Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977

Ο Εθνικός μας ήρωας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

- Advertisement -

1821 -2021: 200 χρόνια από την Εθνεγερσία και παλιγγενεσία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους. Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία μόλις 15 ετών έγινε πολεμιστής εναντίον των τούρκων κι αρματολών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου.

(Κλέφτες, ονομάζονταν τα μέλη ένοπλων παράνομων ομάδων του βουνού, την περίοδο της Τουρκοκρατίας.  Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πηγή αταξίας και ανησυχίας καθώς, οργανωμένοι σε ολιγο- ή πολυμελείς ομάδες, προκαλούσαν τον τρόμο στους χωρικούς και τους διαβάτες. Το οθωμανικό κράτος, αδυνατώντας να επιβάλει το ίδιο την τάξη, ιδιαίτερα στις ορεινές επαρχίες του, χρησιμοποίησε ένοπλες ομάδες πρώην κλεφτών ή άλλων οπλαρχηγών, προκειμένου να περιορίσει τη δράση των κλεφτών. Οι ένοπλες αυτές ομάδες ονομάζονταν αρματολοί.

- Advertisement -

Από τον 18ο αιώνα οι κλέφτες άρχισαν να δείχνουν πως είναι ικανοί να δημιουργήσουν προβλήματα στην οθωμανική κυριαρχία, με αποτέλεσμα να γίνονται υπολογίσιμοι κι από τις ξένες δυνάμεις που απέβλεπαν σε εξέγερση των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων αλλά και από τους Έλληνες που απέβλεπαν στην αποτίναξη της τουρκικής κυριαρχίας. Οι τελευταίοι είδαν στους κλέφτες, τους ηρωικούς εκδικητές του Ελληνισμού κι έδωσαν ρομαντικό πνεύμα στη λέξη κλέφτης, με πρώτο παράδειγμα το συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας η οποία δημοσιεύτηκε το 1806 στην Ιταλία. Αυτός αποκαλεί τους κλέφτες ανθρώπους, οι οποίοι, μη υποφέροντας τη φοβερή τυραννία των Οθωμανών, φεύγουν στα δάση για να διαφυλάξουν την ελευθερία τους και δεν ενοχλούν καθόλου τους χωρικούς. Γνωστοί κλέφτες: Κατσαντώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αθανάσιος Διάκος, Ζαχαριάς. Αυτοί έδωσαν το όνομά τους στα φημισμένα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια.)

 

Η πολεμική δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του σ’ όλη την Πελοπόννησο.

 

Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι. Τον Ιανουάριο του 1806, δεκαπέντε χρόνια πριν την επανάσταση, οι Τούρκοι αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους κλέφτες της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν γίνει κράτος εν κράτει. Μεγαλύτερος όλων και πιο ενοχλητικός για την Υψηλή Πύλη, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Τον μήνα εκείνο έφθασε στην Τριπολιτσά ο αφορισμός των κλεφτών από το χριστιανικό  Πατριαρχείο (εικ. κάτω) μαζί με ένα σουλτανικό διάταγμα,που διέταζε τον τοπικό πληθυσμό, να μη προσφέρει καταφύγιο στους κλέφτες, να μην τους χορηγεί τρόφιμα, να διακόψει κάθε σχέση μαζί τους, να τους καταδίδει στις τουρκικές αρχές και να ενισχύει τον στρατό, κάθε φορά που θα οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον τους.

Έτσι, με τη συνδρομή της χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησίας κι όλων των προκρίτων του Μοριά, ο κατατρεγμός εναντίον των κλεφτών έλαβε την αγριότερη μορφή του. Ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε τους περίπου 150 άνδρες του και τους πρότεινε να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Μετά την επίμονη άρνησή τους, τους συμβούλευσε να σχηματίσουν πέντε ή έξι μπουλούκια, να κρυφτούν, να περιμένουν έως τον Μάρτιο να λιώσουν τα χιόνια και τότε να συγκεντρωθούν εκ νέου. Ωστόσο, δεν εισακούσθηκε. Οι άνδρες του ήθελαν να αντισταθούν ενωμένοι σε ολόκληρη τη στρατιωτική δύναμη του Μοριά, τουρκική και ελληνική.

- Advertisement -

Οι Τούρκοι συνέλαβαν πολλούς Έλληνες, υπόπτους για υπόθαλψη των κλεφτών και τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Με αυτήν τη μέθοδο τρομοκρατίας, κατάφεραν να εξαναγκάσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, να καταδιώξουν τους Κολοκοτρωναίους και τους άλλους πολεμιστές. Κάθε χωριό έγινε και μια θανάσιμη παγίδα. Τούρκοι κι Έλληνες που συνεργάζονταν μαζί τους, έστηναν ενέδρες, τους συλλάμβαναν και τους οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στην Τριπολιτσά. Η απομόνωση των πολεμιστών στέφθηκε προσωρινά από επιτυχία. Η οριστική εξολόθρευσή τους ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Οι αφορισμένοι (από τους χριστιανούς παπάδες) Κολοκοτρωναίοι δεν μπορούσαν να βρουν άσυλο πουθενά. Το σώμα τους έπρεπε να αυτοδιαλυθεί. Χωρίσθηκαν με δάκρυα στα μάτια και με αυτά τα λόγια: «Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο». Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό, ο δρόμος, ο χαραγμένος με αίμα για την κλεφτουριά, έφθασε στο τέλος του. Όλοι όσοι χωρίσθηκαν από τον Κολοκοτρώνη, σκοτώθηκαν. Η εξόντωση των πολεμιστών του Μοριά υπήρξε ολοκληρωτική. Οι δυστυχισμένοι ραγιάδες έχαναν τους μοναδικούς φυσικούς τους προστάτες, απέναντι στις αυθαιρεσίες της τουρκικής και χριστιανικής εξουσίας.

Τελικά ο Κολοκοτρώνης, κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες κατάφερε να περάσει στη Ζάκυνθο. Η φήμη του όμως, παρέμεινε στην Πελοπόννησο. Ο θρύλος του φοβερού κλέφτη, τον οποίο τόσο αποτελεσματικά συντηρούσε η λαϊκή φαντασία, προκαλούσε υστερία στις τουρκικές Αρχές. Στην Τριπολιτσά, σχεδόν καθημερινά, έφθαναν οι πιο παράξενες και αντιφατικές πληροφορίες για τον Κολοκοτρώνη. Άλλοι τον έβλεπαν να λεηλατεί, με δεκάδες κλέφτες, τα τουρκικά τσιφλίκια και άλλοι διέδιδαν ότι σκοτώθηκε. Ο Σουλτάνος τον επικήρυξε και πολλοί εμφανίσθηκαν στις αρχές με κομμένα κεφάλια, που υποστήριζαν ότι ήταν του τρομερού αρματολού.

Άλλωστε, οι Τούρκοι στο διοικητικό κέντρο της Τρίπολης, δεν γνώριζαν πως ήταν το πρόσωπό του. Γνώριζαν όμως, πως είχε «κεντήσει» στο χέρι του, με στίγμα πυρίτιδας, τη χρονολογία γέννησής του. Για να σταματήσει η προσπάθεια εξαπάτησης, που μεγέθυνε και τον θρύλο του Κολοκοτρώνη, έκοψαν μερικά κεφάλια απατεώνων, που έλεγαν ψέματα ότι σκότωσαν τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη. Άλλοι, κάθε τόσο, παρουσίαζαν στον διοικητή του Μοριά κάποιο κομμένο χέρι με το συγκεκριμένο σημάδι. Οι Τούρκοι έδιναν υπέρογκη αμοιβή και το κρεμούσαν επιδεικτικά στην αγορά, σύντομα όμως μάθαιναν πως ο Κολοκοτρώνης ζούσε. Τότε, για έναν ολόκληρο χρόνο, πήγαιναν στον διοικητή άλλα κομμένα χέρια. Τελικά απελπίστηκαν. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Γέρος επέστρεψε στον Μοριά, κρατώντας στο κεντημένο χέρι του το φλάμπουρο της Επανάστασης.

Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως κι έγινε.

Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821) στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822) όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε Αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος κι ο γιος του συνελήφθησαν από Έλληνες και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης, σύμφωνα με σχέδιο που δημοσιεύθηκε το 1827 στο Παρίσι από τον A. Friedel και θεωρείται από τις πιο πιστές απεικονίσεις του ήρωα. 2. Η στολή, τα όπλα και προσωπικά αντικείμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Τι είπαν οι φιλότουρκοι της Ευρώπης και γιατί μετά την Τριπολιτσά δεν υπήρχε περίπτωση συνθηκολόγησης;

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς: «Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί και διέταξα και το έκοψαν»

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 οι Έλληνες επαναστάτες αλώνουν την πόλη της Τριπολιτσάς, το κέντρο της τουρκικής κι εβραϊκής εξουσίας στην Πελοπόννησο. Η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη σηματοδοτεί την έναρξη μιας άνευ προηγουμένου σφαγής του τουρκικού κι εβραϊκού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα γύρω από την Τριπολιτσά δεν υπήρχε στρατός που διεξήγαγε πόλεμο. Φλεγόταν μια επανάσταση οργισμένου λαού, εξαγριωμένου από την αβάστακτη τυραννία. Οι άνθρωποι αυτοί εννοούσαν να φερθούν στους Τούρκους κι Εβραίους όπως σε τυράννους που είχε έλθει η ώρα να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους. Η Τριπολιτσά ήταν το σύμβολο της Οθωμανικής εξουσίας επί έναν αιώνα.Από εκεί είχαν περάσει τόσοι φοβεροί πασάδες κι από εκεί εξακοντίζονταν διατάγματα καταπιέσεων και απερίγραπτων καταδιώξεων, θανατικών εκτελέσεων και εξοντώσεων ολόκληρων πληθυσμών. Ήταν η «Βαβυλώνα» του Μοριά, όπου οι μπέηδες και οι αγάδες οργίαζαν με το αίμα και τον ιδρώτα του λαού ολόκληρης της χώρας.

Οι χειρότερες αναμνήσεις της σκλαβιάς του πελοποννησιακού λαού συνδέθηκαν με την Τριπολιτσά. Από εκεί αναχωρούσαν οι εισπράκτορες των τουρκικών φόρων. Εκεί υπήρχε ο πλάτανος από τον οποίο είχαν κρεμαστεί τόσοι δυστυχείς άνθρωποι. Πολλοί από τους πολιορκητές της πόλης είχαν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς με τους Τούρκους και τους Εβραίους πλιατσικολόγους. Οι νικητές δεν έδειξαν έλεος για κανέναν. Θρήνοι και σπαρακτικές κραυγές ακούγονταν απ’ όλες τις τουρκικοεβραϊκές συνοικίες, όπου συντελείτο άγρια σφαγή. Δεν γινόταν διάκριση φύλου ή ηλικίας. Πολλοί προσέφεραν στους νικητές χρήματα και πολύτιμα είδη για να εξαγοράσουν τη ζωή τους, αλλά ούτε αυτό τους ωφέλησε. Οι εξαγριωμένοι επαναστάτες πρώτα απ’ όλα ζητούσαν εκδίκηση. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του έγραψε: «Από τα τείχη ίσαμε το σεράι το άλογό μου δεν επάτησε στο χώμα. Το ασκέρι οπού ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα».

Η σφοδρή αντίδραση των φιλότουρκων ευρωπαίων. Από τις 34.000 του οθωμανικού πληθυσμού και στρατού σώθηκαν μόνον 8.000 και έμειναν αιχμάλωτοι των νικητών. Επί χρόνια οι αντιπολιτευόμενοι στα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης ανέφεραν, σε άρθρα και σε διαλέξεις τους, ότι οι σφαγές εκείνες ήταν απόδειξη πως οι Έλληνες είχαν αποβάλει τα χαρακτηριστικά της φυλής που έδωσε στην ανθρωπότητα τα έξοχα διδάγματα ευγένειας και ανθρωπισμού και είχαν μετατραπεί σε έναν λαό θηριώδη και ημιάγριο, ξένο προς κάθε ανθρώπινο αίσθημα και ανάξιο ελευθερίας.

Οι τουρκόφιλοι βρήκαν επιτέλους ένα γεγονός που προκαλούσε τη φρίκη των ανθρωπιστών, αυτών που συνήθως κρίνουν τη ζωή και τους φοβερούς αγώνες ατόμων και λαών μέσα από τα γραφεία και τα σαλόνια τους, σύμφωνα με «ωραίες» θεωρίες. Η άλωση της Τριπολιτσάς συγκρίθηκε με τις πιο αποτρόπαιες πράξεις βάρβαρων λαών όχι όμως και η σφαγή της Χίου που έγινε στις 30 Μαρτίου 1822. Απέναντι σε αυτές τις άτοπες συγκρίσεις ο Σπυρίδων Τρικούπης υπενθύμισε την άλωση της Ιόππης από τους Γάλλους του Ναπολέοντα. Όλοι οι κάτοικοί της είχαν κατακρεουργηθεί. Και η σφαγή δεν είχε γίνει από σκλάβους εναντίον τυράννων, αλλά από τακτικό ευρωπαϊκό στρατό με διαταγή του ίδιου του στρατηγού του.

Οι Γάλλοι φιλέλληνες αξιωματικοί Μάξιμος Ραιμπώ και Μωρίς Περσά εκδήλωσαν και αυτοί προς τους Έλληνες φοιτητές που είχαν έλθει από το Παρίσι τον αποτροπιασμό τους για τα γεγονότα της Τριπολιτσάς. «Αλλ’ οι νέοι αυτοί», έγραψε ο Ραιμπώ, «είχαν ταξιδέψει, είχαν διαβάσει και για να υπερασπισθούν τους συμπατριώτας των ανεζήτησαν εις τας κατηγόρους σελίδας της ιστορίας πράξεις αναλόγους προς εκείνας». Ο Περσά μας αποκάλυψε τις «κατηγόρους σελίδας» που ανέφεραν οι, ευρισκόμενοι στην Τριπολιτσά, Έλληνες σπουδαστές του εξωτερικού.

Του υπενθύμισαν τα γεγονότα της Γαλλίας του 1793. Τι ήταν πράγματι η άλωση της Τριπολιτσάς απέναντι στις σφαγές του Σεπτεμβρίου, στην τραγωδία της Ναντ και στις άλλες αγριότητες της γαλλικής τρομοκρατίας; Γιατί δεν εμποδίστηκε η σφαγή; Οι σφαγές της Τριπολιτσάς ήταν η έκφραση οργής ενός λαού τυραννισμένου επί αιώνες, οργής που κορυφώθηκε από τη δολοφονία του πατριάρχη Γρηγορίου E’ από τις σφαγές της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του Αϊβαλιού και της Κύπρου, από τη λεηλασία των ελληνικών επαρχιών από τις οποίες πέρασε ο Μουσταφάμπεης, από τους βιασμούς των νεαρών γυναικών του Άργους και από τη φονική συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στους φυλακισμένους αρχιερείς και προκρίτους.

Στο ελληνικό στρατόπεδο βρίσκονταν αρκετοί Αϊβαλιώτες που διψούσαν για εκδίκηση, αφού από την άδικη επιδρομή των Τούρκων κι Εβραίων εναντίον τους είχαν χάσει τις οικογένειές τους. Οι Έλληνες ήταν οι άνθρωποι για τους οποίους το τουρκικό κράτος είχε καταργήσει τη δικαιοσύνη και για τις καταδίκες των οποίων οι δικαστές ανέφεραν ως επιχειρήματα τη φυλετική τους υπόσταση και τη θρησκεία τους. Επρόκειτο για μια επανάσταση που βάφτηκε με το αίμα των εχθρών της, αποδεικνύοντας μια ζωτικότητα άγρια, αλλά αναπόφευκτη ώστε να μην υποστεί την τύχη που η ίδια επέβαλε στον αντίπαλο.

Οι σφαγές δεν πραγματοποιήθηκαν από τακτικό στρατό, αλλά από επαναστατημένο πλήθος.

Η έφοδος έγινε χωρίς διαταγή των οπλαρχηγών. Όμως πολλοί από αυτούς μάντεψαν τις σφαγές και εν μέρει τις θέλησαν. Γι’ αυτό απομάκρυναν από το στρατόπεδο τον Δημήτριο Υψηλάντη, που επιθυμούσε υπογραφή συνθήκης και είσοδο των Ελλήνων πολεμιστών στην πόλη με πλήρη τάξη. Το συμπέρασμα ότι οι οπλαρχηγοί θέλησαν τις σφαγές εξάγεται από το ότι δεν πραγματοποίησαν τίποτα σοβαρό για τον περιορισμό της επίθεσης, μόνο εναντίον των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων και των προμαχώνων. Τις πρώτες ώρες της εφόδου, βέβαια, η διοίκηση των σωμάτων είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Όμως όταν νύχτωσε ήταν δυνατό να σχηματίσουν περιπόλους και να περιορίσουν το κακό.

Το μόνο για το οποίο φρόντισαν ήταν η αιχμαλωσία και η ασφάλεια των συγκεντρωμένων στο σεράι επίσημων Τούρκων και των χαρεμιών, λόγω της χρησιμότητάς τους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί θεώρησαν τις σφαγές ως αναγκαιότητα για την Επανάσταση. Έπρεπε να ανοιχτεί μεταξύ των επαναστατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αγεφύρωτο χάσμα. Έπρεπε να αποκλεισθεί ο δρόμος μιας πιθανής αμνηστίας ή συνθηκολόγησης (συνηθισμένη κατάληξη σε προηγούμενες εξεγέρσεις). Το μέσο ήταν φρικτό, αλλά μοναδικό. Οι επιλογές για τους επαναστάτες ήταν πλέον δύο: Ελευθερία ή Θάνατος.

Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του ’21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:

«O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους και παίρνω και εγώ άλλους τόσους και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα κι αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου»

Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης. Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο “Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836” και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα «Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας κι όλοι, κι οι προεστοί, κι οι καπεταναίοι, κι οι πεπαιδευμένοι, κι οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό κι εκάμαμε την Επανάσταση»

Ο πρώτος αναγκαστικός εσωτερικός δανεισμός από τους πλούσιους για τη χρηματοδότηση της επανάστασης.

 

Το 1821 είναι ημερομηνία-σταθμός για την απαρχή της Ελληνικής Επανάστασης. Ύστερα από 4 αιώνες σκλαβιάς κάτω από τον τουρκικό ζυγό, ο αγώνας για την απελευθέρωση ξεκίνησε από την Πελοπόννησο, από την πόλη της Καλαμάτας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ελληνικό έθνος αντιμετώπισε πολλά οικονομικά προβλήματα και μια άμεση λύση έπρεπε να βρεθεί από την Κυβέρνηση για να αποφευχθεί η χρεοκοπία.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, τότε, πρότεινε ένα ποσοστό από τα κοσμήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα να διατίθεται στο έθνος, σε κοινό ταμείο για τη στήριξη της επανάστασης και τη βιώσιμη λειτουργία της κυβέρνησης. Αναμενόμενα, η μακροχρόνια έλλειψη αγαθών έφερε την διχόνοια ανάμεσα σε λαφυραγωγούς και κυβερνητικούς κι έτσι από το πλιάτσικο που ακολούθησε η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εισέπραξε σχεδόν τίποτα! Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, μόνο ο αγωνιστής Κεφάλας, παρέδωσε στον Υψηλάντη δέκα χάλκινα κουταλάκια για τη σωτηρία της πατρίδας του.

Η απόφαση της «Προσωρινής Διοικήσεως» και η «χρηματολογία»

 

Το ύψος των εσόδων από τη λαφυραγωγία ήταν ελάχιστα έως μηδαμινά. Το 1822, η «Προσωρινή Διοίκηση» στην Πελοπόννησο προσπάθησε να βρει άλλη πηγή εσόδων. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους αποφάσισε την αναγκαστική φορολόγηση ενός γροσιού ανά άτομο. Αν και βολικό, μια τέτοια απόφαση ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί, καθώς στην ερειπωμένη σχεδόν Πελοπόννησο, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ζούσε μέσα στην ένδεια και την ανασφάλεια.

Λίγους μήνες αργότερα, η Πελοποννησιακή Γερουσία επέβαλε το πρώτο αναγκαστικό δάνειο. Αυτή η «χρηματολογία», θα επιβάρυνε τους ευκατάστατους και εκείνους που είχαν ένα περίσσευμα να προσφέρουν. «Η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκαταστάστους να την βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα τον υπέρ της φυσικής, ηθικής και πολιτικής υπάρξεώς της». Με αυτόν τον τρόπο καλούσε η κυβέρνηση τους έχοντες να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στην συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα.

Ο «Γέρος του Μοριά» βοήθησε στην επίτευξη της απόφασης της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Οι αντιδράσεις για την «ακούσια εισφορά» δεν ήταν καθόλου ευοίωνες. Πολλοί ευκατάστατοι, δυσφόρησαν με το «εσωτερικό δάνειο» κι αποφάσισαν να μείνουν άπραγοι. Υπήρχε βέβαια και τεράστια αμφιβολία για το αν και πότε τα χρήματα που θα έδιναν για το καλό της πατρίδας, θα τους επιστρέφονταν ποτέ. Για να δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους εσωτερικούς δανειστές, η Κυβέρνηση πρότεινε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να αποτελέσει χρέη εισπράκτορα του αναγκαστικού φόρου. Την απόφαση λοιπόν υπέγραψε κι ο «Γέρος του Μοριά».

Μαζί με τους γερουσιαστές Ανδρέα Καλαμογδάρτη, Ηλία Καράπαυλο, Χριστόδουλο Άχολο και Παναγιώτη Σοφιανόπουλο, ο στρατηγός είχε το ελεύθερο να επισκέπτεται τα σπίτια των οικονομικά εύρωστων και να εισπράττει το ανάλογο ποσό που είχε επιβάλλει η Γερουσία. Ένας σημαντικός αριθμός στρατιωτών και μια λίστα με τα ονόματα των ευκατάστατων διευκόλυνε την εργασία της πενταμελούς επιτροπής.

Πέρα από τα ονόματα που υπήρχαν στην λίστα, η επιτροπή είχε την δυνατότητα να εισπράξει τον φόρο και από άλλους τυχόν ευκατάστατους της επαρχίας. Τελειωτικό χαρτί της όλης επιχείρησης ήταν η διανομή ομολόγων, αμέσως μετά την είσπραξη, τα οποία βέβαια δεν είχαν καμία αξία. Το ποσό που μαζεύτηκε ήταν 1.066.000 γρόσια. Οι Πελοποννήσιοι, τελικά, εκούσια ή ακούσια συμμορφώθηκαν με την εντολή της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μακροχρόνιο «εσωτερικό δάνειο» Πριν η Ελλάδα φτάσει στη λήψη επίσημης χρηματικής βοήθειας, με τη μορφή δανεισμού, από τους Άγγλους η Κυβέρνηση πραγματοποίησε κι άλλες «ακούσιες εισφορές». Το 1823, επιβλήθηκε πάλι αναγκαστικός φόρος. Αυτή τη φορά, η είσπραξη αναφερόταν σε κτήματα και περιουσίες, ενώ λίγο αργότερα ζητήθηκαν πέρα από χρήματα και ζώα για τις ανάγκες που είχαν τα στρατεύματα του Καραϊσκάκη. Αυτό το μέτρο λίγο αργότερα θα έδειχνε ότι δεν αρκούσε για την χρηματοδότηση του Επαναστατικού Αγώνα κι έτσι η Ελλάδα στράφηκε στο εξωτερικό για οικονομική βοήθεια. Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της Ελλάδας με το πρώτο δάνειο που έφερε διχόνοια, εμφύλιο, χρέη και καθόλου ελευθερία!

 

Όταν ο Θ. Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία

Θανατική ποινή μαζί με τον Πλαπούτα ήταν η αρχική ετυμηγορία

 

Στις 20 Μαρτίου του 1834 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας παραπέμπονται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα ξεκίνησε στις 16 Απριλίου. Ο «Γέρος του Μοριά» αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Η βαυαρική αντιβασιλεία δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης. Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη μαζί με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά. Ήθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους «καταστροφική» τάξη πραγμάτων.

Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο. Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Όθων έδωσε χάρη. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.

Το σκοτεινό μπουντρούμι, που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή μας ως φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι, φαίνεται πως δεν ήταν ο χώρος που έμεινε έγκλειστος ο θρυλικός Γέρος του Μοριά μετά την καταδίκη του σε θάνατο στις 26 Μαΐου 1834 από το καθεστώς της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Η φυλακή του ήταν όντως στο Παλαμήδι, όχι όμως στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Ήταν σε ένα μικρό ισόγειο κτίσμα με παράθυρο και μικρή αυλή στον προμαχώνα του Μιλτιάδη. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται συνοπτικά στη φυλάκισή του στο Παλαμήδι μετά την καταδίκη του χωρίς καμιά περιγραφή της φυλακής.

«Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».

Τυχάρπαστοι δυτικοί ασήμαντοι τυχοδιώκτες, αποτυχημένοι πολιτικά στις χώρες τους, μέλη της επιβληθείσας Αντιβασιλείας, (Άρμανσμπεργκ, Μάουερ, Έιντεκ, Άμπελ, Κράινερ) υποβοηθούμενοι  από γραικύλους αυλοκόλακες, που πάντοτε περίσσευαν στην πορεία της Ελληνικής Ιστορίας, (Κωλέττης, Μαυροκορδάτος κ.α.) αλληλοϋπονομευόμενοι μεταξύ τους ως προς την αύξηση της επιρροής για λογαριασμό του καθενός στα ελληνικά τεκταινόμενα, αποφάσισαν να  επιβάλλουν «δικαιοσύνη» στους αλληλοσπαρασσόμενους Έλληνες και να διδάξουν δήθεν «πολιτισμό»

Ο Μάουρερ κηρύσσει στρατιωτικό νόμο σ’ όλη την χώρα με αφορμή, την μη καταβολή φόρων από τους κατοίκους της Τήνου, διατάσσοντας τον Άγγλο Μάσον να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και άλλους αγωνιστές, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Με το υπ΄αριθμ. 1841 (Απρίλιος 1834) κατηγορητήριο, ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας παραπέμπονται στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου, ενώ σχετικά με το θόρυβο που δημιούργησε η φυλάκιση των δύο μορφών του Αγώνα, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Κωλέττης, είχε πει χαρακτηριστικά: «Αν τον σκότωναν (τον Κολοκοτρώνη) στην Ύδρα δε θα τον είχαμε να μας τα κάνει αυτά σήμερα» Εννοεί στην αρχική του φυλάκιση του, στην Ύδρα, το 1825.

Από τη αρχική σύνθεση του δικαστηρίου, στην οποία μετείχαν οι α) Πολυζωίδης ως Πρόεδρος β) Πάικος ως Δικαστής γ) Λουκόπουλος ως Δικαστής, δ) Σούτσος ως Δικαστής, ε) Τερτσέτης ως Δικαστής και στ) Ζώτος ως Γραμματέας, αντικαταστάθηκαν ως φιλοκολοκοτρωνιστές και για λόγους δικαστικής σκοπιμότητας,  από κάποιον Βούλγαρη (από την Κέρκυρα) και Φραγκούλη (από τη Θεσσαλία). Μάλιστα ο Μάουρερ, είχε προσπαθήσει να προκαταλάβει την ετυμηγορία των μελών της αρχικής σύνθεσης του δικαστηρίου και προφανώς προέβη σε αντικαταστάσεις όταν διέγνωσε την απροθυμία κάποιων μελών «να συνεργαστούν».

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, που άρχισε τον Απρίλιο του 1834, καθήκοντα Υπουργού Δικαιοσύνης εκτελούσε ο  Κ. Σχινάς, που ανησυχούσε ιδιαίτερα για την καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα (καθημερινή παρουσία στη δίκη και πολλές φορές αυθαίρετη και αναρμόδια επέμβαση στη διαδικασία), ενώ επιπρόσθετα, όπως προαναφέρθηκε ένας και των δικαστών ήταν ο Δ. Σούτσος,  σύζυγος της αδελφής του Σχινά.

Σε αυτή τη δίκη πολιτικών και προδοτικών σκοπιμοτήτων, μεταξύ των υπολοίπων -προς τεκμηρίωση κατηγορίας- εγγράφων,  χρησιμοποιήθηκε και μια επιστολή του Γέρου προ του Τσάρο της Ρωσίας, που αφορούσε όμως την επίλυση του Μοναστηριακού θέματος. Ήταν η αφορμή να αποδοθεί η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας περί συνεργασίας με τους Ρώσους. Από το ακροατήριο, προσήλθαν για κατάθεση, δεκάδες μάρτυρες. Άλλοι προς υπεράσπιση (Νομάρχης Τρίπολη, προεστοί , Διευθυντής Αστυνομίας Τρίπολης) αλλά και πολλοί προς κατηγορία, κατά κανόνα πολιτικοί οπαδοί του Κωλέττη.

Στην εκτέλεση της ετυμηγορίας με την οποία καταδικάστηκαν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας οι δύο κατηγορούμενοι, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Πολυζωίδης και ο δικαστής Τερτσέτης, αρνούμενοι να προσυπογράψουν κάτι που ήταν αντίθετο με τη δικαστική τους συνείδηση. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αφού πρώτα διέταξε την άσκηση σωματικής βίας κατά των μειοψηφούντων προκειμένου να επιτύχει την αλλαγή της γνώμης τους, τους έθεσε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα και τους παρέπεμψε σε δίκη. Μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, ξεκίνησε ένας νέος κύκλος φαυλοτήτων και υπονομεύσεων  και αφορούσε την επιθυμία του Όθωνα να μετατραπεί η θανατική ποινή σε ποινή φυλάκισης είκοσι (20) ετών.

Αίσθηση προκάλεσε η επιμονή του Κωλέττη για άμεση εκτέλεση, η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης Σχινά για υποβολή πρότασης μετατροπής της ποινής, ενώ αντίθετα ο απλός λαός, αγανακτισμένος, διαμαρτυρόταν για την απόφαση του δικαστηρίου. Παροιμιώδης θα μείνει η στωικότητα του Γέρου, όταν κάποιος από τον όχλο, ενώ μεταφερόταν από σιδηροδέσμιος από του πραιτωριανούς φρουρούς της αντιβασιλείας, έλεγε «Στρατηγέ, κάνε κάτι, θα σε σκοτώσουν άδικα» κι ο Κολοκοτρώνης του απάντησε «Είναι καλύτερο αυτό, από το να με σκότωναν δίκαια» Τελικά με την παρέμβαση του  Όθωνα, λίγες μέρες πριν τη εκτέλεση της καταδίκης, η ποινή μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη. Κάποιος υπασπιστής του Όθωνα μετέδωσε το νέο στον Κολοκοτρώνη μέσα στη φυλακή, αλλά αυτός και πάλι ατάραχος του είπε «Θα τον γελάσω το Βασιλέα, δεν θα ζήσω τόσα χρόνια» Με την ενηλικίωση του Όθωνα, (Μάιος 1835) χορηγήθηκε αμνηστία στον Γέρο και στο Πλαπούτα.

Τέτοιου είδους μικροπρεπείς σκοπιμότητες και δολοπλοκίες από τους Έλληνες υποτελείς εκείνης της περιόδου, παρατηρούνται σε πολλές διαδρομές της Ελληνικής Ιστορίας.

ΠΗΓΗ

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ