Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΟι πλαστογράφοι της Ιστορίας-Πώς θα αντιμετωπίσουμε την ανθελληνική προπαγάνδα;

Οι πλαστογράφοι της Ιστορίας-Πώς θα αντιμετωπίσουμε την ανθελληνική προπαγάνδα;

- Advertisement -

Να σταθούμε με πυγμή απέναντι στη στοχευμένη προπαγάνδα εναντίον της πατρίδας μας


Οι αλλοδαποί και οι ημεδαποί πλαστογράφοι

Προπαγάνδα και ιστορική πραγματικότητα

 

- Advertisement -

Σε προγενέστερο άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Πρωινή» της 24 Ιουλίου 2017 με τίτλο: [Η κατασκευή του «μακεδονικού έθνους»-Η μεγαλύτερη πολιτιστική απάτη του 20ου αιώνα!] στο οποίο υπογραμμίζονταν  οι πολιτικές προεκτάσεις της ανακάλυψης του εντυπωσιακού μνημείου της Αμφίπολης, είχαμε επισημάνει τις αλχημικές μεθοδεύσεις των πλαστογράφων της ελληνικής ιστορίας για να ερμηνεύσουν, με παραπειστικό τρόπο, τα ιστορικά γεγονότα. Με αφορμή την ερώτηση μιας γαλλίδας αναγνώστριας για την εθνικότητα του Μέγα Αλέξανδρου στην ιστοσελίδα του δημοσιογράφου της «Le Monde» Νικολά Κονστάν «Dans les pas des archéologues», αναφερθήκαμε στις γελοιότητες της «αρχαιοποίησης των Σκοπίων» (antiquisation) με τα τεράστια αγάλματα στην κεντρική πλατεία της πόλης και στη χρησιμοποίηση φαιδρών αποδεικτικών στοιχείων για τη διεκδίκηση της μακεδονικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Τα σχόλια πολλών εξειδικευμένων σε αρχαιολογικά θέματα και υψηλής μόρφωσης αναγνωστών με συμμετοχή, κάποιες φορές, και του διαχειριστή της ιστοσελίδας Ν. Κονστάν, συνεχίστηκαν για μερικές ακόμα εβδομάδες.  Όλοι σχεδόν οι αναγνώστες έμειναν εκστατικοί μπροστά στα εμφανιζόμενα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά κάποιοι αντέδρασαν για το λόγο πως γίνονταν λόγος για αρχαία ελληνικά ευρήματα και όχι για «μακεδονικά». Αυτή η θέση που διατυπώθηκε με διπλωματικό τρόπο από τον αρχιερέα της πολιτικής της «αρχαιοποίησης» των Σκοπίων και αναγνωρισμένο αρχαιοκάπηλο Πάσκο Κούζμαν, διοχετεύτηκε έντεχνα και στα ξένα μέσα ενημέρωσης από φιλοσκοπιανούς δημοσιογράφους και αναγνώστες που σχολίαζαν τα άρθρα. Πάντως, κι’ αυτοί ακόμα που διαστρέβλωναν ενσυνείδητα και για πολιτικούς σκοπούς τα ιστορικά ή αρχαιολογικά γεγονότα φαίνονταν, από τα γραπτά   τους κείμενα, άνθρωποι μεγάλης και εξειδικευμένης εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης.

Μια τέτοια συζήτηση υψηλού επιστημονικού επιπέδου ξεκίνησε στο προαναφερόμενο blog της γαλλικής εφημερίδας, όταν ο δημοσιογράφος της δημοσίευσε, ως συνέχεια των προηγουμένων, ένα άρθρο με τίτλο «ένα μεγαλοπρεπές μωσαϊκό ανακαλύφθηκε στον τάφο της Αμφίπολης». Έγιναν δεκάδες παρεμβάσεις/σχόλια, εννέα από τις οποίες (μερικές μακροσκελείς) από τον υποφαινόμενο. Αφορμή για τη δική μου πρώτη παρέμβαση υπήρξε η προσπάθεια μιας φιλοσκοπιανής αναγνώστριας να θέσει το θέμα των «μακεδονικών αρχαιοτήτων», με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται αυτή την έννοια οι ψευτομακεδόνες. Ένας σχολιαστής της απάντησε «πως δεν  κατασκευάζουμε πολιτισμό και ιστορία κλέβοντάς τους  από άλλους λαούς». Και τότε εμφανίστηκε κάποιος ο οποίος υπέγραφε τα κείμενά του ως ΡΝ που, με τις αναμφισβήτητα πολλές ιστορικές του γνώσεις και τον διαστρεβλωτικό τρόπο παρουσίασής τους, άρχισε να δικαιώνει την πρώτη αναγνώστρια και να «κονιορτοποιεί» τα επιχειρήματα όσων εναντιώθηκαν μαζί της. Ήταν η στιγμή  της δικής μου παρέμβασης.

Σ’ αυτή την πολιτιστική αντιπαράθεση διατυπώθηκαν τα γνωστά επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα και στερεότυπα που στοχεύουν στην αλλοίωση των ιστορικών δεδομένων, αλλά και οι απαντήσεις που πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι Έλληνες για να μπορούν να αποδείξουν τη διαστρέβλωση  των πραγματικών αυτών γεγονότων. Δεν είναι μόνο αυτές οι απαντήσεις που εμφανίζονται σ’ αυτά τα σχόλια και αποδεικνύουν τον απόλυτα ελληνικό χαρακτήρα του μακεδονικού ελληνισμού, αλλά υπάρχουν κι άλλα αναρίθμητα επιχειρήματα από τα κείμενα των ιστορικών της αρχαιότητας και από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Ο ΡΝ, με έναν πραγματικά αριστουργηματικό τρόπο που τον εμφάνιζε «αμερόληπτο» κριτή στο σχολιασμό των εννοιών «Έλληνας» και «Βάρβαρος», έθεσε έμμεσα το θέμα της αντιμετώπισης των Μακεδόνων ως βαρβάρων από τους υπόλοιπους Έλληνες, γενικεύοντας αυτή την αντίληψη. Ένας άλλος αναγνώστης, με αρχαιολογικές γνώσεις υψηλού επιπέδου αναρωτήθηκε, απευθυνόμενος στον ΡΝ, πως είναι δυνατόν να θεωρούνται «βάρβαροι» οι φορείς ενός τόσου μεγάλου πολιτισμού (οι Μακεδόνες), οι οποίοι  χωρίς καμιά αμφιβολία αποδεικνύονται Έλληνες από την απόλυτη ομοιομορφία της κουλτούρας τους (θεοί, γλυπτά, ζωγραφικές παραστάσεις, θέατρα, βιβλιοθήκες, κοινή ελληνική γλώσσα κ.ά.).

Σ’ αυτό το σημείο ο ΡΝ αρχίζει ν’ αποκαλύπτεται με μαεστρία μιλώντας  για «μακεδονική κληρονομιά» που ανήκει σ’ όλους τους «μακεδονικούς λαούς» της περιοχής και όχι μόνο σε κάποιους (!) που από σοβινισμό προσπαθούν να τους ταυτίσουν με τους Έλληνες, «οι οποίοι εμφανίζονται ως οι μοναδικοί κληρονόμοι όλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Στο σημείο αυτό αποφάσισα να παρέμβω και ο χώρος των σχολίων μετατράπηκε σε χώρο μιας «πολιτιστικής μονομαχίας». Οι υπόλοιποι σχολιαστές αποσύρθηκαν και δεν έλαβαν καμιά θέση σ’ αυτή τη διαμάχη. Είναι όμως  φανερό πως όλοι σχεδόν οι αναγνώστες είχαν τη δυνατότητα ν’ αξιολογήσουν τα προβαλλόμενα επιχειρήματα.

- Advertisement -

Θα χρειάζονταν ίσως μία ή δυο δεκάδες σελίδων για να μεταφρασθούν τα επίμαχα κείμενα και γι’ αυτό θα αρκεστούμε στα ουσιωδέστερα σημεία. Απάντησα στον ΡΝ πως για να διασαφηνιστεί η εθνικότητα του Μεγαλέξανδρου αλλά και όλων των Μακεδόνων, θα πρέπει να συζητήσουμε με βάση επιστημονικά και όχι  πολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα, Ποια είναι αυτά;  Αναφέρθηκαν με λεπτομερή ανάπτυξη κι επεξηγήσεις η θρησκεία, η γλώσσα, οι ολυμπιακοί αγώνες, τα ελληνικά ονόματα, τα μνημεία, οι τάφοι, τα αγάλματα, τα νομίσματα, τα επιγράμματα  κλπ. αλλά και οι γεωπολιτικοί λόγοι όταν ο Στάλιν και ο Τίτο αποφάσισαν, το 1945, να «κατασκευάσουν μακεδονικό έθνος». Τέθηκε επίσης το ερώτημα: Αν ο Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας, τα ελληνικά κράτη/πόλεις θα ανέθεταν με σχεδόν παμψηφία (με εξαίρεση τη Σπάρτη) στο συνέδριο της Κορίνθου την αρχιστρατηγία του πανελλήνιου εκστρατευτικού σώματος σε έναν ξένο; Υπάρχει κάποιο παρόμοιο παράδειγμα στην αρχαία αλλά και στη νεότερη παγκόσμια ιστορία;

Η αντιπαράθεση με τον ΡΝ συνεχίστηκε και για άλλα θέματα. Του τονίστηκε, εκτός από την αρχαιολογική και η πνευματική πολιτιστική πλευρά στην πορεία του μακεδονικού ελληνισμού, η οποία εμφανώς δεν ήταν εξέλιξη «βαρβάρων». Στη Μακεδονία συγκεντρώθηκαν, κατά καιρούς, διάσημοι ζωγράφοι, γλύπτες ή άνθρωποι του πνεύματος (π.χ. Ζεύξις, Λύσιππος, Αριστοτέλης). Ο Ευριπίδης έγραψε τρία έργα του στη Μακεδονία (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Βάκχες και Αρχέλαος) τα οποία πρωτοπαίχθηκαν σε μακεδονικά θέατρα. Έγινε υπόμνηση στον ΡΝ πως η συμμετοχή των Μακεδόνων στους ολυμπιακούς αγώνες αρχίζει από τον 5ο π.Χ. αιώνα (Αλέξανδρος Α’) και συνεχίζει με το Φίλιππο Β’ και χωρίς διακοπές όλους τους προρωμαϊκούς χρόνους (π.χ. νίκη του σταδιοδρόμου Δαμασία από την Αμφίπολη, νίκη  των αλόγων της Βελιστίχης από την Πιερία σε δυο ολυμπιάδες κ.ά) και του ζητήθηκε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία από τους Σλάβους, τα οποία να φανερώνουν μια οποιαδήποτε πολιτιστική τους συγγένεια με τους Μακεδόνες. Του ζήτησα έστω μόνο ένα μικρό αλλά αξιόπιστο ιστορικό ή αρχαιολογικό δείγμα αυτής της υποθετικής πολιτιστικής συγγένειας. 

Ο ΡΝ δεν απάντησε στα ερωτήματα που τέθηκαν αλλά με τη γνωστή σοφιστική τακτική έθεσε άλλα θέματα προσπαθώντας, κυρίως, να αποδείξει πως οι σημερινοί Έλληνες που με «φασιστικό εθνικισμό» επιδιώκουν να αναδειχθούν σε αποκλειστικούς κληρονόμους των αρχαίων Ελλήνων, είναι απόγονοι των Σλάβων. Αφού πρώτα υπογράμμισε πως και ο ρήτορας Δημοσθένης θεωρούσε τους Μακεδόνες βάρβαρους, με πονηριά δεν αναφέρθηκε στη θεωρία του Φαλμεράιερ για τους Σλάβους της Πελοποννήσου αλλά στο βιβλίο μιας ελληνίδας καθηγήτριας στο παρισινό πανεπιστήμιο της Σορβόννης (κάποιας Άννας Αβραμέα). Επικαλέστηκε ελληνικές μαρτυρίες για ν’ αποδείξει την μη ελληνικότητα των Μακεδόνων και τη «σλαβοποίηση» του ελληνικού έθνους. Πριν αναφερθούμε στις απαντήσεις που του δόθηκαν κι αναγκάστηκε να διολισθήσει, σύμφωνα με την τακτική των φιλοσκοπιανών, σε άλλο θέμα (της δήθεν επίσημης συμμετοχής και των Ρωμαίων στους ολυμπιακούς αγώνες, πριν από την κατάκτηση από αυτούς όλης της Ελλάδας), είναι χρήσιμο να επισημάνουμε την πρακτική αυτών που πλαστογραφούν την ελληνική ιστορία, στο να αναζητούν «ελληνικές πηγές» που στηρίζουν τα επιχειρήματά τους. Είναι, σχεδόν πάντα τα κείμενα του Δημοσθένη και οι «δήθεν προοδευτικές θεωρίες» κάποιων νεοελλήνων ψευτοφιλοσόφων που, ως καθηγητές ή διανοούμενοι (συνήθως κρατικοδίαιτοι και αδρά αμειβόμενοι είτε απευθείας από τα κρατικά ταμεία, είτε μέσω Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, είτε από κάποιους σκοτεινούς και ύποπτων διασυνδέσεων «φιλίστορες» κερδοσκόπους, σαν τον Τζορτζ Σόρος), ανταγωνίζονται μεταξύ τους για ν’ αποδείξουν πως δεν έχουμε καμιά σχέση  με τους αρχαίους Έλληνες και την πολιτιστική τους κληρονομιά, «αλλά είμαστε δημιούργημα της φαντασίας των ευρωπαίων ρομαντικών διανοουμένων». Πρόκειται για ελληνοποιημένη εκδοχή της θεωρίας του Φαλμεράιερ, ο οποίος απέδιδε αυτή τη ρομαντική αντίληψη σε μια «κλασική τοξικότητα». Όπως εξηγήθηκε στον ΡΝ ο Φαλμεράιερ με τη θεωρία του αποσκοπούσε, ως φανατικός βαβαροαυστριακός και οπαδός του Μέτερνιχ, να ανακόψει το τεράστιο φιλελληνικό ρεύμα που σάρωνε την Ευρώπη κατά την ελληνική επανάσταση του 1821. Αν η θεωρία του ήταν σωστή τότε οι Γερμανοί και οι Ούγγροι θα θεωρούνταν απόγονοι του Αττίλα, οι Ισπανοί των Αράβων (των Μαυριτανών) και οι Γάλλοι των Ρωμαίων  ή κάποιων γερμανικών φυλών. Όμως, τι κρύβεται πίσω από την δήθεν κουλτουριάρικη εκδοχή αυτής της θεωρίας από διανοούμενους Έλληνες; Σε τι αποβλέπει; Ποιοί ωφελούνται; Είναι γνωστό πως όχι μόνο ο Παπαρηγόπουλος απέδειξε την έλλειψη επιχειρημάτων, αλλά και άλλοι ιστορικοί, όπως ο σλοβένος Ζ. Κόπιταρ και οι γερμανοί Ζ. Ζινκάϊζεν και Καρλ Χοπφ αντέκρουσαν τον Φαλμεράιερ αποδεικνύοντας τον αβάσιμο και ρατσιστικό χαρακτήρα των επιδιώξεών του.

Στον διεθνή πολιτικό στίβο κυριαρχούν τα συμφέροντα, οι γεωπολιτικοί στόχοι και οι συνεχώς εναλλασσόμενες ανακατατάξεις που δημιουργούν νέες συμμαχίες ή εχθρότητες. Δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι, ούτε μόνιμοι εχθροί. Οι συγκρούσεις είναι ανελέητες και χωρίς ηθικούς φραγμούς. Οι άνθρωποι είναι απλοί αριθμοί που θυσιάζονται χωρίς συναισθηματισμούς. Τα επιχειρήματα όσων θέλουν να πλήξουν τα ευρύτερα ελληνικά συμφέροντα (οικονομικά, γεωστρατηγικά, πολιτιστικά κ.ά.) είναι πιο αποτελεσματικά όταν προέρχονται «από ελληνικές πηγές». Ας μας επιτραπεί, γι’ αυτή τη διαπίστωση, μια παρέκβαση από το κυρίως θέμα μας με την παράθεση ενός απλού παραδείγματος.

Μετά την μεγάλη οικονομική κρίση από την πτώχευση της τράπεζας Λίμαν Μπράδερς και κυρίως από το 2010 ως το 2013 υπήρχε μια ενορχηστρωμένη παγκόσμια δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων. Πολλοί εδώ στην πατρίδα μας δεν αντιλήφθηκαν την έκταση και τη μεθοδευμένη οργάνωση αυτής της εκστρατείας για να συναινέσει η  χώρα μας στην «άνευ όρων υποταγή στις απαιτήσεις των κερδοσκόπων». Οι απόδημοι συμπατριώτες μας που πάντα τονίζουν με περηφάνια την καταγωγή τους, σήκωσαν το βάρος αυτής της καλοσχεδιασμένης προπαγάνδας με βαρείς χαρακτηρισμούς για όλους τους Έλληνες. Όσοι μπορούσαν να διαβάσουν τον ξένο τύπο, έβλεπαν καθημερινά άρθρα να γράφουν για τους «απατεώνες και παλιοκλέφτες Έλληνες». Ο υποφαινόμενος διάβασε σε μεγάλη οικονομική γαλλική εφημερίδα την προτροπή ενός σχολιαστή «να διώξουν επιτέλους αυτή τη χώρα των αιώνιων  απατεώνων από την ΕΕ για να ξεβρομίσει η Ευρώπη», ενώ στη Γερμανία η Bild σε καθημερινά άρθρα της σκιαγραφούσε με μελανά χρώματα «την τυχοδιωκτική προσωπικότητα του αρχικλέφτη, σπάταλου και τεμπέλη Έλληνα που έμαθε  να ζει εις βάρος των Ευρωπαίων». Κι’ όλα αυτά την ώρα που οι Γερμανοί είχαν κέρδη από τους τοκογλυφικούς τόκους του πρώτου μνημονίου για τη «βοήθεια σωτηρίας της Ελλάδας» (έτσι ονομάζουν σήμερα τα έντοκα δάνεια οι επιτήδειοι για τους αφελείς και ανίδεους), οι οποίοι άγγιζαν το 6 ως 7%, ενώ οι ίδιοι είχαν σχεδόν μηδενικό επιτόκιο δανεισμού.

Αυτή την κατάλληλη στιγμή  που η έννοια του «Έλληνα» είχε ταυτισθεί σκόπιμα με ότι χειρότερο θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, ο γαλλικός εκδοτικός οίκος Payot κυκλοφόρησε το βιβλίο ενός γνωστού για τις αιρετικές απόψεις του έλληνα διαφημιστή και συγγραφέα (πολλοί ξένοι τον προσφωνούν ως φιλόσοφο!), στο οποίο διεκτραγωδούσε «τη δυστυχία του» που γεννήθηκε Έλληνας. (στα γαλ. «Du malheur d‘être Grec», Μάρτης 2012). Στο προλογικό σημείωμα του εκδότη διευκρινίζεται πως ο τίτλος του βιβλίου θα «είναι στο εξής μια τρέχουσα έκφραση» (est désormais une expression courante) και ότι με την «αποδόμηση της (εθνικής) ελληνικής ταυτότητας (déconstruction de l’identité grecque)» που επιδίωκε ο συγγραφέας, αντιμετωπίστηκε στη χώρα του εχθρικά. Στο σημείωμα επίσης δίνονταν κάποια συνοπτικά σημεία του κειμένου όπως, π.χ. ότι ο Έλληνας δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και ζει σπάταλα δυο φορές πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες, ότι υπόσχεται τρεις φορές περισσότερα από αυτά που μπορεί να εκπληρώσει και ότι βεβαιώνει πως γνωρίζει τέσσερις φορές περισσότερα από αυτά που πραγματικά γνωρίζει. Με λίγα λόγια ο έλληνας συγγραφέας σκιαγράφησε το πορτρέτο του τέλειου σπάταλου και καραγκιόζη (όπως λέει σ’ άλλο σημείο) έλληνα απατεώνα, ο οποίος δεν έχει δήθεν πολιτιστικά καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες λόγω της επιμειξίας του με άλλους βαλκανικούς λαούς. Ο γάλλος εκδότης συμπληρώνει τα συμπεράσματά του προτείνοντας στους αναγνώστες «να μελετήσουν το βιβλίο πριν επισκεφθούν τον Παρθενώνα». Να μια νέα εκδοχή της θεωρίας Φαλμεράιερ. Οι επισκέπτες της Ακρόπολης, ενημερωμένοι από το βιβλίο ενός Έλληνα, θα γνωρίζουν πως τα αριστουργήματα που βλέπουν δεν έχουν καμιά σχέση με τους «σύγχρονους καραγκιόζηδες κι απατεώνες Έλληνες», όπως επιβεβαιώνει ένας διακεκριμένος έλληνας συγγραφέας και φιλόσοφος(!!!).

Εκτός από κάποια κείμενά αυτού του έλληνα συγγραφέα, που όποιος τα διαβάσει νομίζει πως αποτελούν πιστή αντιγραφή των κειμένων του Φαλμεράιερ, είναι και η πολύχρονη συμπαράστασή του στους ψευτομακεδόνες «για ν’ αποκτήσουν την εθνική τους μακεδονική ταυτότητα» (ενώ αποδομεί την ελληνική) και συνεχίζει να προκαλεί την πολυπληθή θρησκευόμενη μερίδα του ελληνικού λαού, δηλώνοντας πως είναι σπατάλη να ξοδεύονται χρήματα από τα κρατικά ταμεία για την αεροπορική μεταφορά «του ψεύτικου Αγίου Φωτός» από την Ιερουσαλήμ στην Αθήνα. Οι σκοπιανοί τον «θαυμάζουν» και τον χαρακτηρίζουν «αντι-Έλληνα», ιδίως μετά τα άρθρα του «για τον ελληνικό υπερεθνικισμό που εμποδίζει τους Μακεδόνες (δηλαδή τους Σκοπιανούς)  να βρουν την εθνική τους ταυτότητα». Και δεν είναι ο μόνος. Στο λήμμα «ελληνικός εθνικισμός», χρησιμοποιούνται βιβλία ελλήνων «αμερόληπτων» καθηγητών ή ιστορικών για να «αποδειχθεί» πόσο επικίνδυνοι «φασιστοεθνικιστές» είναι οι Έλληνες, οι οποίοι  εφαρμόζουν επεκτατική πολιτική στα Βαλκάνια και στην Κύπρο. Μερικές φορές κάποιες καταστάσεις ή γεγονότα φαίνονται ανεξήγητα γι’ αυτούς τους «αμερόληπτους και προοδευτικούς Έλληνες». Αν όμως γίνει συστηματική παρατήρηση και έρευνα  στον τρόπο και τόπο εκπαίδευσής τους, στην εξελικτική πορεία της επαγγελματικής καριέρας τους και στις πηγές των εισοδημάτων τους, συνήθως αποκαλύπτονται τα σκοτεινά και βρομερά κίνητρα. Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι, για μια έδρα σε ξένο πανεπιστήμιο ή άλλα επαγγελματικά οφέλη, είναι ικανοί να πουλήσουν, σαν το Φάουστ, και την ψυχή τους στο διάβολο. Μετά από αυτή την κατατοπιστική παρένθεση κατανοούμε ευκολότερα γιατί ο ΡΝ παράθεσε επιχειρήματα από Έλληνες «διανοούμενους», αφού ο λόγος τους γίνεται αναμφισβήτητα πιο πειστικός.

Κοινή είναι η διαπίστωση πως όσο οι Έλληνες σωπαίνουν και δεν αντιμετωπίζουν με επιστημονικά επιχειρήματα τους πλαστογράφους της ελληνικής ιστορίας, τόσο αυτοί θα σημειώνουν επιτυχίες στη διεθνή διπλωματική και πολιτική σκηνή πολιτικοποιώντας την επιχειρηματολογία τους. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα η οποία ήταν απούσα από τις μεγάλες πολιτιστικές εξελίξεις που συντελούνταν στην Ευρώπη την εποχή της Αναγέννησης, όταν αυτή ήταν υποταγμένη (για 5 σχεδόν αιώνες) στις απαιτήσεις μιας εντελώς διαφορετικής οθωμανικής κουλτούρας. Όμως, η αρχαιοελληνική της κληρονομιά διατηρήθηκε και αναδείχθηκε πριν και μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, με βασικό συστατικό διατήρησης τη γλώσσα, αυτή την πλούσια και πανάρχαια γλώσσα που, κατά τον Ελύτη, «μου έδωσαν ελληνική».  Αυτή η βαριά κληρονομιά είναι η αιτία που λαοί, μικροί ή μεγάλοι, χωρίς ιστορία και χωρίς μακροχρόνια πολιτιστική παράδοση, έχουν μετατραπεί σε «πολιτιστικούς της εχθρούς», οι οποίοι επιδιώκουν αυτή την κληρονομιά να την «μεταβιβάσουν με σοφιστείες σε άλλα έθνη που δεν έχουν κανέναν πολιτιστικό δεσμό με την Ελλάδα και τους Έλληνες». Γι’ αυτό και τονίστηκε και στον ΡΝ η γνωστή ρήση του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Φρ. Νίτσε, την οποία διατύπωσε στο έργο του «Η γέννηση της Φιλοσοφίας (στα χρόνια της ελληνικής τραγωδίας)», πως «πολλοί επιδίωξαν να εξαφανίσουν τους Έλληνες, αλλά κανένας δεν βρήκε το δηλητήριο που θα τους εξολοθρεύσει». Ο απλός και θυμόσοφος ελληνικός λαός διατύπωσε με απλούστερα λόγια τη ρήση του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου. Το λέει και το τραγουδά πως «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», παρά τα μεγάλα (και κάποιες φορές εγκληματικά) σφάλματα της πολιτικής και πνευματικής του ηγεσίας.

 

Σωκρ. Β. Σίσκος

29-7-2017

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ