Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑπόψειςΗ διαχρονική συνέχεια της ενιαίας ελληνικής γλώσσας

Η διαχρονική συνέχεια της ενιαίας ελληνικής γλώσσας

- Advertisement -

Μια ερευνητική εργασία 5 άρθρων του Σωκράτη Β. Σϊσκου

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Η αδιάλειπτη συνέχεια της ενιαίας ελληνικής γλώσσας

 

- Advertisement -

                                                                       Άρθρο Νο 1, του Σωκράτη Β. Σίσκου

 

Το πρόβλημα της ενιαίας ελληνικής γλώσσας, το οποίο εντάσσεται σε ένα από τα βασικά επιχειρήματα των αρνητών της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από μεθοδευμένες εξωγενείς πολιτιστικές επιρροές και από  εσωγενείς ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις. Οι αντιθέσεις και διαφωνίες φιλολογικών και λογοτεχνικών ομάδων για τη γλώσσα, εντάχθηκαν στις διαμάχες  των ελληνικών κομμάτων με συνέπεια να αγνοηθούν τα επιστημονικά γλωσσολογικά και λεξικολογικά κριτήρια στην ομαλή εξέλιξη ή στις βίαιες (από άλλους πολιτισμούς κατακτητών) μεταλλάξεις της ελληνικής γλώσσας.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σήμερα αρμόδιος πνευματικός φορέας που να έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες στην προστασία και στον εμπλουτισμό της γλώσσας, όπως π.χ είναι η Γαλλικά Ακαδημία η οποία βάσει του ιδρυτικού καταστατικού της και της συνταγματικής του κατοχύρωσης, αποφαίνεται τελεσίδικα, με καθαρώς επιστημονικά κριτήρια, για γλωσσολογικά ή λεξικολογικά θέματα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα και ως το 1976, υπήρξε ένας «φιλολογικός διάλογος κωφών» για τη Δημοτική ή την Καθαρεύουσα με πολιτικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων και με επιτροπές της μιας ή της άλλης πολιτικής παράταξης. Το πρόβλημα αυτό έχει επιλυθεί με την επίσημη καθιέρωση της Δημοτικής στη Δημόσια Διοίκηση, αλλά οι αντιθέσεις σε ιδεολογικό και κομματικό πλαίσιο εξακολουθούν να υφίστανται σε ότι αφορά στη σχέση της Δημοτικής με την Αρχαία Ελληνική. Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν η ομιλούμενη από τον μέσο Έλληνα νεοελληνική γλώσσα έχει ή δεν έχει σχέση με την Ομηρική, τη γλώσσα των κατοίκων της Κλασικής Εποχής και κυρίως την Αττική Διάλεκτο, την Κοινή Ελληνική που κυριάρχησε στην ελληνιστική εποχή ή με τη βυζαντινή γλώσσα.

Όταν κάποιος απλός Έλληνας πολίτης ακούει στείρες κι άχρηστες ψευτοφιλολογικές συζητήσεις αυτού του είδους, είναι αδύνατον να μην σκεφθεί τα λόγια του Ισοκράτη «για απώλεια πολύτιμου χρόνου», όταν οι διανοούμενοι ασχολούνται με βερμπαλιστικές φιλοσοφικές λεπτολογίες, χωρίς ουσία και ρεαλιστικούς στόχους. Όταν και ο πλέον ακατατόπιστος σε γλωσσολογικά θέματα ανακαλύψει, διαβάζοντας την «Οδύσσεια» ή την «Ιλιάδα», πως υπάρχουν πολλές εκατοντάδες λέξεων της εποχής του Ομήρου που χρησιμοποιούνται αυτούσιες και σήμερα ή πως χιλιάδες και χιλιάδες λέξεων να έχουν την ίδια και αμετάβλητη ρίζα με τις αντίστοιχες λέξεις της Δημοτικής, είναι δυνατόν να υπάρχουν καθηγητές φιλόλογοι ή γενικά άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος που θα μπορούσαν να αμφιβάλλουν για τη διαχρονική συνέχεια μιας ενιαίας ελληνικής γλώσσας; Κι’ όμως υπάρχουν για να επιβεβαιώσουν τις διαπιστώσεις ενός από τους πιο σκληρούς μιλιταριστές της ευρωπαϊκής ιστορίας, του Βίσμαρκ, πως κάποιες φορές οι υπερβολικά εξειδικευμένες γνώσεις κάποιων (ευτυχώς λίγων) Σοφών που εμβαθύνουν σε «περί όνου σκιάς» θέματα και αγνοούν την ουσία των πραγμάτων, οδηγούν μοιραία από αφέλεια, αγκυλωμένες ιδεοληψίες ή συχνά και από ομιχλώδεις και αδιαφανείς στόχους, στη «vaterland verloren{[1]}».

Στην Ελλάδα αυτοί οι λίγοι σοφοί καθηγητές πανεπιστημίου (κυρίως ιστορικοί και όχι γλωσσολόγοι) που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, δεν αρκέστηκαν σε μονόχνοτες φιλοσοφικές και φιλολογικές συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων αλλά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα, μετά την εξουδετέρωση της πατριωτικής Αριστεράς στα κομματικά επιτελεία κάποιων κομμάτων, κυριάρχησαν απόλυτα στους πνευματικούς και πολιτιστικούς χώρους και ιδιαίτερα στους φορείς της δημόσιας εκπαίδευσης και της διαμόρφωσης του φρονήματος των πολιτών. Ίσως κάποιοι αναγνώστες  θεωρήσουν πως αυτή η ολιγομελής αλλά συμπαγής ομάδα των αναθεωρητών πανεπιστημιακών καθηγητών προστατεύεται μόνον από τα αριστερά κόμματα. Η αλήθεια είναι άλλη. Οι προστάτες της ξεφυτρώνουν και από άλλες πολιτικές παρατάξεις. Αν κάποιος διερευνήσει τα πεπραγμένα, σ’ αυτό το θέμα, όλων των Υπουργών Παιδείας αυτής της περιόδου, θα αντιληφθεί αμέσως ποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν την προστατευτική ασπίδα γύρω από αυτή την ομάδα των κρατικοδίαιτων διανοουμένων.

- Advertisement -

Όσο κι’ αν φαίνεται παράδοξο κι’ απίστευτο, τέτοιες ομάδες καθηγητών, συγγραφέων ή δημοσιογράφων, οι οποίες διαμορφώνουν σε όλες τις χώρες το φρόνημα των λαών, αποτελούν έναν αφανή συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον κομμουνιστικό διεθνισμό του προλεταριάτου και στην παγκοσμιοποιημένη (διεθνιστική) νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ιδεολογία των τραπεζιτών. Ο στόχος είναι ίδιος αλλά διαφέρει η μεθοδολογία για την επίτευξή του και η κοινωνική τάξη που θα ωφεληθεί. Στην πρώτη περίπτωση υποτίθεται πως το καθεστώς θα ευνοούσε την ποιοτική αναβάθμιση της ζωής των φτωχών λαϊκών τάξεων αλλά στην πράξη ωφελήθηκε η κομματική ηγετική ομάδα (η Ιντελιγκέντσια). Στη δεύτερη περίπτωση, η αποδόμηση των πολιτιστικών στοιχείων των λαών και η αναπότρεπτη διάλυση και ο κατακερματισμός των εθνών σε κρατίδια/μαριονέτες, διευκολύνει τη συσσώρευση πλούτου στους πλούσιους και περισσότερη φτώχεια στους φτωχούς.

Σ’ αυτά τα θολά και δυσνόητα για τον κοινό πολίτη διεθνιστικά παιχνίδια, στα οποία η ζημία του ενός αποτελεί ευκαιρία για κέρδος (με την ευρύτερη έννοια) για τον άλλον, εντάσσονται και τα δήθεν αμερόληπτα ιδεολογήματα των αναθεωρητών της ιστορίας. Η διεθνής πολιτική και διπλωματική σκηνή δεν είναι μια αθώα παιδική χαρά. Οι αναθεωρητές της ιστορίας γνωρίζουν, λόγω του αντικειμένου της εργασίας τους, πως η σκληρότητα των πολεμικών και οικονομικών συγκρούσεων από τότε που άρχισε να γράφεται η ιστορία της ανθρωπότητας, αγγίζει τα όρια της κτηνωδίας. Σ’ αυτές τις συγκρούσεις δεν υπάρχει οίκτος και συμπόνια. Οι λαοί βρίσκονται σε μια αρένα άγριων θηρίων στην οποία δεν υπάρχουν ούτε αιώνιοι φίλοι και ούτε αιώνιοι εχθροί. Τα θηρία κανιβαλίζουν.  Οι ματωμένες σάρκες του ενός αποτελούν απολαυστική τροφή για το άλλο. Γι’ αυτό όταν κάποιος από οποιοδήποτε ιδεολογικό διεθνιστικό καθήκον θα προσπαθήσει να ταΐσει τα θηρία με σάρκες τις πατρίδας του, θα αναγκαστεί να πετάξει κάποτε στην αρένα και τις δικές του σάρκες. Στο τέλος πάντα ακολουθεί το βαρύ τίμημα και για τους «προσκυνημένους» (κατά την έκφραση του Κολοκοτρώνη) ή τους απογόνους τους των επόμενων γενεών. Διότι όταν κάποιος προσφέρει ιδεολογικά όπλα σε όσους υπονομεύουν την πατρίδα του, κανένας δεν γνωρίζει πότε θα χρησιμοποιηθούν και ποιες μελλοντικές γενιές θα πληρώσουν γι’ αυτή την προσφορά.

Ένας λαός θα πρέπει να βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση ετοιμότητας για να μπορεί να επιβιώσει αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, σε έναν κόσμο συνεχών αντιθέσεων και προκλήσεων. Οι Σπαρτιάτες επιβίωναν ως τη μέρα που ήταν αποφασισμένοι να προστατεύσουν την πατρίδα τους. Όταν «ως λαός» εκφυλίστηκαν πολιτικά και πολιτιστικά, καταβροχθίστηκαν από τα άλλα θηρία της ζούγκλας. Σε τραγικές στιγμές για ένα έθνος, όταν ο λαός δεν μπορεί να αυτοπροστατευθεί, είτε από λόγους πολιτιστικού εκφυλισμού και διχασμών είτε από οικονομική και στρατιωτική αδυναμία, επιλέγει αναγκαστικά ως ευκαιριακό σύμμαχο ή δήθεν εταίρο το λιγότερο αιμοβόρο θηρίο της αρένας και κατά το δυνατόν με παρόμοια πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Η τραγική μοίρα του Λουκά Νοταρά{[2]}, ενός πολιτικού ηγέτη αλλά και συμφεροντολόγου επιχειρηματία που θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στη χριστιανική{[3]} τιάρα του Πάπα και στα αλαζονικά πρωτεία του ή στο σαρίκι ενός αλλόθρησκου Σουλτάνου, δείχνει πως οι αποφάσεις των ηγετών (πολιτικών ή πνευματικών) σε κρίσιμες στιγμές, αποβαίνει τις περισσότερες φορές μοιραία όχι μόνο στους ίδιους και στα παιδιά τους αλλά και στις επόμενες γενιές. Οι σημερινοί αναθεωρητές της ιστορίας, οι οποίοι σκόπιμα αποσυνδέουν τις θεωρίες τους για την πολιτιστική αποδόμηση των λαών από την αναπότρεπτη πρακτική της διαρκούς και αδυσώπητης πάλης στη ζούγκλα των διακρατικών οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων (στα οποία θυσιάζονται εκατομμύρια αθώοι και απλοί άνθρωποι και διαλύονται έθνη), εξυπηρετούν αναμφίβολα είτε αγκυλωμένα ιδεολογήματα είτε (για τα τριάκοντα αργύρια) ξένα συμφέροντα.

Η γλώσσα είναι ο πολυτιμότερος πολιτιστικός θησαυρός ενός λαού. Είναι το αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό στοιχείο που αποκαλύπτει τις προγονικές του ρίζες. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, μετά τα αποκαλυπτικά ευρήματα ειδικών ελλήνων και ξένων γλωσσολόγων ερευνητών για τη σχέση της με τη Μινωική και τη Μυκηναϊκή, αποδεικνύεται πως είναι η αρχαιότερη γλώσσα που αποδεδειγμένα (με γραπτά στοιχεία μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β από τον Μάικλ Βέντρις), έχει επιζήσει αδιάλειπτα ομιλούμενη ως τις μέρες μας. Αυτή τη γλώσσα οι έλληνες και ξένοι αναθεωρητές της ιστορίας επιδιώκουν να την τριχοτομήσουν, ισχυριζόμενοι πως η αρχαία ελληνική και η βυζαντινή είναι «δυο διαφορετικές νεκρές και ξένες γλώσσες», οι οποίες δεν έχουν σχέση με τη νεοελληνική. Αυτά τα ιδεολογήματα πέρασαν από τους πανεπιστημιακούς καθηγητές ιστορίας και σε ελάχιστους (ευτυχώς) φιλόλογους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για την προστασία της ελληνικής γλώσσας. Πριν από μερικά χρόνια διάβασα τις απόψεις ενός φιλόλογου «από αυτούς τους ελάχιστους και από πλευράς εθνικής συνείδησης», ο οποίος διαμαρτυρόταν για τα κείμενα διδασκαλίας του βιβλίου της Α’ Τάξης του Γυμνασίου.  Στο πρώτο μάθημα του βιβλίου  και στην παράγραφο με τίτλο «Οι Έλληνες και η ελληνική γλώσσα» επισημαίνονταν η αδιάκοπη ιστορική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, ο πλούτος της λεξιλογικής παράδοσης, η σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα σύνθεσης, η σημειολογική ακρίβεια των πολυάριθμων συνωνύμων, ο πλούτος του κλιτικού συστήματος των ονομάτων, η διαφάνεια της συντακτικής και λογικής δομής, η μουσικότητα της γλώσσας κ.ά.

Ο (υποτιθέμενος Έλληνας) αναθεωρητής φιλόλογος διαμαρτύρεται γι’ αυτή την «πλύση εγκεφάλου» των παιδιών του Γυμνασίου. Αξίζει να παραθέσουμε ένα μικρό τμήμα του κατάπτυστου αυτού κειμένου. Είναι ένα από τα αμέτρητα κείμενα κάποιων Ελλήνων καθηγητών και ανθρώπων του πνεύματος, που αμφισβητούν τη συνέχεια και την ενιαία μορφή της ελληνικής γλώσσας: «Όποιος», γράφει ο καθηγητής, «διαβάσει τον πρόλογο και το πρώτο μάθημα του εγχειριδίου (που διδάσκεται στα σχολεία), εύκολα αντιλαμβάνεται πως το βάρος πέφτει στις έννοιες της συνέχειας, της συγγένειας, της εγγύτητας της νεοελληνικής γλώσσας με την αρχαία, για να καταλήξει στη διατύπωση της μοναδικής στον κόσμο ενιαίας γλώσσας. Πρόκειται για μια εξόφθαλμα ιδεολογική επιλογή. Τα πρωτάκια καλούνται να μελετήσουν τα αρχαία ελληνικά πρωτίστως και κυρίως για να νιώσουν πως, μέσω μιας ενιαίας και ελάχιστα διαφοροποιημένης γλώσσας, συνδέονται με τους ένδοξους παππούδες τους, πως είναι οι άξιοι και πρωτότοκοι κληρονόμοι τους».

Στις τελευταίες αράδες βρίσκονται τα βασικά σημεία των αντιρρήσεων. Αντιρρήσεις, όμοιες και απαράλλαχτες, με κάποιους ξένους αναθεωρητές ή ορκισμένους μισέλληνες που, είτε επιδιώκουν να οικειοποιηθούν το ελληνικό θαύμα, είτε ν’ απαξιώσουν για πολιτικούς λόγους τον σύγχρονο Έλληνα ως αντάξιο συνεχιστή μιας «προγονικής κληρονομιάς». Ο υποφαινόμενος δεν είναι ειδικός σε γλωσσολογικές ερμηνείες, για να εμβαθύνει περισσότερο στις θεωρητικές προεκτάσεις του γλωσσικού προβλήματος. Αυτή είναι αρμοδιότητα των ειδικών φιλόλογων και γλωσσολόγων.  Όμως, το δυσμενές πρακτικό αποτέλεσμα από τέτοιες αξιοθρήνητες απόψεις, το κατανοεί οποιοσδήποτε απλός πολίτης διότι φαίνεται ολοκάθαρα και στο πλέγμα των διακρατικών πολιτιστικών σχέσεων, ιδίως με κράτη τα οποία οικειοποιούνται μέρος της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η FYROM και η Τουρκία. Αυτές οι απόψεις, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω σε σχετική συζήτησή μου με τούρκους οικονομολόγους, ταυτίζονται απόλυτα με τις προπαγανδιστικές θεωρίες παραχάραξης της ελληνικής ιστορίας, όπως τις έχω διατυπώσει στα πέντε αυτοτελή κείμενα του άρθρου μου «οι πέντε πλαστογραφήσεις της ελληνικής ιστορίας» που δημοσιεύτηκαν στη «Νέα Πρωινή» τον Δεκέμβριο του 2017.

Στην Τουρκία, το πρόβλημα της συνέχειας και της ενιαίας μορφής της ελληνικής γλώσσας, προβάλλεται με τα ίδια αρνητικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν και οι Έλληνες αμφισβητίες διανοούμενοι. Σύμφωνα με την τουρκική προπαγάνδα, η αρχαία ελληνική γλώσσα και  η βυζαντινή (μαζί με τη γλώσσα των Ευαγγελίων) δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τη νεοελληνική. Είναι τρεις διαφορετικές γλώσσες. Τέτοιου είδους ενημέρωση είχα από τους δυο τούρκους οικονομολόγους, οι οποίοι συμμετείχαν σε διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Όταν τους εξήγησα πως, χωρίς να είμαι φιλόλογος, μπορούσα να διαβάσω και να κατανοήσω απλά αρχαία κείμενα (όπως π.χ. του Ξενοφώντα) ή τα κείμενα των Ευαγγελίων, με κοίταζαν μ’ έκπληξη και κάποια δυσπιστία. Αυτοί, όπως μου εξήγησαν «άλλα είχαν διδαχτεί στα σχολεία τους για την ελληνική γλώσσα και τον μικρασιατικό πολιτισμό». Να γιατί, όταν κάποτε καταργήθηκε η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα ελληνικά γυμνάσια, η Γαλλίδα ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί είπε πως είχε διαπραχθεί ένα έγκλημα ενάντια στον ελληνικό πολιτισμό. Τώρα, που οι ίδιοι αναθεωρητές της ιστορίας βρίσκονται σε βασικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας επανέφεραν εκ νέου το θέμα της κατάργησης των αρχαίων ελληνικών στα Γυμνάσια και της τροποποίησης του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Όπως ήδη έχω τονίσει δεν είμαι γλωσσολόγος και αν καταστεί επιβεβλημένη η ερμηνεία επιστημονικών θεμάτων που έχουν σχέση με τη γλώσσα και τη λεξικογραφία θα παραθέσω απόψεις ελλήνων και ξένων ειδικών. Η ερευνητική μου εργασία θα περιοριστεί στην ερμηνεία των διαχρονικών γλωσσολογικών εξελίξεων από πλευράς ευρύτερων πολιτικών επιπτώσεων για τον ελληνισμό. Οι πολιτικές διαστάσεις των εσωτερικών αντιπαραθέσεων για τη χρησιμότητα των αρχαίων ελληνικών και για την ενιαία ελληνική γλώσσα, έχουν μια γενικότερη μορφή, αφού εντάσσονται στους σχεδιασμούς της Νέας Τάξης και της Παγκοσμιοποίησης για την αποδόμηση της κουλτούρας και των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών των λαών. Και η γλώσσα αποτελεί, μαζί με την Ιστορία, τον ισχυρότερο ίσως συνδετικό κρίκο του ελληνισμού. Οι προσπάθειες για αφελληνισμό μπορεί να άρχισαν με τη μεθοδευμένη πλαστογράφηση της ελληνικής ιστορίας, αλλά η ολοκληρωτική επιτυχία θα επιτευχθεί με την απαξίωση μιας γλώσσας που δεν θα συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Όσοι αντιδρούν σε τέτοιου είδους κομπογιανιτισμούς καταγράφονται αμέσως στο μαύρο πίνακα των φασιστών, ρατσιστών και εχθρών της Δημοκρατίας.  Αν αυτού του είδους οι γλωσσολογικές προσεγγίσεις των αναθεωρητών (εθνομηδενιστών) ανήκουν στην  τεκμηριωμένη επιστημονική συζήτηση ή στην καλοσχεδιασμένη μισελληνική πολιτική προπαγάνδα τύπου Φαλμεράγιερ, θα το κρίνουν οι αναγνώστες και από τα κείμενα των επόμενων άρθρων της ίδιας θεματολογίας.

 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

{[1]}  Ολόκληρη η φράση είναι «drei professoren vaterland verloren» (τρεις καθηγητές και η πατρίδα χάθηκε). Ο Ότο φον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck), ο επονομαζόμενος «Σιδηρούς Καγκελάριος», διορίστηκε το 1862 πρωθυπουργός της Πρωσίας και το 1871, όταν δημιουργήθηκε η νέα Γερμανική αυτοκρατορία  του Β’ Ράιχ με αυτοκράτορα τον Γουλιέλμο Α’, διορίστηκε καγκελάριος της Αυτοκρατορίας. Υπήρξε ο ιδεολογικός πατέρας των εμπνευστών του μεταγενέστερου ναζιστικού παγγερμανικού οράματος για τη δημιουργία του Γ’ Ράιχ.  Ήδη από τον πρώτο του λόγο στην Πρωσική Βουλή διαφάνηκε το δείγμα της πολιτικής του σκέψης, όταν διακήρυξε πως τα  μεγάλα εθνικά προβλήματα δεν ήταν δυνατόν να λυθούν με λόγια και ψηφοφορίες «αλλά με αίμα και σίδερο».  Στα μέσα του 19ου αιώνα (γύρω στα 1850) η Γερμανία ήταν κατακερματισμένη σε μικρότερα και φυσικά ανίσχυρα γερμανικά κρατίδια. Ο Βίσμαρκ τόνιζε με σκληρότητα πως οι άσκοπες συζητήσεις και ψηφοφορίες στο Κοινοβούλιο  και οι ψευτοφιλοσοφικές εισηγήσεις των πανεπιστημιακών συμβούλων της κυβέρνησης, δεν έδιναν λύσεις στο πρόβλημα της ενοποίησης των γερμανικών κρατών για τη δημιουργία μιας νέας πανίσχυρης Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή  διατύπωσε τη ρήση που έμεινε γνωστή στην Ιστορία σε μορφή αποφθέγματος για τους «drei professoren», τους πανεπιστημιακούς καθηγητές που με τις άσκοπες θεωρίες και εισηγήσεις τους δεν προωθούσαν εποικοδομητικά την ιδέα «μιας ενιαίας και ισχυρής Γερμανίας».

 

{[2]}  Ο Λουκάς Νοταράς υπήρξε ο τελευταίος Μέγας Δούκας (τίτλος ισότιμος με του πρωθυπουργού) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πλούσιος έμπορος παστωμένων ψαριών και απόγονος της μεγάλης οικογένειας των Νοταράδων της Μονεμβασιάς, στην κρίσιμη στιγμή της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’ κατείχε ένα πόστο εξουσίας για το οποίο ήταν τελείως ακατάλληλος. Οι φιλικές και εμπορικές του σχέσεις με ανώτατους οθωμανούς αξιωματούχους και επιχειρηματίες και η αφελής άποψή του πως θα μπορούσε «να κουμαντάρει» το νεαρό και άπειρο, όπως νόμιζε, Μωάμεθ που τότε ήταν 21 ετών, τον παρέσυραν σε εσφαλμένες πολιτικές εκτιμήσεις.  Όλα σχεδόν τα εδάφη της Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας είχαν από δεκάδες χρόνια καταληφθεί από τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν ανακηρύξει ως πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας τους την Αδριανούπολη, τη γενέτειρα του Μωάμεθ. Η Κεντρική και η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη είχαν κατακτηθεί 70 περίπου χρόνια πριν από την Κωνσταντινούπολη. Η άλωση της απομονωμένης και περικυκλωμένης πρωτεύουσας ήταν πλέον θέμα χρόνου, εκτός αν η Δύση, φυσικά με θρησκευτικά και οικονομικά ανταλλάγματα, επενέβαινε για να αποτρέψει το μοιραίο. Ο Νοταράς μισούσε τους Λατίνους για τις καταστροφές που προκάλεσαν στην πόλη κατά την Δ’ Σταυροφορία του 1204. Γι’ αυτό, βαθιά ανθενωτικός είχε ρητά δηλώσει πως «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν» (είναι προτιμότερο να αντικρίσω στο κέντρο της Πόλης να κυριαρχεί το τούρκικο τουρμπάνι παρά η λατινική καλύπτρα, η τιάρα του Πάπα).  Ο χρονικογράφος Γεώργιος Φραντζής, αξιωματούχος και στενός συνεργάτης του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα, ο μόνος που έζησε και περιέγραψε με λεπτομέρειες όλα τα γεγονότα της Πολιορκίας και της Άλωσης, τον αποκαλεί άπληστο, φιλοχρήματο και φιλότουρκο. Ο γενοβέζος Ιωάννης Τζιουστινιάνι (Giovanni Longo Giustiniani), ένας από τους σκληρούς υπερασπιστές της Πόλης και άξιος πολεμιστής στο πλευρό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, είχε εκφράσει την επιθυμία «να σκοτώσει με το μαχαίρι του τον προδότη». Μετά την Άλωση όλοι περίμεναν, με βάση τις φήμες που αποδίδονταν στο στενό περιβάλλον του Σουλτάνου, πως ο Μωάμεθ θα διόριζε το Νοταρά κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης, διότι ως βασικό στέλεχος  των Ανθενωτικών είχε αποτρέψει κάθε ιδέα συμμαχίας με τους Καθολικούς. Μάλιστα, κάποιες φήμες αναφέρουν (το επιβεβαιώνει και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος) πως κατά τις συναντήσεις του με τον Μωάμεθ, αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Νοταράς του αποκάλυψε το μυστικό για τις πληροφορίες που έδινε κρυφά και έναντι αμοιβής στους Βυζαντινούς ο Μέγας Βεζίρης Χαλήλ Μπέης ο οποίος, με διαταγή του Σουλτάνου, συνελήφθηκε και εκτελέστηκε.  Όμως, η εξέλιξη των γεγονότων ήταν τελείως διαφορετική. Ο νεαρός Σουλτάνος, γνωστός για τα παιδοφιλικά του πάθη, θέλησε να συμπεριλάβει στο χαρέμι του και τον δεκατετράχρονο γιο του Νοταρά. Η αρνητική απάντηση του πατέρα οδήγησε στο θάνατο με αποκεφαλισμό του παιδιού του, του γαμπρού του και του ίδιου. Ο  Νοταράς, πάνω στον ανθενωτικό του οίστρο και στα οικονομικά του συμφέροντα, αγνόησε το πολιτιστικό στοιχείο ομαλής κοινωνικής συμβίωσης κατακτητή και κατακτημένου. Σε τέτοιες τραγικές στιγμές ζωής και θανάτου που τίθεται το πρόβλημα μιας καθοριστικής επιλογής του πιο μικρού κακού, της πιο μικρής ζημίας, ισχύει πάντα το αρχαιοελληνικό γνωμικό «δυοίν κακοίν προκειμένοιν το μη χείρον βέλτιστον» (σε μεταγενέστερη πιο απλή διατύπωση: Μεταξύ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον).

{[3]}  Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος  ήταν  ευγενικός, ήπιου χαρακτήρα, πιστός ορθόδοξος χριστιανός, μετριοπαθής και συμφιλιωτικός, αλλά σε κάποια σοβαρή διένεξη ανάμεσα στο Νοταρά και στον Τζιουστινιάνι, η οποία αφορούσε στην αμυντική διάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων της Πόλης, συντάχθηκε με τις απόψεις του δεύτερου. Επίσης, στις κρίσιμες εκείνες στιγμές παράβλεψε τις θρησκευτικές διαφορές ανάμεσα σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς και στην τελευταία λειτουργία στην Αγία Σοφία είχε δίπλα του τον Καθολικό και άξιο συμπολεμιστή του, τον Τζιουστινιάνι. Στη λειτουργία, στην οποία δεν συμμετείχαν πολλοί Ανθενωτικοί, πρωτοστάτησε ο ελληνικής καταγωγής καρδινάλιος Ισίδωρος. Οι μεταγενέστεροι ιταλοί ιστορικοί, ερμηνεύοντας το γεγονός αυτό της σύμπνοιας μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών στην τελευταία αυτή λειτουργία, λίγες ώρες πριν από τη μεγάλη θυσία, αποφάνθηκαν πως ο «Costantino riuscì per un giorno a riunire le due chiese, cattolica e ortodossa, raccolte nella stessa chiesa e con la stessa disposizione danimo» (Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέτυχε για μια μέρα να ξαναενώσει τις δυο εκκλησίες, την καθολική  και την  ορθόδοξη, συγκεντρωμένες στην ίδια εκκλησία και με την ίδια ψυχική/πνευματική διάθεση). Ήταν, μετά το Σχίσμα, μια στιγμιαία Ένωση των δυο χριστιανικών εκκλησιών μέσα στην Αγια-Σοφιά.

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ