Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΙστορία - ΜνήμεςΕμμανουήλ Παπάς και 1821: Η ύπουλη υπονόμευση της επανάστασης στη Μακεδονία

Εμμανουήλ Παπάς και 1821: Η ύπουλη υπονόμευση της επανάστασης στη Μακεδονία

- Advertisement -

Διαβάστε το δεύτερο μέρος της ιστορικής μελέτης του Σωκράτη Σίσκου για τον οπλαρχηγό που θυσίασε τα πάντα για την Πατρίδα

Άρθρο του Σωκράτη B. Σίσκου

ΜΕΡΟΣ Β’

Στο δεύτερο αυτό μέρος του άρθρου δεν έχω την πρόθεση να ασχοληθεί με τα ηρωικά και αιματοβαμμένα γεγονότα των συγκρούσεων στη Χαλκιδική ή τις φοβερές σφαγές αντιποίνων του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Αυτά τα γεγονότα περιγράφονται  στις αληθινές και πραγματικές τους τραγικές διαστάσεις από όλους τους ιστορικούς, τους χρονικογράφους και στα κείμενα των σχολικών βιβλίων. Τα γκρίζα σημεία της Ιστορίας βρίσκονται στα πολιτικά και οικονομικά παρασκήνια των πρωταγωνιστών της επανάστασης, γιατί σε όλες της φάσεις των παγκόσμιων ιστορικών εξελίξεων «η διαστρεβλωμένη Ιστορία» γράφεται από τους νικητές. Γράφεται ακριβώς με τον ίδιο οργανωμένο τρόπο «σιωπηρής εξαφάνισης ή φανερής καταστροφής στοιχείων», όπως στο προσαρμοσμένο σε κάθε εποχή ρωμαϊκό σύστημα της «damnatio memoriae» (της καταδίκης μνήμης).

- Advertisement -

Αμέσως μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όταν άρχισε να γράφεται η «επίσημη» Ιστορία της ελληνικής επανάστασης, ακόμα και οι πιο ευσυνείδητοι και αμερόληπτοι ιστορικοί, όπως ο Ι.Φιλήμων, ο Ν. Κασομούλης και αργότερα ο Κ. Παπαρρηγόπουλος κ.ά., γνώριζαν πολύ καλά πως αν δεν έκρυβαν τις σκοτεινές πλευρές ή δεν υμνολογούσαν τους νικητές των εμφυλίων που κυβερνούσαν την ελεύθερη Ελλάδα, δεν θα έβλεπαν σε καμιά περίπτωση τα κείμενά τους να δημοσιεύονται ή να τοποθετούνται σε δημόσιες ή σχολικές βιβλιοθήκες.  Ο Παπαρρηγόπουλος π.χ. που δικαιολογημένα θεωρείται ως ο πατέρας της ελληνικής ιστοριογραφίας, ενώ αφιερώνει κολακευτικές υμνολογίες στο Λάζαρο Κουντουριώτη, στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στον Π.Π. Γερμανό, στον Ανδρέα Μιαούλη κ.ά. (πρόσωπα και με αντιπατριωτικά και διχαστικά έργα κατά την επανάσταση, αλλά και στην ελεύθερη Ελλάδα με την αυτονόμηση της Ύδρας και τα αντεθνικά γεγονότα του Πόρου επί Καποδίστρια, το 1831), προσπερνά με λίγες λέξεις την προσφορά του Αντώνη Οικονόμου. Ενός ήρωα που, χωρίς αυτόν και τον Παπαφλέσσα, δεν θα γινόταν ποτέ στην Ελλάδα η επανάσταση του 1821. Ιστορικά όμως έργα, όπως του Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος ανήκε στην «ομάδα των νικητών» (υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός του ελεύθερου ελληνικού κράτους και υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου), αποτελούσαν τα πλέον αξιόπιστα κείμενα «για να μαθαίνουν οι Έλληνες την Ιστορία τους».  Οι άλλες αντίθετες φωνές, όπως του Φωτάκου ή του Μακρυγιάννη, είχαν πνιγεί σε ένα είδος ιδιότυπης λογοκρισίας και τρομοκρατίας. Ο πρώτος, εξομολογούνταν αργότερα στον Τερτσέτη (το γνωστό δικαστή από τη δίκη του Θ.Κολοκοτρώνη) πως, «όποιος θα είπη την αλήθειαν, θα πίη πρώτον φαρμάκι. Εγώ, φίλε μου, το έπια και δεν φοβούμαι τον δηλητηριασμόν του». Τα γραπτά του Μακρυγιάννη σώθηκαν διότι είχε την πρόνοια και τη σωφροσύνη να τα θάψει στην αυλή του σπιτιού του. Εκείνη την εποχή (το 1850) οι αντίπαλοί του, όπως γράφει, ««είχαν μεγάλη υποψίαν από μένα και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε τα γράμματα», αφού ήδη ως τότε το χειρόγραφο «από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο». Τα χειρόγραφα τα βρήκε ο γιος του Κίτσος μετά από μισόν αιώνα (το 1901) και τα παρέδωσε στο νεαρό φιλόλογο Γιάννη Βλαχογιάννη.

Αυτή η νοοτροπία του αυταρχικού ηγεμονισμού των προεστών και της ομάδας των Φαναριωτών της Πίζας, είναι η αιτία των δεινών του ελληνισμού κατά την επανάσταση του 1821, αλλά και μετά τη δημιουργία του ελεύθερου νεοελληνικού κράτους. Ο Ι. Καποδίστριας το είπε ξεκάθαρα το 1831 στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη πως, «αυτός και άλλοι εικοσιπέντε όμοιοί του  ήταν η κατάρα του έθνους». Είναι γενικά αποδεκτό σήμερα πως οι νικητές των εμφυλίων πολέμων και μετέπειτα ηγέτες του ελεύθερου νεοελληνικού κράτους, ήθελαν να διαγράψουν ή να διαφοροποιήσουν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον τις «καταραμένες μαύρες σελίδες της ιστορίας που τους αφορούσαν». Ως προεστοί ή ως ανώτεροι εκκλησιαστικοί ηγέτες, με μεγάλα πολιτικά, θρησκευτικά και προπαντός οικονομικά προνόμια, δεν επιθυμούσαν την ανατροπή της pax otomana της οθωμανικής αυτοκρατορίας (λεκτική συσχέτιση με την pax romana της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) και συνεπώς όσοι προέτρεπαν τους Έλληνες να επαναστατήσουν και να καταλύσουν την εξουσία των προκρίτων,  ήταν «κοινοί στασιαστές». Αυτός ο φόβος αλλαγής εξουσίας ήταν ο βασικός λόγος που οι πρόκριτοι, με διάφορα προσχήματα, δημιουργούσαν δυσχέρειες στην έναρξη της επανάστασης. Με έναν απλό δικό του τρόπο το είχε εκφράσει ο πρόκριτος των Καλαβρύτων Σωτήρης Χαραλάμπης (που αργότερα συμμετείχε στην ομάδα των δολοφόνων του Αντώνη Οικονόμου) στη μυστική σύσκεψη των προεστών στη Βοστίτσα (Αίγιο), τον Ιανουάριο του 1821. Αφού έριξε μια περιφρονητική ματιά στο Νικήτα, στο σωματοφύλακα και αδελφό του Παπαφλέσσα, ρώτησε τον οικοδεσπότη Ανδρέα Λόντο και τους υπόλοιπους προεστούς: «Αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν;  Ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Θα πέσωμεν στα χέρια εκείνου, ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήσει το πηρούνι να φάη!».

Ο Φωτάκος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο αυτή την τεράστια κοινωνική και οικονομική διαφορά ανάμεσα στους προεστούς και στον απλό λαό. Θεωρούσε πως ένας κοτσαμπάσης δεν διέφερε πολύ από έναν τούρκο αξιωματούχο, αφού  ήταν ίδιοι «εις την ενδυμασίαν, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα της οικίας του. Η ευζωία του ήταν ομοία με εκείνην του Τούρκου και μόνον κατά το όνομα διέφερεν, αντί π.χ. να τον λέγουν Χασάνην, τον έλεγαν Γιάννην και αντί να πηγαίνη εις το τσαμί επήγαινεν εις την εκκλησίαν. Μόνον κατά τούτο υπήρχε διάκρισις».

Αυτή η τεράστια διαφορά των σουλτανικών προνομίων των προεστών με την, μετά τη γαλλική επανάσταση, ανερχόμενη τάξη των εμπόρων, των στρατιωτικών και των διανοουμένων που εντάχθηκαν συνειδητά στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, ήταν η βασικότερη αιτία των εμφυλίων πολέμων στη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Για τους προεστούς δεν είχε μεγάλη σημασία η επανάσταση (ως ιστορικό γεγονός), αλλά η κοινωνική τάξη στην οποία θα μεταβιβαζόταν η κρατική εξουσία (σε περίπτωση επιτυχίας της) μετά από αυτήν. Με αυτή τη λογική έδρασαν και οι γαλαζοαίματοι κοσμοπολίτες που έφτασαν στην Ελλάδα από την Ιταλία, τον Ιούλιο του 1821 και με τη συμμαχία  με τους προεστούς επινόησαν φαναριώτικες φαυλοκρατικές πρακτικές που τις εφάρμοσαν, κατά την έκφραση του Σπύρου Μελά, «στο χιλιοματωμένο κορμί μιας Ελλάδας που την κάμανε κιμά».

Ο Εμμανουήλ Πάπας είχε την ατυχία να πιστέψει σε ένα άδολο πανελλήνιο εγερτήριο για την «Ανάσταση του Γένους». Υπήρξε ένας αγνός ιδεολόγος που πλήρωσε με την τραγική διάλυση της οικογένειάς του και την ολοκληρωτική απώλεια της μεγάλης περιουσίας του, το υπέροχο όραμά του για μια ελεύθερη Ελλάδα.

Οι πρώτες συγκρούσεις στη Χαλκιδική διακρίθηκαν από επαναστατική ορμή και μεγάλες επιτυχίες. Ο κύριος όγκος των επαναστατών διαχωρίστηκε σε δυο φάλαγγες. Η πρώτη, με αρχηγό τον Ε. Παπά και τους περισσότερους μοναχούς του Αγίου Όρους, συνέτριψε κάθε αντίσταση των Τούρκων στην Ιερισσό και στα Μαντεμοχώρια και προχώρησε στη βορειοδυτική  πλευρά της Χαλκιδικής, προς τη Ρεντίνα και τη λίμνη της Βόλβης, με σκοπό να προσβάλει από το Βορρά τη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη με αρχηγό το Σταμάτη (Στάμο) Χάψα κινήθηκε από τη νότια πλευρά και έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη, ως το προάστιο Σέδες της Καλαμαριάς. Σ’ αυτή τη φάλαγγα βρισκόταν και ο Γιαννάκης, ο τριτότοκος γιος του Ε. Παπά, ο οποίος μαζί με τον πολύτιμο βοηθό του πατέρα του, το μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη, αποτελούσαν τους συνδέσμους των δυο φαλάγγων και είχαν επίσης την αποστολή να καθοδηγήσουν τα ελληνικά πολεμικά πλοία που θα έφταναν από τη Ύδρα και από τις Σπέτσες. Τα πλοία όμως δεν έφθασαν ποτέ. Ο Αντώνης Οικονόμου είχε χάσει την εξουσία στην Ύδρα και η Μπουμπουλίνα και ο Γιωργής Πάνου βρίσκονταν με τα πλοία τους στην πολιορκημένη από τους επαναστάτες Μονεμβασιά. Υπήρξε μια κατάσταση στασιμότητας και αναμονής, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους για να οργανωθούν. Όταν αργότερα εμφανίστηκε η φοβερή στρατιά του Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ Πασά, η τύχη της επανάστασης στη Χαλκιδική είχε πλέον κριθεί και πνιγεί στο αίμα.

- Advertisement -

Κοινή «κάσα» (ταμείο) για την αντιμετώπιση των δαπανών της επανάστασης δεν υπήρχε και όλα τα έξοδα πληρώνονταν από τα χρηματικά αποθέματα της περιουσίας του Ε. Παπά. Τα καταστήματά του στις Σέρρες και στην Κωνσταντινούπολη είχαν καταστραφεί και τα άλλα ακίνητά του είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Τούρκων. Η γυναίκα του Φαίδρα (Αφέντρα) με τις δυο κόρες της και τα δυο ανήλικα αγόρια της (τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο), φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου διότι, (σύμφωνα με κείμενο του Σερραίου συγγραφέα Ευάγγελου Στράτη, του έτους 1914) «εκποιήσας πολύτιμον ναρθήκιον πλήρες βαρυτίμων κοσμημάτων» της Φαίδρας, δωροδόκησε τους Τούρκους αξιωματούχους των Σερρών και «μετά πενταετή ειρκτήν» η ποινή μετατράπηκε σε επταετή με αστυνομική επιτήρηση και περιορισμό στο σπίτι του ομογενούς Μπέρβαλη, στην ενορία του Αγίου Νικολάου. Ο Αναστάσιος και ο Νικόλαος βρίσκονταν στο υποκατάστημά τους στη Βιέννη και υποδέχτηκαν εκεί το Θανασάκη, που  τον φυγάδευσαν από τις Σέρρες έμπιστοι άνθρωποι του πατέρα του. Ο καθηγητής Βακαλόπουλος δημοσίευσε κατάστιχο με αναλυτικά τα έξοδα της φυγάδευσης. Και οι τρεις τους εκποίησαν την περιουσία τους στην Αυστρία, αγόρασαν όπλα και πυρομαχικά στην Τεργέστη και έφθασαν στη Νότια Ελλάδα για να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων. Για τα άλλα δυο παιδιά, για τους  έφηβους Μικαήλο και Γιώργη, δεν υπήρχαν κάποιες πληροφορίες που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο καθηγητής στο βιβλίο του για τον Εμμανουήλ Παπά. Μόνο το Δεκέμβριο του 2007 διευκρινίστηκε ο τρόπος που σώθηκαν από βέβαιο θάνατο τα δυο αυτά παιδιά του ήρωα. Ο καθηγητής της γερμανικής φιλολογίας Λάμπρος Μυγδάλης δημοσίευσε  (μεταφρασμένο από το γερμανικό πρωτότυπο) στο περιοδικό “ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ” του ομώνυμου πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης (τεύχος 82), ένα μυστικό έγγραφο με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1822, του διευθυντή της Στουτγκάρδης, του Φον Φίσερ, προς τον υπουργό ασφάλειας του γερμανικού κρατιδίου Βάδης–Βυρτεμβέργης, το βαρώνο φον Βελνάγκεν.  Σ’ αυτό υπήρχε η πληροφορία πως τα δυο παιδιά έφθασαν στη Γερμανία από το Παρίσι με την ιδιότητα των σπουδαστών και πως «λόγω αδυναμίας συνέχισης του ταξιδιού και της σίτισής τους» φιλοξενούνταν  από τον Ελληνικό Σύλλογο της Στουτγκάρδης, με τη φροντίδα και επίβλεψη κάποιες φιλελληνίδας κυρίας Χούμπερ. Σε αυτή τη Γερμανίδα έγραψε γράμμα ο Νικολάκης πως είχε φτάσει από τη Βιέννη στο Μόναχο και κατευθυνόταν στη Στουτγκάρδη για να συναντήσει και να οδηγήσει τ’ αδέλφια του στη Βιέννη. Τα διαβατήριά τους που εκδόθηκαν απ’ τις αυστριακές αρχές είχαν ως ημερομηνία έκδοσης την 1 Δεκεμβρίου 1821. Μετά από τέσσερις μέρες, στις 5 Δεκεμβρίου 1821, πέθανε ο πατέρας τους στο καράβι του καπετάν Αντώνη Χατχηβισβίζη έχοντας δίπλα του το γιο του Γιαννάκη, χωρίς να έχουν ακόμα ενημερωθεί τα πέντε παιδιά του που βρίσκονταν στη Βιέννη, αλλά και η μητέρα τους που ήταν στη φυλακή με τα άλλα τέσσερα αδέλφια τους. Όπως διαπιστώνουν οι αναγνώστες, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φοβερό οικογενειακό δράμα μιας ευτυχισμένης, άλλοτε, δωδεκαμελούς οικογένειας.

Μετά την οπισθοχώρηση των μακεδόνων επαναστατών προς τη Χαλκιδική, οι απώλειες των μαχητών και των γυναικόπαιδων ήταν  πολύ μεγάλες και φοβερές σε αγριότητα και φανατισμό από τα τουρκικά αποσπάσματα και τους «μπαζιμπουζούκους» (τους μη τακτικούς και πλιατσικολόγους στρατιώτες) που σκότωναν για να λεηλατήσουν. Ο Ε. Παπάς ήταν πλέον υποχρεωμένος να «ενοικιάζει» τα υδραίϊκα πολεμικά καράβια πληρώνοντας υπέρογκα ποσά. Πλήρωνε επίσης για όπλα, για μπαρούτι, για κανόνια αλλά και τις ομάδες των μισθοφόρων των καπεταναίων του Ολύμπου που αποφάσισαν να τον ενισχύσουν όταν εγκλωβίστηκε στη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιωάννη Βασδραβέλλη, ο Ε. Παπάς κατέβαλε για τις ανάγκες του αγώνα και ως την πτώχευσή του ένα τεράστιο ποσό που υπολογίζεται σε διακόσιες χιλιάδες δίστηλα τάλιρα, ενώ άλλες εκατό χιλιάδες, σε κινητά και ακίνητα, κατασχέθηκαν από τους Τούρκους. Γι’ αυτή την οικονομική καταστροφή του, για τους κινδύνους και τα βασανιστήρια της γυναίκας του και τη θυσία των τριών από τα τέσσερα παιδιά του που πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα, ο καθηγητής γράφει στη σελ.154 του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών έργου του: «Δεν γνωρίζω άλλην οικογένειαν εν Ελλάδι να υπέστη εις τοιαύτην έκτασιν πατριωτικάς θυσίας άνευ και του ελαχίστου ανταλλάγματος».

Όταν τα λεφτά του τελείωσαν, πολλοί τον συμβούλευσαν να χρησιμοποιήσει τη βία για να αφαιρέσει από τα μοναστήρια τα χρυσά και αργυρά σκεύη.  Ο  καπετάνιος του Ολύμπου Διαμαντής Νικολάου του είπε ξεκάθαρα: «Όσον δε δια τον χρυσόν και άργυρον, δύναται να τους ξετρυπώσει η βία και η χρεία και ολίγον φροντίζομεν εις το εξής». Αν ζούσε θα έβλεπε πως, αυτά τα πολύτιμα θρησκευτικά σκεύη που διασώθηκαν από κάποιους μοναχούς οι οποίοι κατέφυγαν στα κυκλαδίτικα νησιά, στην Εύβοια και στην Ύδρα, μετά την κατάληψη και της Κασσάνδρας από τους Τούρκους, οι τότε κυβερνώντες τα είχαν λιώσει για να κόψουν νομίσματα. Ο Σπ. Μελάς μας δίνει πληροφορίες για την τύχη αυτών και άλλων πολύτιμων σκευών και από άλλα μοναστήρια της Ελλάδας, όταν ο Δράμαλης πλησίαζε στο Ναύπλιο και τα μέλη της κυβέρνησης από τους Μύλους επιβιβάζονταν, με το βαρύτιμο φορτίο τους στην «Τερψιχόρη» των Κουντουριώτηδων  και στον «Πελεκάνο» του Ν. Κυριακού για να σωθούν καταφεύγοντας στην Ύδρα. «Τέλος από το χρυσάφι και τ’ ασήμι», γράφει ο Μελάς, «πούχε η κυβέρνηση μαζέψει, από εκκλησιές και μοναστήρια, για τις ανάγκες του πολέμου, οχτακόσιες οκάδες το πήραν οι Σπετσιώτες στα καράβια τους, τάχα να το γλυτώσουνε και το κρατήσανε, γιατί τους χρωστούσε η κυβέρνηση έξοδα και μιστούς του στόλου.  Και να η επανάσταση απομένει και πάλι χωρίς λεφτό».  Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν, εκτός απ’ τις οχτακόσιες, υπήρχαν κι’ άλλες οκάδες γι’ άλλους «μισθοφόρους», που περίμεναν να αρπάξουν το χρυσάφι και το ασήμι για καθυστερούμενους λουφέδες (μισθούς). Θα πρέπει να σημειωθεί πως στη Χαλκιδική οι επαναστάτες (με εξαίρεση τους μισθοφόρους οπλίτες των καπεταναίων του Ολύμπου, το Νικολάου, το Λιάκο, το Μπίνιο κλπ) δεν πολεμούσαν για μισθούς και λάφυρα. Οι δαπάνες που κατέβαλε ο Ε. Παπάς ήταν για τους εξοπλισμούς και τα έξοδα συντήρησης των μαχητών.

Ο Παπάς αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει βία κατά των μοναχών για να ενισχύσει οικονομικά τον αγώνα. Ήταν, όπως είπαμε στο Α’ Μερος του άρθρου, βαθιά θρησκευόμενος αλλά και γνώριζε τον ηρωισμό που επέδειξαν οι μοναχοί, κυρίως στην περιοχή της Ρεντίνας, όταν πολεμούσαν τους Τούρκους. Η μετέπειτα τεχνητά δημιουργημένη προπαγανδιστική άποψη πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους πρόδωσαν τον αγώνα, βασίζεται σε σκόπιμα αποσιωπημένα γεγονότα, με αφορμή την απόφαση των ηγουμένων στη μονή Κουτλουμουσίου να απελευθερώσουν τον φυλακισμένο «μποσταντζή» Χασεκί Χαλίλ Μπέη και να συναινέσουν στην απόφασή του τούρκου αξιωματικού για σύλληψη του Εμμανουήλ Παπά, του βοηθού του Νικηφόρου Ιβηρίτη και του ηγουμένου της μονής Εσφιγμένου. Η επανάσταση στη Μακεδονία είχε καταρρεύσει και οι προϊστάμενοι των μονών επιδίωκαν, με κάποια «έμπρακτη μεταμέλεια», να σώσουν το Άγιον Όρος από την αναμενόμενη εκ θεμελίων καταστροφή του. Εκτός αυτού, στις μονές υπήρχε μεγάλος αριθμός Σλάβων μοναχών οι οποίοι, μετά την προσέγγιση των Τούρκων από τον Σέρβο Μίλος Ομπρένοβιτς και το Ρουμάνο Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου για εξεύρεση συμβιβαστικών συμφωνιών, πολλοί Σλάβοι αποστασιοποιήθηκαν από τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία. Ο αριθμός των Σλάβων μοναχών στο Άγιον Όρος ξεπερνούσε τους χίλιους, πριν από την οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Άλλωστε, γι’ αυτό η Ρωσία με διάβημα του πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνωφ (ένα διάβημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως τελεσίγραφο) απαίτησε να μην πραγματοποιηθεί και «η παραμικρότερη καταστροφή στις μονές, αλλά ούτε και αντίποινα στους μοναχούς οι οποίοι δεν πρωτοστάτησαν στην εξέγερση». Οι Τούρκοι τήρησαν χωρίς αποκλίσεις τις ρητές και ξεκάθαρες απαιτήσεις των Ρώσων. Πάντως, οι περισσότεροι Έλληνες μοναχοί ή σκοτώθηκαν στις μάχες ή έφυγαν και διασκορπίστηκαν για να σωθούν στα νησιά του Αιγαίου, μεταφέροντας και πολλά τιμαλφή σκεύη των μοναστηριών για να τα σώσουν από το πλιάτσικο των Τούρκων. Τελικά, με τα ιερά αυτά κειμήλια πληρώθηκαν οι «λουφέδες» κάποιων Ελλήνων με νοοτροπία μισθοφόρων.

Μετά την πτώχευσή του ο Εμμανουήλ Παπάς απευθύνθηκε στο εθνικό κέντρο του αγώνα, στην Ύδρα. Ακόμα δεν είχε ίσως καταλάβει πως πίσω από τις ενθαρρυντικές υποσχέσεις των Υδραίων προεστών, κρυβόταν ένα σχέδιο εξόντωσής του όπως έγινε και με άλλους τοπικούς έφορους (αρχηγούς) που διορίστηκαν από τη Φιλική Εταιρεία και θεωρούνταν κομματικοί φίλοι των Υψηλάντηδων. Η υποκρισία, οι ραδιουργίες και οι δολοπλοκίες των προεστών μπήκαν «σε επιστημονική βάση» όταν έφθασαν και οι γαλαζοαίματοι Φαναριώτες από την Πίζα της Ιταλίας. Ακόμα κι’ αυτός ο Υψηλάντης, που από τη στιγμή που έφθασε στην Ελλάδα προσπάθησε πραγματικά να βοηθήσει τον Ε. Παπά στις δύσκολες εκείνες ώρες, δεν κατάλαβε πως του έστηναν αριστοτεχνικές παγίδες ώσπου να τον εξουδετερώσουν. Τότε ήταν παντοδύναμος και με ένα νεύμα του ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς θα αφάνιζαν τους αντιπάλους του και θα τον καθιστούσαν κυρίαρχο και ηγέτη της επαναστατημένης Ελλάδας. Όμως, ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν άνθρωπος με δημοκρατικές ευαισθησίες και πίστευε πως με σύνεση και ομόνοια θα ευοδωνόταν ο επαναστατικός αγώνας. Εφτά σχεδόν μήνες από την ημέρα της άφιξής του στην Ελλάδα είχε χάσει και το τελευταίο ίχνος της εξουσίας του και από εκεί και πέρα θα ήταν ένας απλός έντιμος, άφοβος και γενναίος καπετάνιος και πολεμιστής. Η εξουσία των επαναστατημένων Ελλήνων είχε περάσει σταδιακά, μετά τη Συνέλευση των Σαλώνων (Άμφισσα) στις 15 Νοεμβρίου του 1821, σε άλλα χέρια χάρη στην (κατά την έκφραση του Ι. Φιλήμονα)  «Βαβυλωνία της νομοθετικής πυργοποιΐας του Νέγρη», αυτού του εκπληκτικού σε γνώσεις και ευφυΐα  δολοπλόκου συνεργάτη του Α. Μαυροκορδάτου.  Στα Σάλωνα οι αμόρφωτοι καπεταναίοι, που αποτελούσαν την πλειοψηφία και θα μπορούσαν ν’ ανατρέψουν τις παγίδες του Νέγρη, δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα και την απόλυτη εξουσία του εκτελεστικού οργάνου που δημιουργούνταν στα μέτρα και στις επιδιώξεις της ομάδας των Φαναριωτών της Πίζας. Μόνο ο πανέξυπνος Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάλαβε τους στόχους που έκρυβαν αυτά τα πολύπλοκα και ακαταλαβίστικα νομοθετήματα, τα οποία έντεχνα αφαιρούσαν κάθε εξουσία απ’ τους οπλαρχηγούς. Αντιλαμβανόμενος  τους μελλοντικούς κινδύνους από αυτές τις νομοθετικές παγίδες, είπε στους άλλους καπεταναίους: «Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδες; Αυτοί θα μας φαν’ το κεφάλι μια μέρα». Ήταν  ένας προφητικός λόγος που επαληθεύτηκε. Μετά από τέσσερα χρόνια «οι καλαμαράδες» τον δολοφόνησαν στο κάστρο της Ακρόπολης των Αθηνών, αφού πρώτα είχε υποστεί φρικτά βασανιστήρια, όμοια σε σκληρότητα με αυτά που είχε υποστεί ο Αθανάσιος Διάκος από τον τουρκοαλβανό πασά Ομέρ Βρυώνη.

Η εγκατάλειψη και απομόνωση του Εμμανουήλ Παπά από το Εθνικό Κέντρο του επαναστατικού αγώνα που έδρευε στην Ύδρα, ήταν πλέον εμφανής από τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 1821, όταν πλέον η συμπαγής συμμαχία προεστών και Φαναριωτών της Πίζας, είχε καταστρώσει τα σχέδια της πολιτικής εξουδετέρωσης ή εξόντωσης των τοπικών αρχηγών (εφόρων) που είχε καθορίσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η ηγετική ομάδα της Φιλικής Εταιρείας με το «Γενικό Σχέδιο». Στην πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα στη Χαλκιδική, ο Ε. Παπάς αλλά και (χωριστά) η Ιερή Κοινότητα του Αγίου Όρους έστειλαν στην Ύδρα αντιπροσώπους για να εξασφαλίσουν στρατιωτική βοήθεια. Η μη αποστολή κοινών αντιπροσώπων φανερώνει πως, η διαβρωτική διχαστική πολιτική που οργανώθηκε από το Εθνικό Κέντρο, είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς, αν και η σύμπτωση των απόψεων των δυο αντιπροσωπιών είναι απόλυτα ταυτόσημη. Ο αντιπρόσωπος του Ε. Παπά, ο μοναχός Χρύσανθος Σιναΐτης (όπως αναφέρει ο καθηγητής  Βακαλόπουλος- σελ.139, έγγραφο 52).) του έγραψε, στις 3 Σεπτεμβρίου 1821: «….Και αν αναφέρωμεν λόγον καραβίων, μας αποκρίνονται ότι ας στείλουν γρόσια να σηκώσουν καράβια. Οι εδικοί μας προκομμένοι άρχοντες εφύλαττον τα γρόσια δια τους ασεβείς ομού και την ζωήν τους και ευρίσκονται εις τέτοιαν έπαρσιν οπού δεν ημπορούσε τινάς να τους ομιλήση λόγον αν ήτον και δια το συμφέρον τους, επειδή τέτοιον είναι το γένος των γραικών, όχι όμως όλοι, διότι βλέπωμεν ωσάν την ευγένειά σας οπού δια την φιλογένειαν οπού έχετε, αφιερώσατε και ζωή και τέκνα και πλούτη ως ουδείς άλλος»    Οι αντιπρόσωποι της Ιερής Κοινότητας, οι μοναχοί Παρθένιος Ξενοφωντινός και Γρηγόριος Γρηγοριάτης, επίσης στις 3 Σεπτεμβρίου 1821, γράφουν: «… Θέλετε εξεύρει ότι τα χίλια γρόσια δεν μας τα εδάνεισεν ο κυρ λάζαρος κουντουριώτης με το να είχεν ανάγκην, και τα απεπληρώσαμεν από τας δύο χιλιάδας γρόσια του αυθέντου υψηλάντη. Και πάλιν μένουν κολωβαί αι υποθέσεις μας» (από την εργασία του καθηγητή Ι.Μαμαλάκη «Νέα στοιχεία σχετικά με την επανάσταση της Χαλκιδικής το 1821», σελ.509, έγγραφο 70). Ο πλουσιότερος, ο πάμπλουτος την εποχή εκείνη πρόκριτος της Ελλάδας που ήταν και Έφορος της Ύδρας (πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης του νησιού) δεν είχε, λέει,  την οικονομική ευχέρεια «να δανείσει» ένα ευτελές ποσό, για ν’ αγοραστούν μερικές οκάδες μπαρούτι για τους μακεδόνες μαχητές της Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους.  Αλλά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Χρ. Σιναΐτη, και τα καράβια του στόλου του θα «σηκώνονταν» μόνον αν ο Εμμανουήλ Παπάς «έστελνε γρόσια».  Δεν χρειάζονται σχόλια.

Εκτός από την εγκατάλειψη σε στρατιωτικό επίπεδο, οι ενέργειες του πανίσχυρου Εθνικού Κέντρου, αποσκοπούσαν στην υποβάθμιση του κύρους του Ε. Παπά ως πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη. Τις ελάχιστες φορές που οι πραγματικοί ηγέτες της επανάστασης χρειάστηκε να επικοινωνήσουν με τις αρχές του Αγίου Όρους, αγνόησαν παντελώς το διορισμένο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη τοπικό αρχηγό. Όλες οι επιστολές τους έχουν ως παραλήπτες τους προϊσταμένους των Μονών του Αγίου Όρους, τους κατοίκους της Χαλκιδικής (αόριστα) και τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου. Πλήρης αμφισβήτηση και αγνόηση του ηγετικού ρόλου του Εμμ. Παπά.  Ακόμα και στο θέμα αποστολής αντιπροσώπων στη συνέλευση των Σαλώνων στις 15-11-1821, η επιλογή του Γιώργου Ιωάννου απ’ την Κασσάνδρα έγινε από τους οργανωτές της συνωμοσίας για τη δολοφονία του. Ο μόνος που είχε τακτική, θα λέγαμε, επικοινωνία μαζί του, ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, που στην αρχή θεωρούσε ως χρήσιμους συνεργάτες τους προεστούς της Ύδρας και τους γαλαζοαίματους Φαναριώτες της Πίζας οι οποίοι, όπως είπαμε, με «νομοθετικές παγίδες» του αφαιρούσαν σταδιακά αλλά με ταχύτατους ρυθμούς την εξουσία.

Στο θέμα της απόπειρας δολοφονίας του Ε. Παπά  δεν υπάρχουν συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία. Κάποιοι φρόντισαν να εξαφανίσουν χρήσιμο αποδεικτικό υλικό με την αιτιολογία «πως ήθελαν να προστατεύσουν την υστεροφημία του». Γνωρίζοντας το χαρακτήρα και της χριστιανικές αρετές του ήρωα, αμέσως κατανοούμε πως με τον τρόπο αυτό προσπάθησαν οι ένοχοι να συγκαλύψουν τους ηθικούς αυτουργούς που όπλισαν το χέρι του Ρήγα Μάνθου, ενός μικροκαπετάνιου από τα Μαντεμοχώρια, για να απαλλαγούν από αυτόν. Εκείνος που είχε πολύ καλές πληροφορίες για τη συνωμοσία της ανακήρυξης ως αρχιστρατήγου του Ρ. Μάνθου, ήταν ο Ι. Σμυρνιώτης ο οποίος έζησε επί χρόνια δίπλα στους μοναχούς του Αγίου Όρους και γνώριζε λεπτομέρειες των γεγονότων. Όμως δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να τις εξιστορήσει για να διαφωτίσει τα τραγικά περιστατικά στις πραγματικές τους διαστάσεις. Πάντως στα κείμενά του (γραμμένα το 1903) αφήνει να εννοηθεί πως οι ηθικοί αυτουργοί ήταν «κάποιοι ηγούμενοι που ενήργησαν με εντολές από το Νότο».

Παρά το γεγονός πως οι ιστορικοί, για ευνόητους λόγους, δεν ασχολούνται συστηματικά με αυτό το σοβαρό θέμα, τα αντίστοιχα γεγονότα που συνέβησαν στη Νότια Ελλάδα, μας δείχνουν ποιοι κρύβονταν πίσω από τις εντολές για τη δολοφονία του Ε. Παπά. Στις προγραφές συμπεριλήφθηκαν ονόματα μεγάλων ηρώων της επανάστασης. Ο Μακρυγιάννης γράφει γι’ αυτούς τους «σκοτωμούς»:

«Να είχατε πολιτικούς τον Μαυροκορδάτο, να είχατε τον Κωλέττη, να είχατε τον Ζαΐμη, τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους κι’ όσους θέλουν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι της κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειές τους. Και τους σκότωσαν. Και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους».

Σε άλλο σημείο των «Απομνημονευμάτων»  του, γράφει απευθυνόμενος νοερά στο Μαυροκορδάτο: «……από τον καιρό που κόπιασες, όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα. Διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέον φρούτον σ’ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν και αφανισμόν. Αν πετύχαινες να σκοτώσεις τον Καραϊσκάκη, που θα τον βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γόμωσε Τουρκιά και προσκύνησαν όλοι από την καλή μας κυβέρνησιν κι αρετή όπου δείξετε εις την πατρίδα όλοι σεις οι πολιτικοί;».

Η κυβέρνηση είχε μετατραπεί σε «εταιρεία δολοφόνων». Μετά τη δολοφονία του Αντώνη Οικονόμου, στον κατάλογο των προγραφών μπήκαν τα ονόματα του Καραϊσκάκη, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Δ. Υψηλάντη, του Κολοκοτρώνη και άλλων. Ο Υψηλάντης γλίτωσε διότι τον ενημέρωσε έγκαιρα ο Κολοκοτρώνης. Ακόμα και ο παλιός φίλος των προεστών, ο Π. Π. Γερμανός,  κατηγορεί τους «αξιόλογους μαθητάς και μιμητάς του Αλή Πασά» (υπονοεί την κυβέρνηση Κωλέττη και Μαυροκορδάτου) οι οποίοι σχεδίασαν «την μέχρι της ζωής του Υψηλάντου επιβουλήν». Ο Κολοκοτρώνης γλίτωσε χάρη στην εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ήταν φυλακισμένος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας και η εξόντωσή του βρισκόταν στην προτεραιότητα των επιλογών της κυβέρνησης. Ο λαός απαίτησε την απελευθέρωσή του για να σώσει την Ελλάδα από τον τουρκοαιγύπτιο στρατηγό.

Για την επιτυχία αυτών των στόχων της η κυβέρνηση, όπως μας πληροφορεί ο στενός συνεργάτης και φίλος του Μαυροκορδάτου Σπ. Τρικούπης, προσέλαβε και ξένους εκτελεστές, όπως «το σκωτσέζο Φέντον και τον Άγγλο Βιτκόμβο», οι οποίοι προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον αγγλικής καταγωγής φίλο του λόρδου Βύρωνα και γαμπρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον  Έντουαρντ Τρελόνι. Αν ζούσε ο Βύρων, ο οποίος εκτιμούσε τον Ανδρούτσο και είχε πλέον ξεκαθαρίσει τις εκτιμήσεις του για την τυχοδιωκτική και διχαστική πολιτική του Μαυροκορδάτου και των προεστών, η φατρία δεν θα τολμούσε να εξοντώσει αυτόν τον άξιο και πανέξυπνο οπλαρχηγό και η εξέλιξη της επανάστασης θα ήταν τελείως διαφορετική.

Ο Εμμανουήλ Παπάς πέθανε, τσακισμένος ψυχολογικά από την ήττα και τις πίκρες, από καρδιακή προσβολή (στο «μαρτυρικόν» του Υψηλάντη αναγράφεται ως αιτία θανάτου η αποπληξία) στις 5 Δεκεμβρίου 1821, καθώς με το πλοίο του Αντώνη Χατζηβισβίζη κατευθυνόταν προς την Ύδρα. Ο Δ. Υψηλάντης έχοντας ακόμα τα τελευταία ψήγματα της εξουσίας του τον ανακήρυξε, στις 25 του ίδιου μήνα, ήρωα και του απένειμε το βαθμό του αρχιστρατήγου. Μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους οι νικητές των εμφυλίων πολέμων δεν αναγνώρισαν τον προαναφερόμενο τίτλο και βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας. Η «Επιτροπή Αγώνα» (στην πρώτη, η οποία έκανε τις βασικές εισηγήσεις και «επιλογές», πρόεδρος ήταν ο ίδιος ο Α. Μαυροκορδάτος) μετά από χρονοβόρες διαδικασίες και συνεχείς αλλαγές στη σύνθεσή της που κράτησαν δεκαπέντε χρόνια (από το 1850 ως το 1865), κατέταξε τον αρχιστράτηγο της επανάστασης στη Μακεδονία «ως αξιωματικό Β’ Τάξεως, με το βαθμό του συνταγματάρχη».  Αυτή η αξιοθρήνητη και επαίσχυντη πράξη του 1865 θα πρέπει να ακυρωθεί από τη σημερινή πολιτική ηγεσία της χώρας και να αποδοθεί πάλιν ο τίτλος του αρχιστράτηγου στον Μακεδόνα ήρωα.

Από τους τέσσερις γιους του που πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα, επέζησε μόνον ο Αναστάσης, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση και με άπταιστη γνώση τεσσάρων ή πέντε ξένων γλωσσών. Ο συνεργάτης του Λόρδου Βύρωνα Λέστερ Στανχόουπ έστειλε το γνωστό και ενδεχομένως φίλο του Αναστάση, τον Άγγλο Γ. Χάμφρεϊ στην Ύδρα για να τον βρει και να τον οδηγήσει στο Μεσσολόγγι. Τον επέλεξε για να συνεργαστεί με τον ελβετό Ι. Μάγιερ στην έκδοση των εφημερίδων «Ελληνικά Χρονικά» και «Telegrafo Greco» που εκδιδόταν σε τρεις ξένες γλώσσες. Εκεί, ο δευτερότοκος γιος του Ε. Παπά αποτέλεσε μέλος μιας ομάδας εξαιρετικά μορφωμένων νέων, σαν τον Γ. Κυριακίδη και τον Φ. Πλυτά, με τον οποίο ο Αναστάσης είχε ιδιαίτερα στενές φιλικές σχέσεις. Ο Μάγιερ αφιέρωσε ένα του ποίημα στο φίλο του, στο «freund  Αναστασάκη».

Από τα άλλα παιδιά του Ε. Παπά, ο Θανασάκης εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό από τους Τούρκους στη Χαλκίδα, ο Νικολάκης πολεμούσε ενταγμένος στο στρατιωτικό σώμα του Καραϊσκάκη και σκοτώθηκε στο Καματερό κατά την ατυχή επιχείρηση κατάληψης της Ακρόπολης των Αθηνών. Ο Γιαννάκης θυσιάστηκε στο Μανιάκι πολεμώντας με τους άνδρες του δίπλα στον Παπαφλέσσα. Σ’ αυτόν τον τελευταίο έχω αφιερώσει το ιστορικό μου μυθιστόρημα «Ο γιος του Εμμανουήλ Παπά στο Μανιάκι». Οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τα γεγονότα εκείνης της εποχής, μπορούν να διαβάσουν και να εκτυπώσουν δωρεάν το βιβλίο από την ιστοσελίδα: siskos-logotexnia.gr

Τα αξιόπιστα έγγραφα που βρέθηκαν στα αρχεία εμφανίζουν τον πολύχρονο και ψυχοφθόρο αγώνα προς την «Επιτροπή του Αγώνος» του επιζώντος γιού του ήρωα, του Κωνσταντίνου, για να αναγνωρισθεί η προσφορά του πατέρα του στην Επανάσταση.  Από αυτά τα έγγραφα έχουμε πληροφορίες για την τύχη των άλλων αδελφών του οι οποίοι, ως το 1858, «έζων δεινώς και πολυπαθώς και απέθανον εις τας ψάθας». Ο (μη μόνιμος) πρωτοδίκης και προφανώς πάμφτωχος στο τέλος της ζωής του Αναστάσης πέθανε στην Πάτρα, ο άλλοτε δικαστικός γραμματέας Γεώργιος στη Βόνιτσα και ο Μιχαήλ στη Χαλκίδα.

Μετά τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους, υπήρξε προφανής προσπάθεια πολλών ιστορικών συγγραφέων να συγκαλύψουν ή τουλάχιστο να αποσιωπήσουν λεπτομέρειες από γεγονότα που αμαύρωσαν τον υπέροχο αγώνα του ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία του από τον οθωμανικό ζυγό. Για το θέμα αυτό στη “Νέα Γενική Ιστορία των Ελλήνων” (τ. 10, σ. 328), διαβάζουμε:

«Η περίοδος αύτη αποτελεί μίαν των μελανωτέρων σελίδων της Ελληνικής Επαναστάσεως, η δε παρουσίασις αυτής αποτελεί ιστορικόν καθήκον (μολονότι πολλοί ιστορικοί θεωρούν τούτο ιστορικώς ασύμφορον) διότι το έθνος είναι επιβεβλημένον να γνωρίζη προς παραδειγματισμόν τα γεγονότα, τα οποία παρημπόδισαν ή κατέστησαν δυσκολωτέραν την προσπάθειαν προς άνοδον και ανάπτυξίν του. Κατά τον εμφύλιον πόλεμον τα λαμπρυθέντα δια των ηρωικών κατορθωμάτων των πρώτων ετών της Επαναστάσεως ονόματα ημαυρώθησαν, ηθικά αναστήματα εσμικρύνθησαν, λαμπραί φυσιογνωμίαι κατερρακώθησαν και αι χαραί των νικών απετέλουν όνειδος, εντός του οποίου εξηφανίζοντο οι ήρωες».

Ελπίζουμε πως κάποτε θα πρέπει να επιτελεσθεί, από την πολιτική και πνευματική ηγεσία της σύγχρονης και ευρωπαϊκής Ελλάδας, αυτό το ιστορικό καθήκον.

28-8-2017

Διαβάστε το πρώτο μέροςΕμμανουήλ Παπάς και 1821: Ένας άγνωστος μεγάλος ήρωας

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ