Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΗ βία και η θεωρία "των άκρων": Θύματα και θύτες

Η βία και η θεωρία “των άκρων”: Θύματα και θύτες

- Advertisement -

Μια διαφορετική ανάλυση χωρίς εύκολες απαντήσεις και ευχολόγια

Για τα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού: εσύ πόσες φορές καταδίκασες τη βία σήμερα;

Του Δημήτρη Μανωλίδη

Η 23η Αυγούστου είναι η ευρωπαϊκή μέρα μνήμης αφιερωμένη στα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού. Η ημέρα επιλέχτηκε λέει γιατί 23 Αυγούστου υπεγράφη το σύμφωνο μη επίθεσης ανάμεσα σε Σοβιετική Ένωση και Γερμανία το 1939 (σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ κι επίσημα: Γερμανοσοβιετική Συνθήκη). Έτσι λοιπόν δόθηκε η ευκαιρία σε όλους τους πολίτες της πιο δημοκρατικής από ποτέ ευρώπης να καταδικάσουν τη βία. Φυσικά τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, κι όχι a la carte!
Το σχήμα της καταδίκης-της-βίας-απ’όπου-κι-αν-προέρχεται πηγάζει απ την περίφημη θεωρία των δύο άκρων. Της θεωρίας εκείνης που ταυτίζει την κομμουνιστική και ριζοσπαστική αριστερά με την ακροδεξιά, το ναζισμό και το φασισμό. Οι θιασώτες της βασίζονται αφ΄ενός στην “ιστορία” κι αφ’ ετέρου στους στόχους και τα μέσα που ο κάθε χώρος χρησιμοποιεί ή έστω επικαλείται, τα οποία κι έχουν το στοιχείο της βίας.
H μαμά Ρωσία και η ιστορία μέσα από τα “φιλελεύθερα” γυαλιά
Ιστορικά λοιπόν ταυτίζουν τον υπαρκτό σοσιαλισμό με τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία. Τα ταυτίζουν από την άποψη ότι α) ήταν ολοκληρωτικά/αντιδημοκρατικά και β) πολύνεκρα πολιτεύματα. Και τονίζω το πολιτεύματα γιατί τα συγκρίνουν ως τέτοια, κρύβοντας κάτω απ το χαλί ότι στη μια περίπτωση έχουμε την απόπειρα κι ως ένα σημείο την επίτευξη της κατάλυσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό: ένα όραμα με στόχο μια ελεύθερη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση κι ανισότητα. Αντίθετα στην άλλη περίπτωση έχουμε την πιο ακραία κι επικίνδυνη μορφή καπιταλισμού: την περίπτωση εκείνη που μια δύναμη (ένα πρόσωπο, ένα κόμμα, ο στρατός) αναλαμβάνει την εξουσία διασφαλίζοντας τη διατήρηση του κοινωνικοοικονομικού status quo. Το δεύτερο λοιπόν ιστορικά γεννήθηκε ως αντίδραση στο πρώτο ή σε αντίστοιχες απόπειρες λόγω της ανόδου των κομμουνιστικών κι εργατικών κινημάτων. Ο αντι-κομμουνιστικός λόγος του Χίτλερ όσο και του Μουσολίνι είναι γεγονός. Ότι ανέβηκαν στην εξουσία μόνο όταν εξασφάλισαν την υποστήριξη των αστικών τους τάξεων είναι επίσης γεγονός.
Σίγουρα στον υπαρκτό σοσιαλισμό δεν ήταν όλα ρόδινα. Αυτό ομως δεν οφείλεται (μόνο) σε εγγενείς αντιφάσεις του σοσιαλισμού αλλά στο πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η οκτωβριανή επανάσταση. Το ότι η Ρωσία ήταν μια πελώρια μα υπανάπτυκτη χώρα, καθυστερημένη οικονομικά σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη.
Το ότι απ’ το 1910 μέχρι το 1923 ο ρωσικό λαός είχε να αντιμετωπίσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, δύο επαναστάσεις, μια απόπειρα επιβολής δικτατορίας, έναν πενταετή κι άγριο εμφύλιο και την επέμβαση δεκάδων κρατών με στόχο την παλινόρθωση (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κατά το “δουλειά δεν είχε ο διάολος” που λέει κι ο λαός).
Το ότι η ρώσικη επανάσταση σε συνδυασμό με τις συνθήκες του πολέμου πυροδότησαν κι άλλες εξεγέρσεις και συναφή γεγονότα οι οποίες όμως απέτυχαν.
Όλα αυτά οδήγησαν τη σοβιετική ένωση σε μια κατάσταση περικύκλωσης από εχθρικά κράτη με αποτέλεσμα την οικονομική απομόνωση και τη συνεχή πολεμική επαγρύπνηση (υπέρογκες δυνάμεις για εξοπλισμούς αντί για αγαθά). Η ταχεία ανάκαμψη και κυρίως εκβιομηχάνιση ήταν μονόδρομος με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Υπήρχε πολύ χαμένο έδαφος που έπρεπε να καλυφθεί…
Σε αυτήν την κατάσταση το νέο καθεστώς γεννήθηκε σε μια διαρκή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Πράγματι δεν χωρούσε πολλή δημοκρατία σε συνθήκες φτώχειας, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, εμφυλίου πολέμου σε μια αχανή χώρα. Όταν λοιπόν μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να εξομαλύνει την κατάσταση στην οικονομία και την κοινωνία της και να είναι πλέον σε θέση να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ήταν πια αργά. Μια νέα γραφειοκρατία δομήθηκε κι έτσι ένα νέο τείχος χώρισε τη σοσιαλιστική (;) κοινωνία: η νομενκλατούρα απ τη μία που διοικούσε και απολάμβανε ειδικά προνόμια και οι υπόλοιποι απ την άλλη, με ότι αυτό σήμαινε ως προς την ανελευθερία και την ανισότητα.
Έχει ειπωθεί ότι δεν θα ήταν άδικο να πούμε ότι ο 20ος αιώνας διήρκησε λιγότερο από τους υπόλοιπους, και πιο συγκεκριμένα απ το 1917 ως το 1991 (όσο δηλαδή και η σοβιετική ένωση). Ακόμα λοιπόν κι αν η “έφοδος στον ουρανό” δεν σήμανε την είσοδο στον παράδεισο δεν πρέπει να υποτιμούμε το ρόλο που το εγχείρημα αυτό έπαιξε στην παγκόσμια ιστορία. Γιατί η ιστορία δεν χωράει συναισθηματισμούς. Ιστορία είναι απλώς γεγονότα. Το θέμα είναι αντικειμενικά τί σηματοδότησαν αυτά.
-Η Σοβιετική Ένωση λοιπόν με τα χίλια στραβά της ήταν το μόνο σύστημα το οποίο διασφάλισε στους πολίτες του δωρεάν πρόσβαση σε αγαθά όπως η τροφή, εκπαίδευση, στέγαση κι άλλα απαραίτητα.
-Ήταν το αντίπαλο δέος χάρις στο οποίο οφείλονται οι περισσότερες παραχωρήσεις της αστικής τάξης στη δύση το 1945-1980 και η ευδαιμονία των χωρών όπως η Δυτική Γερμανία ή οι χώρες της Σκανδιναβίας.
-Ήταν το σημαντικότερο κοινωνικό εγχείρημα που έχει συμβεί για το οποίο ούτε μια σοβαρή επιστημονική ανάλυση δεν έχει υπάρξει.
-Και φυσικά ήταν το μόνο ανάχωμα απέναντι στην επέλαση των ναζί. Όχι μόνο θυσιάστηκαν εκατομμύρια απο σοβιετικούς αλλά πέτυχαν κιόλας την επιτυχή άμυνα και την αντεπίθεση που οδήγησε στην προέλαση του σοβιετικού στρατού μέχρι το Βερολίνο.
Αυτό λοιπόν οι ανιστόρητοι φίλοι μας το ταυτίζουν με το καρκινωμα του ναζισμού και του φασισμού. Και είναι βαθιά ιδεολογικό ζήτημα το γεγονός ότι ενώ δίνουμε στον καπιταλισμό συνεχώς νέες ευκαιρίες με την ανοχή ή την αποδοχή μας, καταδικάζουμε το σοσιαλισμό ως αποτυχία με μόλις μια απόπειρα. Στον καπιταλισμό που αποτυγχάνει εδώ και 3 αιώνες κάθε μέρα: καταδικάζοντας τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού σε φτώχεια, πείνα κι εξαθλίωση.
Ποιός δεν καταδίκασε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται; 
Πράγματι ένα βασικό χαρακτηριστικό που μπορεί να έχει ένα κομμουνιστικό κόμμα ή κίνημα είναι ο στόχος της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων και δομών με την επανάσταση. Αυτό λοιπόν ταυτίζεται από τους θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων με τη βία που ασκούν εν είδει εγκληματικής ή παρακρατικής οργάνωσης τα κατά τόπους νεοναζιστικά μορφώματα.
Με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για τη βία που ασκεί ο οργανωμένος σε κόμμα λαός απέναντι στο 1% του πληθυσμού που κατά κανόνα εκμεταλλεύεται και κατακλέβει τους υπολοίπους με στόχο να θεμελιώσει μια δίκαιη κι ανθρώπινη κοινωνία. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για μπράβους (με ή χωρίς εισαγωγικά) που τα παίρνουν από έχοντες οικονομική ή πολιτική εξουσία για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, για τύπους που τα βάζουνε μόνο με όποιον τους παίρνει δηλαδή το μετανάστη, τον εργάτη, τον ομοφυλόφιλο. Όπως άλλωστε έχει ειπωθεί πολύ σωστά στη μια περίπτωση μιλάμε για τη δικτατορία του λαού εις βάρος της αστικής τάξης και στην άλλη της αστικής τάξης εις βάρος του λαού στη χειρότερή της μορφή. Έχουμε διαφορά λοιπόν και ως προς το σκοπό αλλά και ως προς τις πρακτικές. Καθώς ένα κομμουνιστικό κίνημα δεν θα τα βάζει με όσους είναι στο μπόι του ή τους πιο αδύναμους και δεν θα είναι ουραγός της εξουσίας, αντίθετα θα τα βάζει με την ίδια την εξουσία. Όλα αυτά θα ήταν πιθανώς διαφορετικά από αξιολογική άποψη αν επρόκειτο για απλά μια κατάσταση εξαίρεσης εν μέσω γενικής κοινωνικής ειρήνης.
Η ίδια όμως η ανάλυση της πραγματικότητας με βάση την πάλη των τάξεων μας διδάσκει: η ιστορία προχωρά και η κοινωνία εξελίσσεται καθώς κοινωνικές τάξεις αντιμάχονται για τη νομή του κοινωνικού πλεονάσματος και την εξουσία. Αυτό δεν γίνεται απαραίτητα με οδοφράγματα παρά αποτελεί μια καταστατική σύγκρουση που συμβαίνει με μέσα που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Κι εδώ οδηγούμαστε στο επίσης μεγάλο κεφάλαιο που έχει να κάνει με το τί είναι βία και τί όχι. Γιατί την ίδια στιγμή που οι θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων εγκαλούν την αριστερά για απεργίες ή για ρητορική ανατροπής, συμβαίνει να είναι υποστηρικτές αυτού που λέμε ακραίου κέντρου: της πολιτικής εκείνης δύναμης που μοιράζεται τη φιλελεύθερη αντίληψη σε ιδεολογικό επίπεδο και τη νεοφιλελεύθερη δήθεν εκσυγχρονιστική σε οικονομικό (σύγχρονη κεντροδεξιά και κεντροαριστερά που εναλλάσσονται στις κυβερνήσεις). Το ακραίο λοιπόν κέντρο μάλλον δεν έχει πρόβλημα με τη βία γιατί είναι αυτό που με τις πολιτικές του έχει στείλει λαούς ολόκληρους στα τάρταρα και εκατομμύρια κόσμου στην φτώχεια, την απόγνωση και εξαθλίωση. Αυτό είναι επίσης βία. Είναι κακή; Από μόνη της ;όχι.
Η βία είναι μέσο: όπως ένα μαχαίρι που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις είτε για να φας είτε για να σκοτώσεις ή η ατομική ενέργεια, που μπορεί να σκοτώσει εκατομμύρια ή να παρέχει ρεύμα σε μια πόλη. Το ζήτημα είναι ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται.
Βέβαια οι φιλελεύθεροι (με την ιδεολογικη έννοια το τονίζω) του ακραίου κέντρου μας κουνάνε το δάχτυλο και μας λένε πως δεν υπάρχει καλή και κακή βία από μόνη της, κάτι τόσο ασυνεπές λογικά που καταλήγει στο ότι το μέσο καθορίζει το σκοπό ακόμα κι αν το μέσο δεν μπορεί να αξιολογηθεί (γιατί είναι κακό ένα μαχαίρι από μόνο του;). Αυτό όμως σαν λογική οδηγεί στην αντίληψη που αγνοεί ότι τα πράγματα αλλάζουν ιστορικά μόνο με τη βία (βλ επαναστάσεις) και καταλήγει στο συμβιβασμό με το status quo και τα κακώς του κείμενα.
Υποστηρίζουν επίσης ότι το κράτος πρέπει να έχει το μονοπώλιο της βίας. Ξεχνάνε βέβαια πως οι θεωρητικοί που έκαναν λόγο γι αυτό (με εξαίρεση τον ίσως τον Χόμπς) και τους οποίους επικαλούνται για να εκλεπτύσουν την κουβέντα, δεν έλεγαν πως το κράτος πρέπει να έχει το μονοπώλιο της βίας αλλά ότι το έχει. Δεν ήταν λοιπόν δεοντολογικό αλλά οντολογικό. Το κράτος δεν είναι κάτι ουδέτερο στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, ούτε βέβαια η αντιπροσωπευτική δημοκρατία το καθιστά τέτοιο. Το αστικό κράτος είναι η δομή εκείνη που ιστορικά προέκυψε ως σύμπτωμα των κεφαλαιοκρατικών οικονομικών σχέσεων, προκειμένου να τις διευκολύνει και να τις διατηρήσει. Αυτό που λέμε βαθύ κράτος και διαπνέει όλο τον κρατικό μηχανισμό απ το στρατό, τη δικαιοσύνη, τη διοίκηση και τις μυστικές υπηρεσίες δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Είναι μια σειρά παραγόντων που δεν ελέγχονται απ’ τον λαό με τη φάρσα που αποκαλούμε σήμερα κοινοβούλιο κι εκλογές κι εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους και συμφέροντα. Κι αυτό συμβαίνει σήμερα σε κάθε χώρα. Γι’ αυτό λοιπόν στην αριστερά κάνουμε λόγο για απονέκρωση του κράτους. Κάθε διαφορετική προσπάθεια είχε τραγική κατάληξη (βλ Αλιέντε στη Χιλή, Μπερλιγκουερ στην Ιταλία, Μιτεράν στη Γαλλία).
Και για να επανέλθουμε στα οδοφράγματα, η επανάσταση είναι η όξυνση της προαναφερθείσας ταξικής πάλης απ την πλευρά των εκμεταλλευομένων. Επομένως καλά κάνει το ΚΚΕ και το κάθε ΚΚΕ που την προβλέπει στο καταστατικό του και μακάρι να πάλευε ειλικρινά γι αυτήν. Γιατί ακόμα κι αν πετύχεις με ειρηνικό μέσο έναν μετασχηματισμό, πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα. Οι ηττημένοι που έχουν πραγματικά πολλά να χάσουν, θα σε εμποδίσουν με νύχια και με δόντια (θα ξεκινήσουν με οικονομικά μέσα και θα καταλήξουν μέχρι τον εμφύλιο και την ξένη επέμβαση).
Βέβαια οι λαμπροί φωστήρες που διαλαλούν τα περί της ημέρας μνήμης λησμονούν ότι η 23η Αυγούστου του 1942 θεωρείται η μέρα ορόσημο για τη μάχη του Στάλινγκραντ. Τη μάχη που ως γνωστόν καθόρισε την εξέλιξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Τη μάχη που όχι οι αμερικάνοι, ούτε οι άγγλοι (δίχως να σημαίνει ότι κι αυτοί δεν έχυσαν το αίμα τους) αλλά οι κομμουνιστές της σοβιετικής ένωσης ξεκίνησαν την αντεπίθεση κατά της ναζιστικής Γερμανίας.
Η λησμονιά οδηγεί στην αγνωμοσύνη και η αγνωμοσύνη στην ηλιθιότητα, κι απ αυτήν έχουμε σήμερα αρκετή.
- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ