Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΤο "έθνος" των Ψευδο-μακεδόνων: Πώς και από ποιούς κατασκευάστηκε η μεγάλη αυταπάτη;

Το “έθνος” των Ψευδο-μακεδόνων: Πώς και από ποιούς κατασκευάστηκε η μεγάλη αυταπάτη;

- Advertisement -

Από το 1896 στο σήμερα: Τα πολιτικά συμφέροντα και τα λάθη που οδήγησαν στην μεγαλύτερη πολιτιστική απάτη του 20 αιώνα

Η «ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ» ΕΝΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Η μεγαλύτερη πολιτιστική απάτη του 20ου αιώνα
του Σωκράτη Σίσκου


Α’ ΜΕΡΟΣ

Όλοι οι Έλληνες, άλλοι εντελώς ανενημέρωτοι και άλλοι γνωρίζοντας κάποιες ελάχιστες πτυχές ενός σοβαρού εθνικού προβλήματος που πρόβαλε ξαφνικά μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αγανάκτησαν με την ιταμή απαίτηση μιας μικρής σλαβικής εθνότητας να διεκδικήσει με πείσμα την αρχαία ιστορική κληρονομιά και το όνομα της Μακεδονίας. Κι’ όμως, το πρόβλημα δεν ήταν ούτε ξαφνικό αλλά ούτε και απρόσμενο. Ξεκίνησε το 1896, όταν από τους Ντέλτσεφ και Πετρώφ ιδρύθηκε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και δημιουργήθηκαν τα ένοπλα σώματα των κομιτατζήδων. Οι αρχικές επιδιώξεις της τότε βουλγαρικής ηγεσίας ήταν καθαρά πολιτικές και επεκτατικές, για να καταλήξουν προοδευτικά, το 1945, στην «κατασκευή έθνους» από τη Γιουγκοσλαβία του στρατάρχη Τίτο και να λάβουν αργότερα πολιτιστικές προεκτάσεις. Προσωπικά θεωρώ, όπως διατύπωσα τις απόψεις μου το 1991 στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μου για τον «ΠΕΡΣΕΑ» , πως αυτή η τεχνητή μετάλλαξη των βουλγάρων κατοίκων της Βαρντάρσκα Μπανόβινα σε «Μακεδόνες», αποτελεί τη μεγαλύτερη πολιτιστική απάτη στη σύγχρονη ιστορία. Λόγω του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των πολιτικών καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και της τότε Γιουγκοσλαβίας, αλλά και της ανεξέλεγκτης προπαγάνδας, ήταν απλή και εύκολη η οργάνωση «ειδικών πολιτιστικών εργαστηρίων» για τη διαστρέβλωση της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας, την οποία ο κόσμος γνώριζε και αποδεχόταν ανεπιφύλαχτα ως το 1945, με βάσει τις αρχαίες ιστορικές πηγές. Η Κομιντέρν η οποία, σε συνεργασία με τον Τίτο, οργάνωσε αυτή την άριστα μελετημένη πολιτιστική επιχείρηση, κατόρθωσε να διαφοροποιήσει με επιτυχία τις προγενέστερες βουλγαρικές επιδιώξεις για προσάρτηση όλης της Μακεδονίας και να διευρύνει τους στόχους για μια σοβιετική διείσδυση στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα αποσκοπούσε στην εξομάλυνση της λυσσαλέας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δυο μέλη της, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, για την αμφισβητούμενη περιοχή της Βαρντάρσκα Μπανόβινα, με τη δημιουργία ενός έθνους που δεν θα είχε εθνικούς δεσμούς με τα προαναφερόμενα δυο κράτη.
Ένα περίπου παραπλήσιο «πείραμα» στέφθηκε με επιτυχία στη Λευκορωσία όταν και πάλι για πολιτικούς λόγους και επιδιώξεις, οι κάτοικοι πολλών διαφορετικών εθνοτήτων της περιοχής μετατράπηκαν σε «ένα άλλο ρωσικό έθνος». Οι Πολωνοί, οι Ουκρανοί και οι Λιθουανοί της Λευκορωσίας, που τους προηγούμενους αιώνες αποτελούσαν την άρχουσα τάξη της χώρας, υποδέχτηκαν με λουλούδια, φιλιά και ζητωκραυγές τους στρατιώτες της ναζιστικής Γερμανίας ως απελευθερωτές. Όμως, μετά την ήττα της Γερμανίας, υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νέα εθνική ταυτότητα με μια μεθοδευμένη «σοβιετοποίηση». Όλα άλλαξαν με την προπαγάνδα στην εκπαίδευση, την υποχρεωτική χρήση της ρωσικής και απαγόρευση όλων των άλλων γλωσσών, την εκτέλεση ή εξορία στη Σιβηρία διανοουμένων, τη διάλυση πολιτιστικών συλλόγων κλπ και κυρίως με τις βίαιες μετακινήσεις και το διασκορπισμό εθνοτικών ομάδων με μεθόδους που άγγιζαν τα όρια της γενοκτονίας .
Παρά το γεγονός πως οι κάτοικοι πολλών χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (Ουκρανία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία) γνωρίζουν τη σλαβική καταγωγή τους, επιδιώκουν μια «πολιτιστική αναβάθμισή τους» με την πολιτική και κοινωνική ενσωμάτωσή τους και τη δουλική προσαρμογή τους στους στόχους μιας παγγερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.
Στην επιτυχία μιας τέτοιας προσέγγισης καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι θρησκευτικές διενέξεις. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαψε να ασκεί ουσιαστική επιρροή στους πιστούς των βορειότερων περιοχών της Ευρώπης και κάποιες χώρες, όπως στην αρχή η Πολωνία και αργότερα η Ουκρανία, με μια διαδικασία ουνιτικής διείσδυσης, ασπάσθηκαν τον Καθολικισμό. Με αυτή τη μετάλλαξη προσπάθησαν να αποβάλλουν «τη ρετσινιά του άξεστου Σλάβου» και να μεταμορφωθούν σε «πολιτισμένους Δυτικοευρωπαίους», αν και από τους γερμανόφωνους λαούς της «Άριας Φυλής» θεωρούνταν, ανέκαθεν, ως «συνοδοιπόροι» δεύτερης κατηγορίας. Αυτό το σύμπλεγμα φυλετικής κατωτερότητας από τις σλαβογενείς χώρες, αποτελεί ένα θλιβερό κίνητρο για να εμφανίζονται ακραίες ιδεολογικές συμπεριφορές, με τις οποίες θα μπορούσαν να εντυπωσιασθούν τα φυλετικώς γνήσια αφεντικά. Δεν είναι τυχαίο πως σε ελάχιστο χρόνο από την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, η χώρα αυτή αναγνωρίστηκε ως το πρώτο «judenfrei» (καθαρό, απαλλαγμένο από Εβραίους) κράτος της Ευρώπης, μετά το πογκρόμ των φοβερών σφαγών των εβραίων πολιτών από παρακρατικές φιλοναζιστικές ομάδες εκτελεστών της δυτικής, κυρίως, Ουκρανίας. Ακόμα και σήμερα, αν κάποιος διερευνήσει τη συμπεριφορά αυτών των χωρών, στα πλαίσια του γερμανικού ηγεμονισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει το ρόλο τους «ως δορυφόρων» και την απόλυτη υποταγή τους στα παγγερμανικά σχέδια.
Αυτή την ιδεολογική συμμαχία των σλαβογενών χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με το Γ’ Ράιχ στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τη βλέπουμε να ξαναζωντανεύει, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, στο σημερινό οικονομικό πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων αλλά και μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ’ αυτόν τον οικονομικό πόλεμο εμπορικού κέρδους και πολιτικών επιρροών, ακρωτηριάστηκε πρόσφατα η Ουκρανία, με την απώλεια της Κριμαίας και την ανεξαρτητοποίηση των ανατολικών περιοχών της.
Η διαδικασία «κατασκευής» ενός μακεδονικού έθνους ήταν πιο μακρόχρονη και περισσότερο πολύπλοκη από την ταχύτατη και προπαγανδιστικά σιωπηρή λευκορωσική «εργαστηριακή σύνθεση και ανάπλαση». Αυτή η διαδικασία πέρασε πολλές και διαφορετικές φάσεις, ώσπου να φτάσει στις γελοιότητες των πελώριων αγαλμάτων του Μέγα Αλέξανδρου και του Φίλιππου της κεντρικής πλατείας των Σκοπίων και στη διεκδίκηση, με πείσμα και φανατισμό, από τους σλάβους κατοίκους της Βαρντάρσκα Μπανόβινα, της αρχαίας μακεδονικής πολιτιστικής κληρονομιάς και ιστορίας. Στην πολύχρονη συγγραφική μου εργασία, με απασχόλησε έντονα η προσπάθεια για να βρω τουλάχιστον ιστορικές ή αρχαιολογικές μικροαποδείξεις, οι οποίες να έχουν σχέση με αυτό το κατασκευασμένο νέο έθνος. Δεν βρέθηκαν ούτε «αποχρώσες ενδείξεις».Η πολιτιστική απάτη, όπως επανειλημμένα διατύπωσα σε κείμενα διεσπαρμένα σε διάφορα βιβλία μου, είναι τόσο χοντροκομμένη, όπως ένα κακογραμμένο παραμύθι, ώστε μόνο όσοι έχουν παντελή άγνοια της αρχαίας ιστορίας ή έχουν «ειδικά συμφέροντα», θα ισχυρίζονταν ανερυθρίαστα πως δεν την έχουν αντιληφθεί. Θα μπορούσε όμως κάποιος καλόπιστα να ρωτήσει! Μα είναι δυνατόν κάποιοι να αλλάξουν την ιστορία, αφού υπάρχουν μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και ανασκαφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν τα ιστορικά γεγονότα; Είναι δυνατόν οι εργολάβοι που κατασκεύασαν το ανύπαρκτο σλαβικό μακεδονικό έθνος να αγνόησαν παντελώς τις αρχαίες ιστορικές πηγές και τα απαράμιλλα έργα τέχνης που αποκάλυψαν οι ανασκαφές σε όλη την έκταση της αρχαίας Μακεδονίας;
Η απάντηση είναι πως δεν τα αγνόησαν, αλλά χρησιμοποίησαν επιλεκτικά κάποια κείμενα, δίνοντας αρνητικές και επίπλαστες ερμηνείες χωρίς ευρύτερη έρευνα και ανάλυση των αναφερόμενων γεγονότων, ενώ απέφυγαν να επικεντρωθούν στα ανασκαφικά ευρήματα των οποίων η ελληνικότητα, χωρίς ούτε μια εξαίρεση, είναι έξω από οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Έπεισαν πολλούς ξένους που δεν γνωρίζουν της ελληνική ιστορία αλλά και πολλούς Έλληνες που, για διεθνιστικούς (ή παγκοσμιοποιημένους) ιδεολογικούς λόγους ή για «τα τριάκοντα αργύρια». Αυτοί αποδέχτηκαν τα επιχειρήματά τους όχι γιατί μπόρεσαν να τους αποδείξουν πως πραγματικά είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά γιατί επέμεναν με σταλινογκεμπελική επιμονή πως «οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες». Αυτή η επιχειρηματολογία τους βασίζεται πάντα στα κλασικά κείμενα του Δημοσθένη ή σε σύγχρονους Έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας, οι οποίοι μετά τη μεταπολίτευση κυριάρχησαν στα μαζικά πολυεθνικά ΜΜΕ και στην Εκπαίδευση και αμφισβήτησαν όχι μόνον την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων αλλά και των …σημερινών Ελλήνων(!). Αυτοί οι αναθεωρητές (και κυρίως ο διασημότερος στην Ευρώπη και ο πρώτος που διαλάλησε τη «δυστυχία του που γεννήθηκε Έλληνας»), οι οποίοι επηρέασαν αρνητικά σε κάποιο βαθμό το φρόνημα του ελληνικού λαού, έδωσαν τα βασικότερα επιχειρήματα στους σλαβομακεδόνες διανοούμενους για να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων. Ο αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης είναι μια άλλη ειδική περίπτωση. Όσοι τον επικαλούνται δεν αναφέρονται στο γεγονός της τοπικής εθνικής συνείδησης των πολιτών κάθε αυτόνομης ελληνικής πόλης/κράτους. Για το Δημοσθένη, οι Μακεδόνες και ο Φίλιππος ήταν οι επικίνδυνοι εχθροί που κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την αθηναϊκή ηγεμονία στην Ελλάδα και να αναδειχθούν οι ηγέτες των Ελλήνων. Πατρίδα γι’ αυτόν το φανατικό και τοπικιστή πολιτικό ήταν αποκλειστικά η Αθήνα. Όπως για το Θηβαίο, το Σπαρτιάτη ή τον Αχαιό πατρίδα του ήταν αποκλειστικά η Θήβα, η Σπάρτη ή η Αχαΐα. Γι’ αυτό ούτε ο ίδιος είχε πατριωτικές ενοχές αλλά ούτε και οι άλλοι Έλληνες τον θεώρησαν προδότη, όταν ζήτησε τη βοήθεια των Περσών για να μπορέσουν οι Αθηναίοι να αντιμετωπίσουν το Φίλιππο, με όπως υποτίθεται, κάποια μυστικά ανταλλάγματα εις βάρος των ελληνικών πόλεων του Ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Στις διεθνείς σχέσεις και συμμαχίες δεν υπάρχουν φιλίες και δώρα. Τα πάντα διακανονίζονται με βάση τα συμφέροντα και τα ανταλλάγματα Άλλωστε, το ίδιο (αντεθνικό θα λέγαμε σήμερα) παιχνίδι έπαιξαν παλαιότερα και οι Σπαρτιάτες όταν, στη γνωστή «Ανταλκίδειο Ειρήνη ή Ειρήνη του Βασιλέως» με τους Πέρσες, πρόσφεραν αυτές τις ελληνικές πόλεις (μαζί με την Κύπρο) στο βασιλιά Αρταξέρξη Β’ για να καταστούν, με την περσική συνδρομή και συμπαράσταση, πανίσχυροι και κυρίαρχοι στον ελληνικό χώρο υποσκελίζοντας τους Αθηναίους και τους Θηβαίους.
Στην ταραγμένη εκείνη εποχή των συνεχών πολέμων ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, οι κατηγορίες για «βαρβάρους» έμοιαζαν με τις σημερινές αστήρικτες, τις περισσότερες φορές, κομματικές κατηγορίες των φανατικών για φασίστες και δημοκράτες. Ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχίνης, τον αποκαλούσε «βάρβαρο Σκύθη» αναφερόμενος στη γιαγιά του που καταγόταν από την Ταυρίδα (σημερινή Κριμαία). Ο Βρασίδας, κατά τις συγκρούσεις στην Αμφίπολη στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, κατηγορούσε τους «Ίωνες Αθηναίους» ως μη καθαρούς Έλληνες, σε σύγκριση με τους «Δωριείς Σπαρτιάτες». Αλλά και ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης (που διαβάζεται και σήμερα σε όλες τις στρατιωτικές σχολές του κόσμου), προφανώς από άγνοια, χαρακτήρισε τους Ακαρνάνες της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας «βαρβάρους». Οι «δημοσθένειοι» πολιτικοί φανατισμοί δεν προσφέρουν ποτέ ακριβή στοιχεία για τις αληθινές πτυχές των ιστορικών γεγονότων.
Για πρώτη φορά στην εποχή του Δημοσθένη υπήρξε ένα σθεναρό κίνημα, με πρωτοβουλία του Ισοκράτη, για την υλοποίηση των οραμάτων κάποιων φιλοσόφων (όπως του Γοργία) για τη δημιουργία μιας «Πανελλήνιας Ένωσης» και φυσικά μιας υποτυπώδους πανελλήνιας εθνικής συνείδησης. Γι΄ αυτό το σκοπό ο Ισοκράτης απευθύνθηκε κατά καιρούς προς το βασιλιά Ευαγόρα της Σαλαμίνας της Κύπρου, τον τύραννο των Φερών της Μαγνησίας Ιάσονα, τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α’ και το βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, δηλαδή στους σημαντικότερους έλληνες ηγέτες εκείνης της εποχής, προσπαθώντας να υλοποιήσει την Ένωση και συνεπώς την Ομόνοια όλων των Ελλήνων. Δυστυχώς οι φανατικοί τοπικιστές, σαν το Δημοσθένη, τορπίλισαν αυτό το σχέδιο με το οποίο θα δημιουργούνταν μια πανίσχυρη Ελλάδα. Η αποτυχία της «Πανελλήνιας Ιδέας» ήταν η αιτία των δεινών του κατακερματισμένου ελληνισμού, όταν αργότερα εμφανίστηκε η συμπαγής και ενιαία ρωμαϊκή δύναμη, για να υποδουλώσει, σχεδόν αμαχητί, τις αυτόνομες αλλά απελπιστικά καχεκτικές ελληνικές πόλεις/κράτη. Εξαίρεση αποτέλεσε η Μακεδονία, η οποία αντιστάθηκε γενναία στη διάρκεια των «μακεδονικών πολέμων» αλλά χωρίς πλέον καμιά ελπίδα, λόγω της συμμαχίας πολλών ελληνικών κρατών με τους Ρωμαίους. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε πως χιλιάδες Έλληνες από όλη την Ελλάδα πολέμησαν στο πλευρό των Μακεδόνων και μάλιστα, νεαροί κάτοικοι από τις υποδουλωμένες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας που αναγκαστικά ναυτολογήθηκαν στο ρωμαϊκό στόλο, στασίασαν «γιατί δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων και να χύσουν αδελφικό αίμα».
Αυτός ο υπερτονισμός της «μη ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων» είναι, σε γενικές γραμμές, η προπαγανδιστική τακτική των σλαβομακεδόνων. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε πως σ’ αυτή την άριστα σκηνοθετημένη επιχειρηματολογική παγίδα, έπεσαν και οι Έλληνες οι οποίοι ασχολήθηκαν συστηματικά με την αντίκρουση των «σλαβικών αποδεικτικών στοιχείων». Άθελά τους, υποβοήθησαν έτσι τη σοφιστική και παραπειστική τακτική των πλαστογράφων οι οποίοι ισχυρίζονται πως, «αφού οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, άρα οι απόγονοί τους στη Μακεδονία, οι οποίοι μεταγενέστερα δέχτηκαν τις επιρροές των σλαβικών φύλλων, είναι οι πραγματικοί πολιτιστικοί τους κληρονόμοι». Με λίγα λόγια, όλοι οι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων θα πρέπει να είναι σλαβόφωνοι και μάλιστα να μιλούν τη βουλγαρική διάλεκτο, την οποία ειδικά εκπαιδευτικά γλωσσολογικά «εργαστήρια» την εμπλούτισαν (μετά το 1945) με κάποιες νέες λέξεις και τη βάφτισαν «μακεδονική γλώσσα». Η θρασύτητα των πλαστογράφων ήταν τόσο εξοργιστική ώστε, όταν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο κράτος τους, έφτασαν στο σημείο να προτείνουν σε βούλγαρους επίσημους που επισκέπτονταν τη χώρα τους να χρησιμοποιήσουν διερμηνείς(!) .
Για να είναι πειστική μια τέτοια θεωρία, θα έπρεπε να επιμείνουν στο ψεύτικο επιχείρημα πως όλοι οι γηγενείς, όλοι «οι ντόπιοι» απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων που σλαβοποιήθηκαν μια χιλιετία μετά την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου, είναι αποκλειστικά οι Σλάβοι της σημερινής τεμαχισμένης Μακεδονίας, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας ανήκει στην Ελλάδα. Αυτή είναι η μεγάλη παγίδα (θα ήταν δεοντολογικά πιο σωστό αν μιλούσαμε για αυτοπαγίδευση) στην οποία διαχρονικά έπεσε η πολιτική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας, δια της σιωπής, της αδράνειας και της αποδοχής, κυρίως από τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, ως «ντόπιου» πληθυσμού μόνο του σλαβικού (βουλγαρικού). Η Μακεδονία, κατά την οθωμανική περίοδο, κατοικούνταν από Τούρκους, Έλληνες, Εβραίους, Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς, Μαυροβούνιους κ.ά. Πουθενά δεν γίνεται κάποια αναφορά για οποιαδήποτε πολυάριθμη σλαβομακεδονική εθνότητα. Οι επικρατούσες μεγάλες εθνικές κοινότητες στις πολυεθνικές κοινωνίες αναδεικνύονται και αποδεικνύονται από τα ιστορικά γεγονότα. Στις αρχές του 19ου αιώνα την επανάσταση στη Σερβία την ξεκίνησε ο Καραγιώργης Πέτροβιτς, γιατί υπήρχε η πολυπληθέστερη σερβική εθνότητα για να δημιουργηθεί επαναστατικός στρατός. Στη Μακεδονία, το 1821, δεν επαναστάτησαν κάποιοι Βούλγαροι ή ανύπαρκτοι Σλαβομακεδόνες για να ελευθερώσουν τη χώρα τους από τους Τούρκους, αλλά ο Εμμανουήλ Παπάς και αργότερα ο Καρατάσος, ο Γάτσος, ο Ζαφειράκης κ.ά. Αυτοί «οι ντόπιοι» ήταν Έλληνες που σχημάτισαν στρατό από έλληνες μαχητές. Αυτή την αλήθεια τη γνωρίζουν οι παραχαράκτες της μακεδονικής ιστορίας και αποφεύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να αναφερθούν στα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία. Όμως, κατά παράδοξο τρόπο, αυτά τα ιστορικά γεγονότα αγνοήθηκαν εξοργιστικά από τους πολιτικούς, την πνευματική ηγεσία και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αποδεικνύοντας πως «η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

- Advertisement -
  1. Πρόκειται για το βραβευμένο βιβλίο (το 1990) από το φιλολογικό σύλλογο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» που εκδόθηκε το 1991 με τίτλο «Το Συνέδριο» και υπότιτλο «Ο άλλος Περσέας». Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, βασισμένο σε τεκμηριωμένα στοιχεία και διασταυρωμένες ιστορικές πηγές αναφέρεται σε άγνωστα, σε πολλούς Έλληνες, τραγικά γεγονότα μετά τη μάχη της Πύδνας και στον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας, τον Περσέα.
  2. Η Κομιντέρν ή Κομμουνιστική Διεθνής, ήταν το πολιτικό όργανο συνένωσης και συντονισμού των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλον τον κόσμο, με στόχο την οργάνωση και επιδίωξη μιας παγκόσμιας κομμουνιστικής επανάστασης «για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων από την καπιταλιστική εκμετάλλευση». Ιδρύθηκε το 1919 στη Μόσχα και οι δράσεις της προγραμματίζονταν από την εκάστοτε ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης.
  3. Τέτοιες μετακινήσεις γνώρισαν και οι Έλληνες της Κριμαίας. Πριν από τις αναγκαστικές μετακινήσεις και διασκορπισμό τους στο Ουζμπεκιστάν, απαγορεύτηκαν οι συνομιλίες στην ελληνική γλώσσα και έκλεισαν όλα τα ελληνικά έντυπα, με καταπόντιση των τυπογραφικών στοιχείων στα νερά του Εύξεινου Πόντου.
  4. Χαρακτηριστικά τραγελαφική είναι η περίπτωση του προέδρου Ζέλιου Ζέλεφ, ο οποίος επισκέφθηκε επίσημα τα Σκόπια λίγο μετά την αναγνώριση του νέου κράτους από τη Βουλγαρία. Όταν του πρότειναν να χρησιμοποιήσει διερμηνέα για να απευθυνθεί από τα ΜΜΕ στο «μακεδονικό λαό», ο βούλγαρος πρόεδρος απάντησε ειρωνικά πως, στις περιπτώσεις που κάποιοι «ομιλούν την ίδια γλώσσα» δεν χρειάζονται διερμηνέα για να συνεννοηθούν. Φυσικά, στο διάγγελμά του προς τους Σλαβομακεδόνες δεν χρειάστηκε κάποιος διερμηνέας για να γίνει κατανοητός από τους ακροατές. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη FYROM ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά η αντιβουλγαρική σερβική προπαγάνδα που είχε προηγηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, είχε δημιουργήσει έντονο εχθρικό κλίμα στα Σκόπια εναντίον των Βουλγάρων. Μόνο μετά από 18 χρόνια (το 2010) η FYROM πρόσφερε στο Ζέλεφ, σε μια επίσημη τελετή, το ανώτατο παράσημο για τη «μεγάλη του προσφορά προς τη χώρα». Το ίδιο παράσημο της «8ης Σεπτεμβρίου» είχε δοθεί στο γάλλο νομικό Ρομπέρ Μπαντεντέρ και αργότερα στον πρώην υπουργό εξωτερικών της Δανίας Ούφε Έλεμαν-Γένσεν, οι οποίοι με τις εισηγήσεις τους προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συντέλεσαν ώστε, η κομμουνιστική σοβιετική πολιτιστική απάτη να γίνει αποδεκτή, για καθαρά προαποφασισμένους πολιτικούς λόγους, και στην καπιταλιστική Ευρώπη.

 

Β’ ΜΕΡΟΣ

Κατά την ιστορική διερεύνηση του λεγόμενου μακεδονικού προβλήματος είναι εύκολη η διαπίστωση πως, οι αναμφισβήτητες επιτυχίες των πλαστογράφων στην παγκόσμια πολιτική σκηνή δεν οφείλονται στην πειστικότητα των επιχειρημάτων τους αλλά στα τραγικά σφάλματα της πολιτικής και, περισσότερο ίσως, της ελληνικής πνευματικής ηγεσίας. Έχω ήδη αναφέρει πως στην πρώτη έκδοση του «Περσέα», το 1991, τονίστηκε το μέγεθος της πολιτιστικής απάτης αλλά ταυτόχρονα γινόταν και μια πρόταση για τη σύγκληση ενός παγκόσμιου συνεδρίου στο Παρίσι, στη Γενεύη ή σε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη, με συμμετοχή ιστορικών, αρχαιολόγων, επιγραφολόγων, νομισματολόγων κλπ. Όλοι γνωρίζουν πως, οι εγκυρότερες αλλά και οι θεωρούμενες ως αμερόληπτες ξένες φωνές για την αποκάλυψη της πολιτιστικής απάτης, βρίσκονται στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Όταν, μετά τα αισχρά πολιτικά παιχνίδια στους κόλπους της ΕΕ και τη δικολαβίστικη «Έκθεση Μπατεντέρ» για την ονομασία των Σκοπίων, ρωτήθηκε ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν για την άποψη των γάλλων καθηγητών ιστορίας και αρχαιολογίας, απάντησε αμήχανα πως «κι’ αυτοί προβάλλουν τα ίδια επιχειρήματα με τους Έλληνες».
Σ’ αυτή την έγκυρη και αμερόληπτη φωνή των ξένων επιστημόνων δεν έδωσε την ευκαιρία η ελληνική πολιτική και πνευματική ηγεσία να αποκαλύψει την αλήθεια. Θα αναφερθούμε σε ένα χαρακτηριστικό γεγονός, το οποίο αποδεικνύει τους φόβους των ειδικών προπαγανδιστών της FYROM για τους ειδικούς επιστήμονες (Έλληνες και ξένους) που γνωρίζουν την αλήθεια και αντιδρούν αυτόνομα, χωρίς κάποια οργανωμένη προσπάθεια από το ελληνικό κράτος. Ο Τόνι Γκλαμτσέφσκι (Toni Glamcevski) δεν είναι κάποιος τυχαίος προπαγανδιστής των Σλαβομακεδόνων. Είναι καθηγητής του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου για τις Ανατολικές Γλώσσες και τον Πολιτισμό (INALCO) και δηλώνει «ανεξάρτητος» δημοσιογράφος ως ανταποκριτής ΜΜΕ των Σκοπίων. Οι «ενημερωτικές του δραστηριότητες» είναι όμως πολύπλευρες. Το 2014 τον βρίσκουμε στη Νανσί, μια πόλη της βορειοδυτική Γαλλίας, όπου προεδρεύει και συντονίζει οργανωτικά το διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ με τιμώμενη χώρα «τη Μακεδονία» και με την επισήμανση πως «είναι ένας Μακεδόνας που ζει και εργάζεται στη Γαλλία». Το Μάη του 2008, σε συνέδριο που οργάνωσαν στα Σκόπια το Γαλλο-Αυστριακό Κέντρο για τη Συμφιλίωση στην Ευρώπη και το Γαλλικό Ινστιτούτο για τις Διεθνείς Σχέσεις, ο Γκλαμτσέφσκι παρουσίασε την εργασία του «Η Μακεδονία στα γαλλικά ΜΜΕ, μεταξύ στερεοτύπων και πραγματικότητας». Το ίδιο κείμενο, εμπλουτισμένο και προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα, δημοσιεύτηκε, το 2011, στη λαογραφική επιθεώρηση «Les Cahiers Balkaniniques» (Τα Βαλκανικά Σημειωματάρια), ένα έντυπο του γαλλικού Κέντρου Βαλκανικών Μελετών».
Στο κείμενο αυτό ο Γκλαμτσέφσκι, διαπιστώνοντας την αλλαγή της στάσης των γαλλικών ΜΜΕ στο θέμα της διαμάχης με την Ελλάδα για το όνομα της χώρας του, εκφράζει την πικρία του για το γεγονός πως κάποιοι δημοσιογράφοι των πολιτιστικών ρεπορτάζ και κάποιοι επιστήμονες, κυρίως αρχαιολόγοι, αμφισβητούν «την εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων» και τους αποκαλούν Σλάβους ή Σλαβομακεδόνες, ενώ χαρακτηρίζουν τη γλώσσα τους ως βουλγαρική. Μάλιστα, δεν διστάζει να ισχυριστεί πως αυτή η τακτική είναι «η τέλεια απεικόνιση ενός εθνικισμού» (une parfaite illustration d’un nationalisme), ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούν και κάποιοι Έλληνες διανοούμενοι (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό), οι οποίοι συμφωνούν με τους πλαστογράφους, θεωρώντας γενικά ως σοβινιστές και νεοναζιστές όσους αντιδρούν στην απάτη και στον φασιστικό και επεκτατικό αλυτρωτισμό των Σλαβομακεδόνων. Τέτοιους διανοούμενους και πολιτικούς τους είδαμε να επιβάλλουν τις απόψεις τους στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, επικαλούμενοι τον δημοκρατικό κανόνα του αυτοπροσδιορισμού της εθνικής ή της θρησκευτικής ταυτότητας των ατόμων. Τέτοιους έλληνες διανοούμενους που αμφισβητούν τους ισχυρισμούς της Ελλάδας για την ελληνικότητα της Μακεδονίας αναφέρει και ο Γκλαμτσέφσκι στην προαναφερόμενη εργασία του. Όμως, μετά από τη στέρεα κι’ ακλόνητη επικράτηση της παγκοσμιοποίησης και την ενσωμάτωση του κομμουνιστικού διεθνισμού στα μέτρα του ιδιότυπου καθεστώτος των τραπεζιτών και των διεθνών τοκογλύφων, το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιείται από Δεξιούς και Αριστερούς χωρίς μέτρο και στοιχειώδη λογική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οργισμένη απάντηση του πρώην δημάρχου του Λονδίνου και μετέπειτα υπουργού εξωτερικών στην κυβέρνηση της Τερέζα Μέι, του Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος αποκάλεσε τον αμερικανό ηθοποιό Τζορτζ Κλούνεϊ «φασίστα», γιατί τόλμησε να πει πως τα γλυπτά του Παρθενώνα έπρεπε να επιστραφούν στην Ελλάδα.
Αυτή η πρότασή μου για τη σύγκληση Διεθνούς Συνεδρίου επαναλήφθηκε και σε άλλα βιβλία μου. Απευθύνθηκα με επιστολές και προς το υπουργείο πολιτισμού αλλά και σε πανίσχυρες ελληνικές μακεδονικές οργανώσεις. Καμία απάντηση. Αδράνησαν σαν να φοβούνταν την αλήθεια προσκαλώντας σε συνέδριο την πνευματική αφρόκρεμα των ιστορικών, αρχαιολόγων και άλλων ειδικών επιστημόνων όλου του κόσμου, για να διερευνηθούν οι ιστορικές αποδείξεις και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Σε ένα τέτοιο επιστημονικό συνέδριο αναγνωρισμένου κύρους, θα ήταν αδύνατον να μην αποκαλυφθούν οι αλυτρωτικές προθέσεις και η απάτη για το μακεδονικό έθνος και τη βουλγαρική του γλώσσα, με τεράστιες επιδράσεις στην πανευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Οι προαναφερόμενες παραλήψεις και οι επιχειρηματολογικές παγίδες, η απραξία στην αντιμετώπιση της οργανωμένης προπαγάνδας και οι ιδεολογικές και κομματικές διαμάχες των Ελλήνων στην ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος της παραχάραξης της ιστορίας του μακεδονικού ελληνισμού, όπως περιληπτικά τις έχουμε διατυπώσει, αλλά και τα συμφέροντα των δυτικοευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, αποτελούν τις αιτίες που οι Σλαβομακεδόνες σημείωσαν αναμφισβήτητες πολιτικές επιτυχίες στη διεθνή πολιτική σκηνή. Κάποιες φορές, όταν η αδικία εξοργίζει τον αδικημένο, υπάρχει ο κίνδυνος από απρογραμμάτιστες κι’ αυθόρμητες ενέργειές του να γίνει αντιπαθής στους άλλους και να χάσει το δίκιο του. Το ίδιο γίνεται και με τους λαούς. Από το 1992 και μετά, ο ελληνικός λαός οργίστηκε δικαιολογημένα από τις αποφάσεις και τις εχθρικές δηλώσεις των «εταίρων» μας στην ΕΕ για την αναγνώριση των Σλαβομακεδόνων με το συνταγματικό τους όνομα. Υπήρχε μια έλλειψη κατανόησης για τις ελληνικές θέσεις, είτε για λόγους σκοπιμότητας είτε γιατί τα συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, έδωσαν την ευκαιρία στον ευρωπαϊκό τύπο να διαστρεβλώσει το βαθύτερο νόημά τους. Όταν οι διαδηλωτές φώναζαν πως «η Μακεδονία είναι ελληνική», εννοούσαν την ελληνικότητα του πολιτισμού και της ιστορίας. Ο τύπος του εξωτερικού (και σημαντική μερίδα του «προοδευτικού» ελληνικού τύπου) μίλησαν για σοβινιστικά και μιλιταριστικά συνθήματα. Θεώρησαν πως «η Μακεδονία» των Σκοπίων, που όλοι την αποκαλούσαν με το συνταγματικό της όνομα και πολλοί δεν γνώριζαν πως υπάρχει και ελληνική Μακεδονία στη Βόρεια Ελλάδα, κινδύνευε από έξαλλους και φανατικούς έλληνες σοβινιστές που ήταν έτοιμοι να περάσουν τα σύνορα για να προσαρτήσουν στη χώρα μας τη μικρή και φιλήσυχη νέα Δημοκρατία, «η οποία ελευθερώθηκε πρόσφατα από τα σερβικά κομμουνιστικά δεσμά». Η συμπάθεια και οι εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τη «μικρή κι’ αδύναμη Μακεδονία», ήταν για αρκετά χρόνια έντονες σε όλη της Ευρώπη. Ακόμα και ο γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ μίλησε για την ανάλγητη Ελλάδα «η οποία κατέστησε τη δύστυχη Μακεδονία τον αξιολύπητο απόκληρο της Ευρώπης».
Το κλίμα άρχισε κάπως να αντιστρέφεται από την προηγούμενη δεκαετία, όχι από μια συστηματική οργανωτική πολιτιστική προσπάθεια της Ελλάδας για την αντίκρουση της σλαβομακεδονικής προπαγάνδας, αλλά από τα σφάλματα των ηγετών της FYROM. Με την αντιδημοκρατική συμπεριφορά τους προς την αλβανική μειονότητα, την εντατικοποίηση των αλυτρωτικών προκλήσεων προς την Ελλάδα και την πολιτική της «αρχαιοποίησης» (antiquisation), εξόργισαν τη διεθνή κοινότητα. Κυρίως γελοιοποιήθηκαν με την κατασκευή της «αρχαίας Ντίσνεϊλαντ» στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων. Η διαστρέβλωση γεγονότων από την ελληνική, βουλγαρική ή βυζαντινή ιστορία ήταν πλέον τόσο άγαρμπη και χοντροκομμένη, ώστε βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, από το φόβο γελοιοποίησης, ακόμα και όσοι ευρωπαίοι διανοούμενοι θα ήθελαν να τους υπερασπισθούν για πολιτικούς ή προσωπικούς συναισθηματικούς λόγους. Η εφημερίδα «Libération» δημοσίευσε, τον Αύγουστο του 2013, άρθρο της ειδικευμένης σε θέματα Ανατολικής Ευρώπης δημοσιογράφου της και συγγραφέα Ελέν Ντέσπιτς-Πόποβιτς (Hélène Despic-Popovic), με τίτλο «Μικρές διευθετήσεις με την Ιστορία». Σ’ αυτό, αφού πρώτα αναφέρεται με λεπτομέρειες στη διαστροφή των ιστορικών γεγονότων και στην αποσιώπηση του ρόλου του στρατάρχη Τίτο στη δημιουργία του «μακεδονικού έθνους», μετά τη μαζική συνεργασία των βουλγαρόφωνων πολιτών της «Μακεδονίας» (της τότε Βαρντάρσκα Μπανόβινα) με τους Ναζί, επικεντρώνεται στο γεγονός της «αρχαιοποίησης» τονίζοντας πως, αυτή η άξεστη πολιτιστική ατραξιόν στην πλατεία των Σκοπίων, κατέστησε τη χώρα «τον περίγελο όλου του κόσμου» (la risée du monde entier).
Οι υπεύθυνοι έλληνες ηγέτες δεν συνειδητοποίησαν ακόμα πως, η μεγαλύτερη δύναμη του ελληνισμού βρίσκεται στον ανυπέρβλητο αρχαιοελληνικό πολιτισμό και δεν φρόντισαν να αγωνιστούν με πείσμα για να τον προστατεύσουν από τα κοράκια και τις ύαινες. Διαχρονικά ενήργησαν με ανευθυνότητα, όπως ο πρωθυπουργός Δ. Βούλγαρης και οι αξιοθρήνητοι πολιτιστικοί του κομματικοί σύμβουλοι του υπουργείου Εκκλησιαστικών Υποθέσεων και Δημόσιας Εκπαίδευσης, στην προσφορά των πολύτιμων ανασκαφικών ευρημάτων της Τροίας. Όταν ο Ερρίκος Σλήμαν τους πρότεινε να δωρίσει το «Θησαυρό του Πριάμου» στην Ελλάδα, του απάντησαν χλευαστικά «να πάρει τα τσουκαλάκια του και να τους αφήσει ήσυχους». Όταν κάποιοι ηγέτες που διαχειρίζονται τις τύχες των λαών είναι πολιτιστικά ανίδεοι ή αμαθείς, είναι αδύνατον να κατανοήσουν τη βαθύτερη αξία και ουσία του πολιτισμού. Μοιάζουν με τους ανεγκέφαλους και άξεστους που, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Κ. Σκόκος στο γνωστό του επίγραμμα, «γράφεις δράματα-γελούν, γράφεις κωμωδίες-κλαίνε».
Το πρόβλημα της ονομασίας της FYROM, το οποίο είναι αποτέλεσμα της μεγάλης πολιτιστική απάτης και των παλιών μιλιταριστικών επιδιώξεων της βουλγαρικής Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) του Ντέλτσεφ, θα λυθεί μόνον όταν οι σημερινοί ηγέτες της αποφασίσουν να μιλήσουν στο λαό τους με τη φωνή της αλήθειας. Πολλές γενιές αυτού του λαού, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, έχουν υποστεί μια φοβερή πλύση εγκεφάλου για μια ξεχωριστή από τους υπόλοιπους Σλάβους «αριστοκρατική εθνική ταυτότητα» την οποία, δήθεν, από κακία και μοχθηρία υπονομεύουν οι κακοί Έλληνες και οι Βούλγαροι. Οι πρώτοι διότι αμφισβητούν την αρχαία προγονικής τους κληρονομιά και οι δεύτεροι γιατί ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι Βουλγάρων, όπως ήταν οι εθνικοί τους ήρωες Ντότσε Ντέλτσεφ, Γκιόρτσε Πετρώφ, Ντάμε Γρούεφ κ.ά., οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν βούλγαροι και επιδίωξαν να προσαρτήσουν όλο το βιλαέτι της οθωμανικής Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Αυτές οι γενιές, θύματα της επεκτατικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο και των εδαφικών αντιθέσεων της Σερβίας και της Βουλγαρίας για την περιοχή της Βαρντάρσκα Μπανόβινα, γαλουχήθηκαν με τα απατηλά όνειρα μιας «ενιαίας σλαβικής Μακεδονίας». Όλοι γνωρίζουν πως το ξύπνημα θα είναι επίπονο, μακρόχρονο και ιδεολογικά οδυνηρό. Όμως, αν τελικά διαμορφώθηκε μια ξεχωριστή εθνική συνείδηση απεξαρτημένη από τις παλιές βουλγαρικές της ρίζες και οι πολίτες θέλουν να διατηρήσουν την αυτοτέλεια ενός νέου λαού, ας αποδεχθούν την ιστορική τους πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία, ενδεχομένως, και μετά από μια διευθέτηση του προβλήματος με την Ελλάδα θα εξακολουθήσει να προκαλεί εντάσεις. Διότι κάποιοι φανατικοί, είτε γιατί θα εξακολουθήσουν να συμμετέχουν στα γεωστρατηγικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων, είτε για τους σημερινούς ιδεολογικούς τους στόχους, θα συνεχίσουν να δημιουργούν εντάσεις στην περιοχή. Ας μην ξεχνούμε πως, τέτοιοι φανατικοί, αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον άλλοτε πρόεδρό τους Κίρο Γκλιγκόροφ, διότι στη διάρκεια των διαβουλεύσεων με ευρωπαίους αξιωματούχους για την αναγνώριση της χώρας του με τη συνταγματική της ονομασία, δήλωσε πως τα Σκόπια δεν είχαν επεκτατικές βλέψεις προς την Ελλάδα και πως οι κάτοικοί τους είναι Σλάβοι, οι οποίοι δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες. Ήταν μια δήλωση που έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη δημοσίευσε, με ευνοϊκά σχόλια, η εφημερίδα «Le Monde» της 7 του Απρίλη 1992. Επίσης, με τη δήλωσή του ο Γκλιγκόροφ διευκρίνισε πως η επιθυμία των συμπατριωτών του για να διατηρήσουν το μακεδονικό τους όνομα, οφείλεται στο γεγονός πως κατοικούν από τον 6ο και 7ο αιώνα σ’ αυτό το τμήμα της Μακεδονίας και γι’ αυτό αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες. Όμως, όπως διευκρίνισε, αυτός ο τοπικός χαρακτηρισμός «δεν έχει καμιά σχέση με τους Μακεδόνες της εποχής του Μέγα Αλέξανδρου. Είμαστε Σλάβοι και για να διαφοροποιηθούμε από τους σλαβικούς λαούς των Βουλγάρων και των Σέρβων, λάβαμε το όνομα του εδάφους στο οποίο έχουμε εγκατασταθεί».
Μέσα σε δυο δεκαετίες οι φανατικοί σλαβομακεδόνες των Σκοπίων, διέψευσαν όλες τις επισημάνσεις και διευκρινίσεις του Γκλιγκόροφ προς τους ευρωπαίους ηγέτες. Αλλά και τον ίδιο, τον πρώτο τους ηγέτη του ανεξάρτητου πλέον κράτους τους, όχι μόνον προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν τον Οκτώβρη του 1995, αλλά και όταν πέθανε, την πρωτοχρονιά του 2012, τον έθαψαν χωρίς τιμές και χωρίς καμιά κυβερνητική ή κρατική εκπροσώπηση στη νεκρώσιμη ακολουθία. Αντί για νεκροφόρα χρησιμοποίησαν ένα αγροτικό ημιφορτηγό αυτοκίνητο. Ο Γκλιγκόροφ είπε την αλήθεια και το πλήρωσε ακριβά.
Η κυβερνητική εξουσία στα Σκόπια, τις δυο τελευταίες δεκαετίες, βρισκόταν στα χέρια φανατικών εθνικιστών. Η πρόσφατα εκλεγμένη σλαβοαλβανική κυβέρνηση φάνηκε, από τις πρώτες επίσημες δηλώσεις της πως προτίθεται να ενεργήσει με σύνεση και μετριοπάθεια. Ο χρόνος θα δείξει αν θα θελήσει να συμβάλει εποικοδομητικά στην εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Πάντως, το μικρό τμήμα γης της αρχαίας και κυρίως του βιλαετιού της οθωμανικής Μακεδονίας που κατοικούν οι Σλαβομακεδόνες, δεν είναι δυνατόν να τροποποιήσει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Όπως έγραψε στις 29 Αυγούστου του 2013 ένας αγγλόφωνος αναγνώστης της «Libération», σχολιάζοντας την άρνηση του πρώην πρωθυπουργού της FYROM Νίκολα Γκρούεφσκι να δεχθεί έναν λογικό γεωγραφικό προσδιορισμό για την αλλαγή της ονομασίας της χώρας του, η μη ύπαρξη λύσης στη διαφορά με την Ελλάδα «δεν αλλάζει την Ιστορία». Διότι, συμπλήρωσε, «About history, everyone knows that ancient Macedonia was part of the Greek world» (Διότι σε ότι αφορά στην Ιστορία, ο καθένας γνωρίζει πως η αρχαία Μακεδονία ήταν τμήμα, ήταν μέρος του ελληνικού κόσμου).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ είναι ένας παγκοσμίως γνωστός γάλλος πολιτικός και νομικός, ο οποίος άρχισε την καριέρα του ως δικηγόρος αναλαμβάνοντας μεγάλες δικαστικές υποθέσεις για επώνυμους πολιτικούς και επιχειρηματίες στη Γαλλία και σε ξένες χώρες. Η πολιτική και επιστημονική του καριέρα υπήρξε εκπληκτική. Το μικρό Γαλλοεβραιόπουλο, που από τύχη γλίτωσε το θάνατο σε κρεματόριο της Πολωνίας όπου έχασε τη ζωή του ο πατέρας του, υπήρξε μια προσωπικότητα που επηρέασε τις εξελίξεις στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Γαλλίας αλλά και όλης της Ευρώπης. Κατά διαστήματα διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Ντιζόν, της Μπεζανσόν και της Αμιένης, πριν διοριστεί το 1974 καθηγητής στο Paris-I της Σορβόννης, όπου δίδαξε ως το 1994 για να τμηθεί, μετά, με τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή. Επί 17 σχεδόν χρόνια εκλεγόταν βουλευτής του σοσιαλιστικού κόμματος και υπήρξε υπουργός επί προεδρίας Φρ. Μιτεράν. Διορίστηκε ως επικεφαλής σε δεκάδες αξιώματα στη Γαλλία και στην Ε.Ε. Το 1991 ανέλαβε την προεδρία της «Επιτροπής Διαιτησίας για την Ειρήνη στη Γιουγκοσλαβία», η οποία είναι γνωστή ως «Επιτροπή Μπαντεντέρ» (Commission Badinter). Αυτή η Επιτροπή, στη σχετική της Έκθεση προς το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ πρότεινε, στις αρχές του 1993, πως η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας πληρούσε τις νομικές προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί με το συνταγματικό της όνομα, σύμφωνα με τους «κανόνες αυτοπροσδιορισμού» της εθνικής ταυτότητας ενός ατόμου, μιας μειονότητας ή ενός λαού. Για τα ηθικώς απαράδεκτα και νομικώς παράνομα κίνητρα (πολιτιστική απάτη και αλυτρωτισμός) δεν έγινε καμιά νύξη από λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, Ήδη η Γερμανία, πριν από την υποβολή της Έκθεσης Μπαντεντέρ, είχε αναγνωρίσει μονομερώς τη Σλοβενία και την Κροατία και οι εισηγήσεις της Επιτροπής για μια ενιαία απόφαση της ΕΕ ήταν «μια χειρουργική επέμβαση σε πεθαμένο άρρωστο». Ο Ρ. Μπαντεντέρ ήταν ο πρώτος που τιμήθηκε από τη FYROM με το ανώτατο παράσημο της «8 Σεπτέμβρη», ένα τιμητικό βραβείο που καθιερώθηκε το 2002 και επιδίδεται σε όσους συντελούν στην ανάδειξη της «εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας» των ψευτομακεδόνων.
  2. Είναι ένα δημόσιο γαλλικό ίδρυμα για τη μελέτη και την έρευνα των γλωσσών, της γεωγραφίας, της ιστορίας, των θεσμών και της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και των χωρών των άλλων ηπείρων. Ειδικό παράρτημα της INALCO για τα Βαλκάνια είναι το Κέντρο Βαλκανικών Μελετών.
  3. Ο Σλήμαν πρότεινε στην τότε ελληνική κυβέρνηση να κατασκευάσει με έξοδά του ένα μουσείο, στο οποίο θα ήταν διευθυντής ισοβίως. Μετά το θάνατό του τα πολύτιμα ανασκαφικά ευρήματα της Τροίας αλλά και το οίκημα του μουσείου θα ανήκαν στο ελληνικό κράτος. Μετά την αρνητική απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης, ο Ερρίκος Σλήμαν πούλησε τη συλλογή του στο γερμανικό κράτος. Ο «Θησαυρός του Πριάμου», μετά την ήττα της Γερμανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταφέρθηκε από το σοβιετικό στρατό στη Μόσχα και αργότερα τοποθετήθηκε σε αίθουσα του «Μουσείου Καλών Τεχνών Πούσκιν».
  4. Η ακριβής δήλωση του Κίρο Γκλιγκόροφ, όπως τη δημοσίευσε στις 7-4-1992 η Monde είναι η εξής: «… Nous habitons une partie de la région que l’on appelle la Macédoine, et cela fait des siècles que nous nous appelons Macédoniens. Cela n’a, bien sûr, aucun rapport avec les Macédoniens de l’époque d’Alexandre le Grand. Nous sommes slaves, venus ici au cours des sixième et septième siècles, et, pour nous différencier des autres peuples slaves, des Bulgares, ou des Serbes, nous avons pris le nom du territoire sur laquelle nous nous sommes installés… ».

18-6-2017

Πηγή

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ