Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΘρησκείεςΤίθεται θέμα χρησικτησίας επί της περιφέρειας της Ουκρανικής Εκκλησίας;

Τίθεται θέμα χρησικτησίας επί της περιφέρειας της Ουκρανικής Εκκλησίας;

- Advertisement -

Το κατωτέρω άρθρο του ερίτιμου κ. Βαβούσκου, εξαιρετικού επιστήμονος παρατίθεται ει μόνον για το άκουσμα και την κατάθεση εις τον δημόσιο διάλογο επί του καυτού λεγομένου Ουκρανικού ζητήματος που ταλανίζει και διχάζει σύμπασα την Παγκόσμιο Ορθοδοξία. Σαφώς και υπάρχουν και άλλες, πολλές  απόψεις επί του ιδίυ αυτού ζητήματος, οι οποίες και έχουν διατυπωθεί αρμοδίως εις τα ένθεν κακείθεν εκκλησιαστικά και νομικά όργανα αμφοτέρων των εμπλεκομένων Εκκλησιών, αλλά αρμοδίως έχουν εκφρασθεί και σοβαρότατες  νομοκανονικές ενστάσεις και απόψεις επί του αυτού θέματος    και φυσικά  διατηρούνται βεβαίως πάσαι όλαι οι επιφυλάξεις επί όσων ως επιχειρήματα επιστρατεύει ο κατά τ άλλα σοβαρός Έλλην επιστήμων κ. Αν. Βαβαβούσκος 

Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος, Δικηγόρος

Προσφάτως συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, έχοντας ως κύριο θέμα την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την αναγνώριση της Ουκρανικής Εκκλησίας και αποφάσισε την διαγραφή από τα Δίπτυχα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, εφόσον ο τελευταίος μνημονεύσει (ως έμπρακτη ανγνώριση) τον Προκαθήμενο της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Το επίσημο ανακοινωθέν θέτει αρκετά ζητήματα. Εγώ θα σταθώ σε ένα εξ αυτών, στο ζήτημα της κτήσεως κανονικής δικαιοδοσίας επί επισκοπής διά χρησικτησίας. Και θα σταθώ στο ζήτημα αυτό, διότι είμαι ο πρώτος αλλά και ο μόνος, που ασχολήθηκε σε ανύποπτο χρόνο με το ειδικό και καθαρά τεχνικό αυτό ζήτημα, το οποίο όμως είναι και η πεμπτουσία του αναφυέντος «Ουκρανικού ζητήματος».

- Advertisement -

Κατά την επίσημη ανακοίνωση της αποφάσεως της Ρωσικής Εκκλησίας: «Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η θέση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας… παρέμεινε πάντοτε εἰς τὴν κανονικὴν ἐκκλησιαστικὴν δικαιοδοσίαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου». Το έτος 1686 διά Γραμμάτων του Παναγιωτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας η μητρόπολη Κιέβου υπάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Επί 300 και πλέον έτη όλη η Ορθοδοξία, συμπεριλαμβανομένης και της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνώριζε την επί της μητροπόλεως Κιέβου κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας, για τις δικαιοδοσιακές διαφορές ισχύει παραγραφή 30 ετών (25ος καν. της Πενθέκτης Συνόδου).».

Πριν από οποιοδήποτε σχολιασμό, μία παρατήρηση. Το θέμα της κτήσεως κανονικής δικαιοδοσίας επί επισκοπής διά χρησικτησίας το ρύθμισε το πρώτον η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος  με τον 17ο κανόνα της και όχι η Πενθέκτη  με τον 25ο κανόνα, όπως εσφαλμένως αναφέρεται στην επίσημη ανακοίνωση. Ο δε 25ος κανόνας απλώς επαναλαμβάνει τη ρύθμιση της προγενέστερής του Δ΄ Οικουμενικής συνόδου.

Επί της ουσίας τώρα του ζητήματος, λεκτέα τα εξής:

Με τον ισχυρισμό περί παραγραφής δικαιωμάτων κανονικής δικαιοδοσίας, η Ρωσική Εκκλησία θέτει με τον πλέον επίσημο τρόπο το θέμα της παραγραφής των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί της Μητροπόλεως Κιέβου λόγω παρελεύσεως τριάντα ετών αδιαφορίας αυτού και το θέμα της κτήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας επ’ αυτής από τη Ρωσική Εκκλησία λόγω χρησικτησίας. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Ο θεσμός της χρησικτησίας, κατ’ επιρροήν του Ρωμαϊκού Δικαίου, ως πρωτότυπος τρόπος κτήσεως δικαιωμάτων κανονικής δικαιοδοσίας επί εκκλησιαστικής περιφέρειας και ισάξιος προς τον αντίστοιχο βάσει των ιερών κανόνων προσδιορισμό των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας εισήχθη στη ζωή της Εκκλησίας με τον 17ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου (εδ΄ α΄).

Συμφώνως προς τον κανόνα αυτόν, η εκκλησιαστική περιφέρεια που κατέχεται από κάποιον επίσκοπο επί τριάντα έτη περιέρχεται – μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής – «κανονικώς» υπό την κανονική δικαιοδοσία του κατέχοντος επισκόπου: «Τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν. Εἰ δὲ ἐντὸς τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἢ γένοιτο περὶ αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περὶ τούτων κινεῖν παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας» (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Κώδικας Νομοκανονικός. Ιεροί Κανόνες – Βυζαντινό Δίκαιο – Κανονικά Παραπτώματα, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 28).

- Advertisement -

Επειδή προφανώς το ρυθμιζόμενο από τον  17ο κανόνα ζήτημα ήταν συχνό φαινόμενο στη καθημερινότητα της Εκκλησίας, επανήλθε και η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος με τον 25ο κανόνα της, ο οποίος επαναλαμβάνει το λεκτικό της ρυθμίσεως της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου: «Πρὸς τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἀνανεοῦμεν καὶ τὸν κανόνα τὸν διαγορεύοντα τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐκκλησίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα, εἰ τριακονταετῆ χρόνον αὐτὰς ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν. Εἰ δὲ ἐντὸς τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἢ γένηται περὶ αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περὶ τούτου κινεῖν παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας».

Ερμηνεύοντας λοιπόν  τον 17ο κανόνα (και τον ομοίου περιεχομένου 25ο), διαπιστώνεται η θέσπιση τεσσάρων προϋποθέσεων, η πλήρωση των οποίων οδηγεί σε θεμελίωση κτήσεως κανονικής δικαιοδοσίας επισκοπής διά χρησικτησίας.

Πρώτη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη εντός της επαρχίας (Μητροπόλεως) περιοχών, οι οποίες είναι «αδέσποτες», δηλαδή δεν διαποιμαίνονται από τον κανονικό επίσκοπο. Διότι εάν ο «κανονικός» επίσκοπος ασκεί επί των περιοχών της επισκοπής του τα καθήκοντά του, τότε η διεκδίκηση της κατοχής αυτών από άλλον επίσκοπο συνιστά εισπήδηση, παραβίαση δηλαδή των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας και τιμωρείται ως πράξη αντικανονική.

Οι περιοχές αυτές κατά τους κανόνες είναι οι αγροικικές ή οι εγχώριες παροικίες. Και ως αγροικικές νοούνται οι περιοχές που είναι απομακρυσμένες και για το λόγο αυτό και απομονωμένες και έχουν λίγους κατοίκους, ενώ ως εγχώριες νοούνται αντιθέτως οι περιοχές, που βρίσκονται πλησίον αγρών και πόλεων και κατοικούνται από αρκετό πληθυσμό (βλ. την ερμηνεία των όρων από τον Ι. Ζωναρά στο σχόλιο του υπό τον 17ο κανόνα σε Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Τ. 2, σ. 259).

Δεύτερη προϋπόθεση είναι οι αδέσποτες αυτές περιοχές να κατέχονται από κάποιον επίσκοπο, ο οποίος όμως δεν είναι ο «κανονικός».

Ο κατέχων επίσκοπος θα πρέπει εκ των πραγμάτων να είναι ένας από τους ομόρους με την «αδέσποτη» περιοχή, ούτως ώστε να είναι δυνατόν η πραγματική κατάσταση της «κατοχής» να μετουσιωθεί και σε «κανονική» κατάσταση, και η κατεχόμενη περιοχή να ενσωματωθεί μετά την πάροδο τριάντα ετών και πραγματικώς – γεωγραφικώς και «κανονικώς» στην σύνολη περιφέρεια του κατέχοντος επισκόπου.

Ως κατοχή νοείται η πλήρης και διαρκής διαποίμανση της περιοχής μέσω της ασκήσεως εκ μέρους του κατέχοντος επισκόπου όλων των εκ των ιερών κανόνων δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του (τέλεση μυστηρίων, χειροτονιών, εκδίκαση παραπτωμάτων κ.λ.π.). Συνεπώς, ο κανόνας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση, που η κατοχή (διαποίμανση) δεν ασκείται πλήρως ή αδιαλείπτως, πολλώ δε μάλλον όταν δεν ασκείται ούτε πλήρως ούτε αδιαλείπτως.

Τρίτη προϋπόθεση είναι η κατοχή (διαποίμανση) αυτή να ασκείται επί τριάντα έτη αβιάστως, δηλαδή χωρίς καμία όχληση ή διαμαρτυρία την περίοδο αυτήν από τον «κανονικό» επίσκοπο. Εάν υπάρξει όμως εντός των τριάντα ετών κάποια όχληση ή διαμαρτυρία από τον «κανονικό» επίσκοπο, τότε αυτή εξετάζεται από το αρμόδιο συνοδικό όργανο.

Σε περίπτωση, λοιπόν, υποβολής τέτοιας οχλήσεως ή διαμαρτυρίας, η σύνοδος της Επαρχίας (Μητροπόλεως) θα κρίνει από τα στοιχεία που θα προσκομισθούν, αν η όχληση ή η διαμαρτυρία υποβλήθηκε εντός ή εκτός των τριάντα ετών.

Και στην μεν πρώτη περίπτωση εφόσον δεχθεί τους ισχυρισμούς του οχλούντος επισκόπου, θα διακόψει την χρησικτησία στην δε δεύτερη θα απορρίψει την όχληση ή διαμαρτυρία και θα επικυρώσει την χρησικτησία επί της αμφισβητούμενης περιοχής.

Αυτονόητο θεωρείται ότι για την θεμελίωση της χρησικτησίας θα πρέπει ο «κανονικός» επίσκοπος να απέχει από την διαποίμανση της «αδέσποτης» περιοχής εν γνώσει του και όχι για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του (π.χ. ασθένεια, σχολάζουσα επισκοπή) ή από άγνοια, διότι στην τελευταία περίπτωση θα σήμαινε ότι ο «κανονικός» επίσκοπος δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να διαποιμαίνει την «αδέσποτη» περιοχή, πράγμα πρακτικώς και λογικώς αδύνατον.

Εξαίρεση συνιστά η περίπτωση, που ο «κανονικός» επίσκοπος εν γνώσει του δεν ασκεί την διαποίμανση μιας περιοχής της επαρχίας του, διότι συμπεφωνημένως το αρμόδιο συνοδικό όργανο έχει παραχωρήσει για ορισμένο διάστημα ή προσωρινώς και για συγκεκριμένο λόγο την διαποίμανση αυτής σε άλλον επίσκοπο.

Τέταρτη προϋπόθεση είναι ο κατέχων την «αδέσποτη» περιοχή επίσκοπος να την διαποιμαίνει με καλή πίστη, δηλαδή να μην αγνοεί από βαρεία αμέλεια, ότι η περιοχή αυτή δεν είναι «αδέσποτη» και ότι διαποιμαίνεται κανονικώς από τον «κανονικό» επίσκοπό της, οπότε οι δικές του ενέργειες κατατείνουν στην θεμελίωση του κανονικού παραπτώματος της εισπηδήσεως. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, δηλαδή της ελλείψεως καλής πίστεως στο πρόσωπο του κατέχοντος επισκόπου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του ως άνω κανόνα.

Αποτέλεσμα της αποδοχής της χρησικτησίας είναι ότι η κατεχόμενη επί τριάντα έτη περιοχή περιέρχεται από της διαπιστώσεως της χρησικτησίας στην κανονική δικαιοδοσία του κατέχοντος επισκόπου, ενώ ταυτοχρόνως απόλλυνται εφ’ εξής τα επ’ αυτής υφιστάμενα κανονικά δικαιώματα του μέχρι της διαπιστώσεως της χρησικτησίας υπάρχοντος «κανονικού» επισκόπου.

Ο κανόνας αναφέρεται στο επίπεδο κανονικής δικαιοδοσίας της επισκοπής. Αναλογικώς, όμως, εφαρμόζεται και στα άλλα επίπεδα κανονικής δικαιοδοσίας, της Επαρχίας (Μητροπόλεως) και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.

Ούτως:

α) εάν Μητρόπολη κατέχει και διαποιμαίνει μέσω του εκλεγέντος σ’ αυτήν επισκόπου της επί τριάντα έτη αβιάστως επισκοπική περιφέρεια, που είναι από πλευράς διαποιμάνσεως «αδέσποτη» ένεκα της αδιαφορίας της Μητροπόλεως στην οποία «κανονικώς» ανήκει, τότε η περιφέρεια αυτή περιέρχεται μετά την συμπλήρωση των τριάντα ετών στην κανονική δικαιοδοσία της κατέχουσας και διαποιμαίνουσας Μητροπόλεως.

β) εάν Αυτοκέφαλη Εκκλησία κατέχει και διαποιμαίνει μέσω του εκλεγέντος σ’ αυτήν επισκόπου της επί τριάντα έτη αβιάστως επισκοπική περιφέρεια, που είναι από πλευράς διαποιμάνσεως «αδέσποτη» ένεκα της αδιαφορίας της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην οποία «κανονικώς» ανήκει, τότε η περιφέρεια αυτή περιέρχεται μετά την συμπλήρωση των τριάντα ετών στην κανονική δικαιοδοσία της κατέχουσας και διαποιμαίνουσας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.

Εάν και στις δύο περιπτώσεις εγερθεί αμφισβήτηση περί της επί τριακονταετία κατοχής – διαποιμάνσεως, τότε το ζήτημα εξετάζεται στην μεν πρώτη περίπτωση από τη σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στην δε δεύτερη περίπτωση από όργανο πανορθόδοξης αυθεντίας και εμβέλειας.

Αν θέλουμε τώρα να εφαρμόσουμε τα παραπάνω «επί χάρτου», θα πούμε τα εξής:

Το επίμαχο ζήτημα εδράζεται όχι στον προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα της ισχύος των δικαιωμάτων, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε στην Ρωσική Εκκλησία αλλά στην μη πλήρωση των όρων, υπό τους οποίους έγινε η παραχώρηση αυτή.

Το δικαίωμα χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου παραχωρήθηκε υπό δύο όρους: 1) την εκλογή του Μητροπολίτη Κιέβου από την τοπική Εκκλησία και

2) την μνημόνευση από τον Μητροπολίτη Κιέβου του ονόματος του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη υπό την ιδιότητα του Εξάρχου αυτού.

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν έκτοτε, με αποτέλεσμα η παραχώρηση του δικαιώματος της επ΄ αδεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου από την Ρωσική Εκκλησία να «ήρτηται», να τελεί δηλαδή έκτοτε υπό καθεστώς ανακλήσεως εκ μέρους του παραχωρήσαντος το δικαίωμα αυτό Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η δυνατότητα ανακλήσεως αυτή συνιστά δικαίωμα – και όχι υποχρέωση – του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το δε δικαίωμα αυτό δύναται να ασκηθεί, όποτε κρίνει περί του αναγκαίου της ασκήσεώς του ο παραχωρήσας θεσμός.

Το δε δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε παραγραφή, διότι:

α) η όποια τυχόν παραγραφή άρχεται από την στιγμή της τελέσεως του κανονικού παραπτώματος. Η μη τήρηση, όμως, των προϋποθέσεων που τέθηκαν (εκλογή του Μητροπολίτη Κιέβου από την τοπική Εκκλησία και μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη), που συνιστά και το κρίσιμο κανονικό παράπτωμα, τελείται μέχρι και σήμερα, συνιστώντας «διαρκές κανονικό παράπτωμα». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η οποιαδήποτε παραγραφή, εάν θεωρηθεί ότι αυτή υπάρχει, ουδέποτε άρχισε να «τρέχει».

β) η αναφορά στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο περί του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Πολωνίας (1924), την οποία εγώ πρώτος επεσήμανα, περί μη τηρήσεως των κανονικών διατάξεων στην περίπτωση της Μητροπόλεως Κιέβου, συνιστά ένα πρόσθετο στοιχείο προς ενίσχυση της απόψεως, ότι ουδέποτε του Οικουμενικό Πατριαρχείο θεώρησε ως λήξαν το θέμα της παραβιάσεως των προϋποθέσεων που τέθηκαν.

Περαιτέρω, ούτε η αντικανονική προσάρτηση της Μητροπόλεως Κιέβου από το Πατριαρχείο Μόσχας, δεν μπορεί να θεμελιώσει ισχυρισμό από το τελευταίο περί κτήσεως κανονικής δικαιοδοσίας επί της ως άνω Μητροπόλεως δυνάμει χρησικτησίας, με το επιχείρημα ότι παρήλθαν τριάντα χρόνια από της ενάρξεως της διαποιμάνσεως της Μητροπόλεως αυτής από το Πατριαρχείο Μόσχας. Και τούτο, διότι, όπως έχει ήδη αναλυθεί, για να επέλθει κτήση εκκλησιαστικής περιφέρειας διά χρησικτησίας απαιτείται η σωρευτική πλήρωση των παραπάνω τεσσάρων προϋποθέσεων, εκ των οποίων δεν πληρούνται:

α) ούτε η πρώτη προϋπόθεση της υπάρξεως «αδέσποτης» επαρχίας, δηλαδή επαρχίας που δεν διαποιμαίνεται από τον κανονικό επίσκοπο, διότι όπως προκύπτει από την αναφορά στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Πολωνική Εκκλησία, υπήρχε κανονικός επίσκοπος στη Μητρόπολη Κιέβου,

β) ούτε η δεύτερη προϋπόθεση της κατοχής της αδέσποτης περιοχής από επίσκοπο διαφορετικό του «κανονικού», διότι υπήρχε κανονικός επίσκοπος και η Ρωσική Εκκλησία, όταν την έθεσε υπό την κατοχή της, γνώριζε ότι υπήρχε κανονικός επίσκοπος, παρά ταύτα την έθεσε «βιαίως» υπό την κανονική δικαιοδοσία της.

γ) ούτε η τρίτη προϋπόθεση, αφού συμφώνως προς το έγγραφο του 1686 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη στην παραχώρηση υπό όρους προς αυτήν του κανονικού δικαιώματος της χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου και μόνον αυτού,

δ) ούτε η τέταρτη προϋπόθεση, αφού η Ρωσική Εκκλησία γνώριζε, ότι η Μητρόπολη Κιέβου διαποιμαίνεται κανονικώς από το «κανονικό» επίσκοπό της, αφού τον  χειροτονούσε η δική της Σύνοδος, κατόπιν παραχωρήσεως του σχετικού δικαιώματος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Κατόπιν των ανωτέρω, είναι αβάσιμος οποιοσδήποτε ισχυρισμός εκ του Πατριαρχείου Μόσχας περί κτήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως αυτής διά χρησικτησίας.

Πηγή

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ