Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΜια συγκλονιστική μαρτυρία από μια Άξια Ελληνίδα που έζησε και πέθανε(στα Σκόπια)...

Μια συγκλονιστική μαρτυρία από μια Άξια Ελληνίδα που έζησε και πέθανε(στα Σκόπια) με τον καημό της Ελλάδος.

- Advertisement -

Αικατερίνη Βίδα: "Υπάρχουν 300.000 Έλληνες στα Σκόπια" έλεγε και ξανέλεγε

Παρασκευή, Φεβρουάριος 26, 2010 – 18:47

 

Η Αικατερίνη Βίδα, εξήντα τεσσάρων ετών, είναι κόρη αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού που κατέφυγε στα Σκόπια έπειτα από μακρόχρονες περιπλανήσεις στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Η οικογένειά της απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια αλλά όχι και την ελληνικότητά της. Ζει και εργάζεται για την Ελλάδα. Είναι έτοιμη να πεθάνει γι' αυτό το ιδανικό, την πατρίδα. Διδάσκει Ελληνικά στην πόλη όπου ζει, το Πρίλεπ (Περλεπέ). Παλαιότερα, είχε φροντιστήριο.

- Advertisement -

Τώρα διδάσκει τη γλώσσα μας στο Ίδρυμα Δουρίοπος (αρχαία ονομασία της πόλης). Εκείνη αλλά και όλοι όσοι αγαπούν την Ελλάδα είναι αντικείμενα διώξεων και διακρίσεων στο γειτονικό κρατίδιο. Ενας από τους λόγους είναι το σκληρό καθεστώς που έχει επιβάλει ο (ελληνικής καταγωγής) Νίκολα Γκρουέφσκι. Ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του καθεστώτος δεν είναι αισθητός μόνο στους ελληνόφρονες πολίτες της χώρας αλλά σε όλους. Η κομματοκρατία είναι ασφυκτική. Οι υψηλότατοι δείκτες ανεργίας και η οικονομική δυσπραγία καθιστούν τον έλεγχο του πληθυσμού ευκολότερο για το κυβερνών κόμμα. Οι εξαρτημένοι και οι φοβισμένοι δεν φωνάζουν πολύ.

Η συνάντηση με την κ. Βίδα έγινε κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής της στην Αθήνα. Επισκέφθηκε ξανά την Ελλάδα, επειδή ψάχνει το δικό της Άγιο Δισκοπότηρο, την ελληνική ιθαγένεια. Εδώ και δεκαετίες αγωνίζεται για να την αποκτήσει. Ιστορικά τη δικαιούται. Νομικά είναι δύσκολο να της αναγνωρίσουν το δικαίωμα. Θεωρεί ότι η απόδοση ιθαγένειας στα άτομα σαν και αυτήν είναι κλειδί για τη λύση των προβλημάτων με τη γειτονική χώρα. «Χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να επιζήσει το κρατίδιο» μας λέει κατηγορηματικά η γενναία δασκάλα. Η αφήγηση των περιπετειών της οικογένειάς της αλλά και της ιδίας είναι συναρπαστική. Θα μπορούσε να αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Ευχή μας είναι αυτό το δραματικό έργο μιας ολόκληρης ζωής να έχει ευτυχή κατάληξη. Ο λόγος ανήκει σε εκείνη.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

 

Με λένε Αικατερίνη Βίδα. Μένω στο Περλεπέ. Η πιο κοντινή πόλη είναι το Μοναστήρι. Απέχει 40 χιλιόμετρα. Μένω εκεί από το 1957. Έζησα περίπου τέσσερα χρόνια στην Τσεχία, σχεδόν έξι στην ΕΣΣΔ. Γεννήθηκα στο χωριό Βαρικό, στον νομό Φλωρίνης. Πάνω από το χωριό μου είναι η Κλεισούρα και το Λέχοβο. Δεν μας έδιωξαν από την Ελλάδα, μόνοι μας φύγαμε. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης, κομμουνιστής. Ο καθένας από τους ξενιτεμένους έχει τη δική του ιστορία. Επειδή πολλοί στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού γνώριζαν ότι ο κομμουνισμός δεν θα νικούσε, φρόντισαν να σωθούν και να σώσουν την οικογένειά τους. Ξέρω πολλούς που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο.

Η οικογένειά μου έφυγε από την Ελλάδα το 1948. Την άνοιξη. Τότε ήμουν δύο ετών μωρό. Ήμασταν τέσσερα αδέλφια. Ο Αργύρης, το μεγαλύτερο απ' όλα τα παιδιά, η Ελεονώρα, εγώ και ο Γιάννης. Πρώτα πήγαμε στην Τσεχία. Μέναμε σε ένα ίδρυμα για τέσσερα χρόνια. Άλλοι αντάρτες έφυγαν το 1949 από την Ελλάδα και πήγαν κατευθείαν στην Τασκένδη. Και οι κομμουνιστές για την Ελλάδα πολέμησαν, αλλά στον χειρότερο δυνατό πόλεμο που μπορεί να υπάρξει, τον Εμφύλιο.

- Advertisement -

Ο θείος μου ήταν στρατιώτης στον Εθνικό Στρατό και πολέμησε εναντίον του πατέρα μου. Αδελφός εναντίον αδελφού! Ο θείος μου, Γιώργος ονομάζεται, ζει ακόμα. Στην Αμερική. Το σπίτι μας το έκαψαν. Η άλλη πλευρά, οι δεξιοί. Και ο θείος μου επιστρέφοντας από τις μάχες δεν είχε πού να μείνει! Και αναρωτιόταν γιατί κάψανε το σπίτι, αφού ανήκε και σ' αυτόν που είχε πολεμήσει για λογαριασμό του κράτους. Χάος και παράνοια ο Εμφύλιος.

Ο πατέρας μου φεύγοντας από την Ελλάδα πίστευε ότι θα επέστρεφε σχεδόν άμεσα. «Μέσα σε έναν χρόνο θα είμαστε πίσω. Για να απελευθερώσουμε την Ελλάδα»! Έτσι έλεγε. Φρούδες ελπίδες. Ομως, επί έναν χρόνο βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης έξω από την Τασκένδη, στο Ουζμπεκιστάν. Εμείς που βρισκόμασταν στην Τσεχία δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε πού βρισκόταν ο πατέρας. Τελικά, τον βρήκαμε μέσω των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Στην Τασκένδη πήγαμε το 1952. Τότε που συναντήσαμε τον πατέρα ήμουν μόλις έξι χρονών, αλλά θυμάμαι τη σκηνή. Ήρθε να μας προϋπαντήσει στον σταθμό βαστώντας ένα μπουκέτο λουλούδια. Αυτή η εικόνα με έχει σημαδέψει. Δεν νομίζω ότι μπορώ να την ξεπεράσω ποτέ. Ο πατέρας μου με αναγνώρισε αμέσως. Με πήρε από το χέρι και με ρώτησε «πού είναι η μαμά σου;». Του έδειξα τη μαμά κι ένιωσα ευτυχισμένη εκείνη τη στιγμή που βρεθήκαμε όλοι ενωμένοι, εκτός από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Αργύρη. Οι Τσέχοι δεν μας τον έδωσαν αμέσως αλλά έπειτα από δύο χρόνια, διότι είχε γραφτεί στο σχολείο. Είχαν νόμο που απαγόρευε ένα παιδί να διακόψει το σχολείο.

Και στην Τασκένδη πάλι δεν ήμασταν όλοι μαζί. Σε άλλο παιδικό σταθμό το ένα παιδί, σε άλλο το άλλο, πάλι είχαμε σκορπίσει. Το 1957 πήγαμε στη Γιουγκοσλαβία. Στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε. Τα σύνορα είχαν κλείσει για εμάς. Πήγαμε στη Γιουγκοσλαβία επειδή ο παππούς μου έμενε στην περιοχή των Σκοπίων. Είχε αλλάξει επίθετο. Από Βίδας το είχε κάνει Βιδόφσκι. Έστειλε ένα γράμμα στον πατέρα μου και έλεγε ότι, αν δεν πηγαίναμε εκεί όπου ζούσε, θα αυτοκτονούσε. Τώρα, όποτε θυμάμαι τα περιστατικά, σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερο να τον αφήναμε να το κάνει. Είναι ντροπή που το λέω, αλλά είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου στη Γιουγκοσλαβία βασανίστηκε πολύ. Κάθε μέρα τον πηγαίνανε στο αστυνομικό τμήμα. Πάντα βρισκόταν κάποιος να πει ψέματα για τον πατέρα μου ότι ήταν «σταλινικός». Αυτή ήταν μια κατηγορία που πάντα έπιανε τόπο στη Γιουγκοσλαβία λόγω της αμοιβαίας καχυποψίας του Τίτο με τη Σοβιετική Ένωση.

ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο βασικός λόγος για τις διώξεις που υπέστη ο πατέρας μου ήταν εθνικός. Εμείς πήγαμε εκεί ως Έλληνες. Δεν καταχωρηθήκαμε. Σκοπιανοί, ψευτομακεδόνες και δεν ξέρω κι εγώ τι. Ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ ο φουκαράς. Στην Ελλάδα δεν τον ήθελαν γιατί ήταν αντάρτης, κομμουνιστής. Στα Σκόπια τον κυνήγησαν επειδή ήταν Έλληνας και δεν προσκύνησε την προπαγάνδα τους. Στο τέλος πέθανε από τον καημό του. Το 1987 έπαθε εγκεφαλικό και υπέκυψε. Κι εγώ δεν τραβάω λίγα. Ξέρετε τι είναι να περπατάς στον δρόμο, να σε βρίζουν, να σε χτυπάνε, να σε φτύνουν; Εκεί όπου μένω εγώ υπάρχουν και καλοί άνθρωποι αλλά και πολύ κακοί. Η δεύτερη κατηγορία, οι κακοί, ενοχλούνται που δηλώνω Ελληνίδα. Τους λέω «γεννήθηκα στην Ελλάδα. Τι να κάνω; Να τη μισήσω; Αν δεν αγαπήσετε την πατρίδα μου, πώς θα αγαπήσω κι εγώ εσάς;». Αυτοί μου λένε «φύγε»! Για να με στεναχωρήσουν συμπληρώνουν: «Και οι Έλληνες δεν σε θέλουνε. Δεν έχεις ελληνική ιθαγένεια. Δεν ανήκεις πουθενά». Γι' αυτό δεν μπορώ να τους πω κάτι πειστικό, αλλά πάντα κάτι βρίσκω.

Είχα φροντιστήριο και δίδασκα Ελληνικά. Τώρα τα διδάσκω στον σύλλογο που έχουμε ιδρύσει, που ονομάζεται Δουρίοπος. Εγώ χαίρομαι που κάνω αυτή τη δουλειά, που μαθαίνω Ελληνικά τα παιδιά. Νιώθω ότι προσφέρω έργο και με γεμίζει συναισθηματικά. Παίρνω σύνταξη δασκάλας. Ενενήντα ευρώ τον μήνα. Τι μπορώ να κάνω με αυτά τα χρήματα; Τίποτα. Τα παιδιά που έρχονται στον σύλλογο για να μάθουν Ελληνικά πληρώνουν δεκαπέντε ευρώ για ολόκληρο τον χρόνο. Τώρα έχω εξήντα μαθητές. Μακάρι να γίνουν περισσότεροι.

Η ΛΥΣΗ

Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα με αυτό το κρατίδιο πρέπει πριν απ' όλα η Ελλάδα να λύσει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί στα παιδιά της. Να τα αναγνωρίσει. Να δώσει ιθαγένεια σε όσους την αξίζουν, τη θέλουν και τη δικαιούνται. Τότε θα καταλαγιάσει και το μίσος που νιώθουν πολλοί για τα κλειστά σύνορα στα οποία σκοντάφτουν εδώ και μισό αιώνα. Είναι δυνατόν η Ελλάδα να δίνει υπηκοότητα στον κάθε περαστικό, σε Αφγανούς, Πακιστανούς, Ινδούς και άλλους που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον Ελληνισμό και να την αρνείται σε όλους εμάς που ζούμε με αυτό το βάρος στην καρδιά; Αν γίνει τούτο το βήμα, τότε η σκοπιανή αντίσταση στη λύση θα καταρρεύσει από τα μέσα. Και αν οι κυβερνώντες των Σκοπίων δεν θελήσουν να κάνουν πίσω στο ζήτημα του ονόματος, τότε διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη του κρατιδίου. Θα πάρει ένα κομμάτι η Αλβανία, ένα η Βουλγαρία και η ιστορία θα τελειώσει.

ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ ΓΚΡΟΥΕΦΣΚΙ

Δεν είναι δημοκρατία αυτό το καθεστώς που κυριαρχεί στα Σκόπια. Δικτατορία είναι. Ελέγχει όλες τις θέσεις εργασίας. Αν δεν είσαι στο κόμμα και δεν έχεις δουλειά, δεν πρόκειται να βρεις. Αν έχεις δουλειά και δεν τους υποστηρίζεις, θα τη χάσεις. Πρέπει να μπεις στο κόμμα και να υπακούς στις εντολές τους. Να κάνεις ό,τι θέλει ο Γκρουέφσκι. Ακόμα και αυτός που έχει το φιλοσκοπιανό κόμμα στην Ελλάδα, αν τολμούσε να μετακομίσει στα Σκόπια, δεν θα την έβγαζε καθαρή. Θα τον είχανε κλείσει σε. ίδρυμα για ψυχικά αρρώστους. Υπάρχει φόβος στη χώρα. Και η μητέρα μου συχνά με καλεί στο τηλέφωνο και μου λέει «μη μιλάς, θα σε σκοτώσουν». Της απαντώ «ας με σκοτώσουν. Δεν είμαι δα και τόσο νέα. Θα ζω για την Ελλάδα κι ας πεθάνω γι' αυτήν. Έτσι κι αλλιώς, όλοι πεθαίνουν κάποτε». Σημειωτέον, ο Γκρουέφσκι είναι Έλληνας στην καταγωγή. Νίκος Γκρούγιος λεγόταν ο παππούς του. Σχολείο τελείωσε στο Πρίλεπ και ήταν μακράν ο χειρότερος μαθητής. Ούτε το Α δεν ήξερε να γράψει. Φίλη μου ήταν δασκάλα του και είχε απελπιστεί με τις επιδόσεις του.

 

«Πικρή διαδικασία να σου σπάει η μύτη πάνω στις κλειστές πόρτες»

Υπάρχουν Ελληνες στα Σκόπια. Πρέπει να ανέρχονται σε 300.000. Ομως, δεν νιώθουν όλοι Ελληνες. Πώς να νιώσουν όταν επί τόσα χρόνια ήταν κλειστά τα σύνορα γι' αυτούς; Το κακό είναι ότι έκλεισαν τα σύνορα και για όσους δήλωσαν Βούλγαροι το 1945 αλλά και για τους κομμουνιστές που έφυγαν το 1949. Μας βάλανε όλους στο ίδιο τσουβάλι. Το 1992 άνοιξαν τα σύνορα και μου έδωσαν την άδεια να έρθω για τρεις ημέρες. Μέσα σε αυτό το τριήμερο έπρεπε να πηγαίνω από το υπουργείο Εξωτερικών στο Εσωτερικών για να μου δώσουν τα δικαιώματά μου, την ιθαγένειά μου. Πικρή διαδικασία να σου σπάει η μύτη πάνω στις κλειστές πόρτες. Δεκαετίες προσπαθώ να πείσω το ελληνικό κράτος ότι είμαι Ελληνίδα. Γέρασα πια, κουράστηκα. Θα πάρουν όλοι οι άλλοι την ιθαγένεια κι εμείς όχι. Και οι Σκοπιανοί να σου λένε «δεν σ' αγαπάνε οι Ελληνες. Δεν σε θέλουν». Εχω φτάσει σε σημείο να λέω ψέματα ότι έχω ελληνική ιθαγένεια. Μένω στο κέντρο του Πρίλεπ, όλοι με γνωρίζουν και είμαι δακτυλοδεικτούμενη. «Αυτή είναι, αυτή!» φωνάζουν εκείνοι που εχθρεύονται την Ελλάδα.

Κανείς από το ελληνικό κράτος δεν έχει ασχοληθεί μαζί μας, αν και είμαστε αρκετοί Έλληνες στην πόλη και στα γύρω χωριά. Ούτε το υπουργείο Εξωτερικών ούτε κάποια άλλη επίσημη αρχή. Υπάρχει ελληνική μειονότητα στα Σκόπια, αλλά ποτέ δεν το λένε. Θα ακούσετε ότι υπάρχουν Αλβανοί, λίγοι Σέρβοι και Τσιγγάνοι. Για Έλληνες δεν θα ακούσετε ποτέ. Θα μπορούσαμε να έχουμε βολευτεί. Θα μπορούσαμε να έχουμε γίνει Ευρωπαίοι πολίτες παίρνοντας βουλγαρικά διαβατήρια, αλλά δεν θέλουμε. Δεν είμαστε Βούλγαροι. Δεν πέσαμε από τον ουρανό, Ελληνες είμαστε και ζητάμε από την πατρίδα να μην μας αρνείται πλέον αυτό το στοιχειώδες.

Τηλεόραση και Μέγας Αλέξανδρος

Δεν παρακολουθώ συστηματικά τα τηλεοπτικά προγράμματα από τα κανάλια των Σκοπίων. Προτιμώ ελληνικά προγράμματα στη δορυφορική. 'Όμως, καμιά φορά μπαίνω στον πειρασμό και τους βλέπω να μιλάνε για τις διμερείς μας σχέσεις και αντιδρώ. Τηλεφωνώ στους υπευθύνους των εκπομπών και τους λέω ότι δεν το έχει η Ελλάδα το πρόβλημα αλλά τα Σκόπια που θέλουν να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι μέλος και των δύο οργανισμών. Επίσης, τους ρωτάω από πότε ανακάλυψαν τον Μέγα Αλέξανδρο. Τώρα τον ανακάλυψαν. Εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου που πέθανε εκατόν πέντε ετών να τραγουδάει το «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα». Και η μητέρα μου που έχει συμπληρώσει τα ογδόντα οκτώ χρόνια θυμάται που τραγουδούσε το «Μακεδονία ξακουστή» στο σχολείο. Η Ελλάδα πάντα τιμούσε τον Αλέξανδρο και τον αναγνώριζε. Οι Σκοπιανοί τον. υιοθέτησαν την τελευταία εικοσαετία. Δεν ξέρουν οι άνθρωποι τι είναι ο Αλέξανδρος, η Μακεδονία, η Θεσσαλονίκη, η Ολυμπιάδα, τίποτα! Εγώ τους τα εξηγώ με τον τρόπο μου στα μαθήματα και προσπαθώ να τους μεταδώσω την ιστορική αλήθεια. Όταν τους μαθαίνω ετυμολογία και την προέλευση πολλών λέξεων της γλώσσας τους, εντυπωσιάζονται με τον αριθμό των ελληνικών λέξεων που χρησιμοποιούν χωρίς να το γνωρίζουν. Ορισμένοι ενοχλούνται. Οι φανατικοί σε αυτή τη χώρα δεν θέλουν ούτε να ακούνε τη λέξη «Ελλάδα». Ένας μαθητής μου με ελληνική καταγωγή από την 'Έδεσσα σταμάτησε τα μαθήματα, όταν του είπα ότι, αν ισχυρίζεται ότι είναι Μακεδόνας, τότε αυτό συνεπάγεται ότι είναι Έλληνας. Οργίστηκε τόσο πολύ όταν το άκουσε, που δεν ξαναπάτησε στο μάθημα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΙΑΚΟΣ

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ