οποίους οι πολιτικοί δημιούργησαν το ευρώ.

Υποστηρίζεται συχνά –ιδίως αλλά όχι μόνο από Αμερικανούς οικονομολόγους- ότι οι ωδίνες του ευρώ αποδεικνύουν ότι είναι απίθανο να υπάρξει νομισματική ένωση ελλείψει μιας πολιτικής ένωσης, και ότι η Ευρώπη υποχρεωτικά εισέρχεται σε μια ομοσπονδοποίηση αμερικανικού τύπου. Ο Thomas Sargent χρησιμοποίησε την ομιλία του για το Βραβείο Νόμπελ ώστε να παροτρύνει τους Ευρωπαίους να ακολουθήσουν το μοντέλο του Alexander Hamilton (2011). Ομοίως, ο Paul de Grauwe προσφάτως έθεσε το ζήτημα πολύ απλά: «Το ευρώ είναι ένα νόμισμα χωρίς χώρα. Για να καταστεί βιώσιμο πρέπει να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή χώρα (2012)».

- Advertisement -

Οι συμβουλές αυτές φαίνονται τρομερά ριζοσπαστικές. Σχεδόν κάθε πολιτικός αρνείται ότι υπάρχει πραγματικό ενδεχόμενο δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού κράτους, και σχεδόν κάθε πολίτης υποχωρεί στην προοπτική αυτή. Η ιδέα ότι οι Ευρωπαίοι απλώς χρειάζονται μια χώρα επειδή τυγχάνει να έχουν ένα νόμισμα, αποτυπώνει την παρεξήγηση σχετικά με τους λόγγους για τους οποίους οι πολιτικοί ξεκίνησαν την οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης.

Γιατί δημιουργήθηκε το ευρώ;
Η δημιουργία του ευρώ οδηγήθηκε ουσιαστικά από δύο ανάγκες:
Την ανάγκη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της διεθνούς νομισματικής τάξης και από την ανάγκη να δοθεί μια απάντηση στις εντάσεις που δημιουργήθηκαν από τα γερμανικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η πρώτη ανάγκη δημιουργήθηκε από τη διάλυση του καθεστώτος των σταθερών αλλά προσαρμόσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το δολάριο (Bretton Woods). Η ευρωπαϊκή νομισματική ολοκλήρωση εμφανίστηκε ως επείγουσα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, καθώς τα προβλήματα του δολαρίου διογκωνόταν, και στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όταν η αμερικανική νομισματική πολιτική υπόκειντο σε μεγάλες πολιτικές πιέσεις και το δολάριο κατέρρευσε.

Η τελική ώθηση για μια ευρωπαϊκή λύση σε ένα παγκόσμια πρόβλημα, έλαβε χώρα σε διαφορετικές συνθήκες. Όταν το δολάριο ήταν στα ύψη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν η αμερικανική μεταποίηση βρισκόταν υπό απειλή και όταν εμφανιζόταν ότι υπήρχε η πιθανότητα μιας σπασμωδικής κίνησης προστατευτισμού, οι υπουργοί Οικονομικών των μεγάλων αναπτυγμένων χωρών πίεσαν για μια συναλλαγματική συμφωνία. Στη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της G7 στο Λούβρο το 1987, οι υπουργοί συμφώνησαν να «κλειδώσουν» τις ισοτιμίες τους σε ένα σύστημα target zones.

Στην πράξη, τίποτα δεν βγήκε από αυτό το παγκόσμιο σχέδιο, αλλά τότε ο Edouard Balladur, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών ο οποίος ήταν εν πολλοίς υπεύθυνος για την πρόταση του Λούβρου, εμφανίστηκε με ένα αυστηρότερο ευρωπαϊκό σχήμα. Όταν ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Hans Dietrich φάνηκε να συμφωνεί, ο Πρόεδρος της Κομισιόν Jacques Delors ζήτησε από τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης να ετοιμάσουν ένα χρονοδιάγραμμα και ένα σχέδιο για τη νομισματική ένωση.

Η δεύτερη ανάγκη για την ευρωπαϊκή νομισματική συνεργασία προέκυψε από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη εξαιτίας των γερμανικών πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ένα πρόβλημα που επανεμφανίστηκε σε διαφορετικές μορφές σε τακτά χρονικά διαστήματα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (και ξανά πάλι στα τέλη της δεκαετίας του 2000).

- Advertisement -

Στην εποχή των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των ελεγχόμενων αγορών κεφαλαίου του Bretton Woods, ακόμη και σχετικά μικρά ελλείμματα δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν και δημιουργούν άμεσες πιέσεις στις αγορές συναλλάγματος. Οι ελλειμματικές χώρες τότε έπρεπε να εισάγουν δημοσιονομικά φρένα. Οι εταίροι της Γερμανίας, κυρίως η Γαλλία, ήλθαν αντιμέτωποι με την προοπτική της λιτότητας και του αποπληθωρισμού προκειμένου να διορθώσουν τα ελλείμματα. Αυτή η εναλλακτική δεν ήταν καθόλου ελκυστική στη γαλλική πολιτική ελίτ, καθώς περιόριζε την ανάπτυξη και εγγυόταν δυσαρέσκεια από το εκλογικό σώμα. Η προτιμώμενη εναλλακτική πολιτική τους ήταν επομένως η γερμανική επέκταση, αλλά αυτή η πορεία δεν ήταν δημοφιλής στο γερμανικό κοινό που ανησυχούσε για την κληρονομιά του πληθωρισμού, και στην οποία αντιτιθόταν η ισχυρή και ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, Deutsche Bundesbank.

Η επίλυση του ζητήματος των γερμανικών ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών στο ευρωπαϊκό σκηνικό, αρχικά εμφανίστηκε ότι απαιτεί κάποιον εξελιγμένο και έξυπνο πολιτικό μηχανισμό που θα υποχρέωνε τους Γάλλους πολιτικούς να εφαρμόσουν περισσότερη λιτότητα από αυτή που θα ήθελαν, και τους Γερμανούς λιγότερη αυστηρότητα στις τιμές από ό,τι είχαν σκεφθεί ότι μπορεί να χρειάζεται. Ένας πολιτικός μηχανισμός ωστόσο, απαιτεί συνεχή διαπραγμάτευση και δημόσια συζήτηση που θα ήταν επώδυνη, με δεδομένες τις πολιτικές επιλογές των δύο χωρών (και αυτών των χωρών που κάθε φορά συντάσσονται με το ένα από τα δύο μεγάλα κράτη). Η νομισματική ένωση ήταν ιδιαίτερα ελκυστική διότι δεν απαιτούσε καμία τέτοια παρατεταμένη πολιτική διαδικασία. Η νομοθετική πολιτική ακολούθησε αυτομάτως, μετά από την απόφαση να υιοθετηθεί ως στόχος η σταθερότητα των τιμών. Η λειτουργία ενός εντελώς αυτόματου μηχανισμού θα περιόριζε την πολιτική συζήτηση, πρωτοβουλία και πολιτική επιλογή.

Αλλά η νομισματική ένωση παρήγαγε ένα αποτέλεσμα που ήταν αναπόφευκτα ελαφρώς μπερδεμένο. Ο Tommaso Padoa-Schioppa, ο Ιταλός οικονομολόγος, εξήγησε στον πρόεδρο της Bundesbank Karl Otto Pohl σε επιστολή του το 1981 ότι: «Ο συνδυασμός της υπεράσπισης της νομισματικής ορθοδοξίας με αυτή του θεσμικού status quo, μπορεί να οδηγήσει σε ήττα αναφορικά τόσο με τη νομισματική σταθερότητα όσο και με την ανεξαρτησία. Το δικό σας νομισματικό σύνταγμα ήταν επίσης επιτυχημένο στη μάχη για τη σταθερότητα. Τώρα είτε θα γίνει το νομισματικό σύνταγμα για την Ευρώπη, είτε θα μολυνθεί από τις αμαρτίες των άλλων. Αυτό είναι, επί τη ευκαιρία, το «γερμανικό πεπρωμένο» (James 2012:193).

Μια ριψοκίνδυνη θεσμική επιλογή
Στην επιλογή των «καθαρών» χρημάτων στη δεκαετία του ’90, χωρίς καμία δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης και απλώς σχεδιασμένη για να πετύχει το στόχο της σταθερότητας των τιμών, οι Ευρωπαίοι αναλαμβάνουν ένα προφανές ρίσκο. Ότι σκοπίμως πορεύονται με βάση μια σύγχρονη και κυρίαρχη σκέψη για τα χρήματα.
Η δημιουργία χρήματος θεωρείται συνήθως ότι είναι το βασικό ενός κράτους. Αυτή ήταν η ευρέως διαδεδομένη θεωρία του 19ου αιώνα, η οποία έφθασε στο απώγειό της με το βιβλίο State Theory of Money, του Georg Friefrich Knapp, ένα βιβλίο που είχε μεγάλη απήχηση. Τα χρήματα μπορούν να εκδοθούν από το κράτος λόγω της ικανότητας της κυβέρνησης να προσδιορίζει τη λογιστική μονάδα στην οποία θα πρέπει να καταβληθούν οι φόροι. Στη Βίβλο, ο Χριστός απαντά περίφημα σε μια ερώτηση σχετικά με την υπακοή στις αρχές, εξετάζοντας ένα ρωμαϊκό νόμισμα με την κεφαλή του Αυγούστου, και λέει στους Φαρισαίους: «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Ο σχεδιασμός του ευρώ το καθιστά αυτό σαφές: σε αντίθεση με τα περισσότερα χαρτονομίσματα και κέρματα, δεν υπάρχει εικόνα του κράτους ή των συμβόλων του –δεν υπάρχει Καίσαρας- στα χρήματα που εκδίδει και διαχειρίζεται η ΕΚΤ.

Ο σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης ήταν απίστευτα νηφάλιος και σχολαστικός. Στις συζητήσεις της ομάδας των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της οποίας προήδρευσε ο Delors στο διάστημα 1988-1989, πριν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, αναδείχθηκαν δύο κύρια ζητήματα:

Πρώτον, η δημοσιονομική πειθαρχία ήταν αναγκαία για τη νομισματική ένωση. Έλαβε χώρα μια κατηγορηματική συζήτηση για το εάν η κεφαλαιαγορά από μόνη της ήταν αρκετή για να πειθαρχεί τους δανειολήπτες και προέκυψε μια συγκλίνουσα άποψη ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αρκετό και ότι χρειαζόταν ένα σύστημα κανόνων. Ο οικονομολόγος της BIS με ισχυρή απήχηση, Alexandre Lamfalussi, μέλος της Επιτροπής Delors, έφερε τα παραδείγματα των ΗΠΑ και του Καναδά, καθώς και ευρωπαϊκά παραδείγματα όπου πόλεις και περιοχές ήταν ανεπαρκώς πειθαρχημένες. Ο ίδιος ο Jacques Delors εκείνη τη στιγμή έθεσε σωστά την προοπτική μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων, στην οποία μία ή δύο χώρες ίσως χρειαζόταν ένα διαφορετικού είδους «συμβόλαιο γάμου».
Η ανάγκη για δημοσιονομική πειθαρχία που προκύπτει από τις δευτερογενείς επιδράσεις των μεγάλων δανειακών αναγκών, είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα αλλά είναι σαφές ότι δεν είναι κάτι που περιορίζεται μόνο στην Ευρώπη. Στις αναδυόμενες αγορές, το πρόβλημα αυτό εντοπίστηκε μετά από την κρίση του 1997-98 στην Ασία, και το πρόβλημα των μεγάλων δημοσιονομικών περιορισμών έγινε κυρίως ένα πρόβλημα του αναπτυγμένου κόσμου, και κυρίως των ΗΠΑ. Μια κατάλληλη απάντηση θα περιλαμβάνει κάποιον δημοκρατικά νομιμοποιημένο μηχανισμό που να περιορίζει τη συσσώρευση χρέους, όπως στην περίπτωση της Ελβετίας (Schuldenbremse) όπου υιοθετήθηκε ένας μηχανισμός ο οποίος υποστηρίχθηκε από το 85% των ψηφοφόρων σε δημοψήφισμα.

Δεύτερον, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών εντόπισαν λάθη στα ευρωπαϊκά σχέδια καθώς ετοιμαζόταν για τη νομισματική ένωση.

Στην αρχική εκδοχή ενός σχεδίου για μια κεντρική τράπεζα που θα διαχειρίζεται μια νομισματική ένωση, η κεντρική τράπεζα θα είχε συνολικές εποπτικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Αυτή η απαίτηση συνάντησε σθεναρή αντίσταση, και κυρίως από τη γερμανική Bundesbank, η οποία ανησυχούσε ότι ένας ρόλος για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα μπορούσε να υπονόμευε την ικανότητα της μελλοντικής κεντρικής τράπεζας να επικεντρωθεί στη σταθερότητα των τιμών, ως τον πρωταρχικό στόχο της νομισματικής πολιτικής. Υπήρξε επίσης γραφειοκρατική αντίσταση από τις ισχύουσες ρυθμιστικές αρχές. Επομένως δεν δόθηκαν ποτέ στην ΕΚΤ συνολικές εποπτικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες και –μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης το 2007-2008- κανένας δεν θεωρούσε ότι αυτό αποτελούσε πρόβλημα.

Συμπεράσματα
Μέχρι τώρα, η έκταση αυτής της πρόκλησης έχει καταστεί σαφής. Η ανάπτυξη ενός επαρκούς συστήματος ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας είναι ένα επείγον ζήτημα εάν ελπίζουμε να αντιμετωπίσουμε την απειλή που τίθεται από ένα αδιαφανές και υπεραναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η ιστορία του ευρώ έχει ευρύτερα μαθήματα: η δημοσιονομική βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα απαιτεί μια κάποιου είδους πολιτικά διαπραγματεύσιμη συμφωνία, και ότι το mega-finance αποτελεί κίνδυνο για τη δημοσιονομική σταθερότητα.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)

 

Πηγή:www.capital.gr

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ