Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑπόψειςΤι συμβαίνει μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινόπουλης και Μόσχας ;

Τι συμβαίνει μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινόπουλης και Μόσχας ;

- Advertisement -

Πράγματι  (ματαιο)πονοῦν  Κωνσταντινούπολη – Μόσχα; Πάντως  ἡ  Ἰωάννειος  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία  «μένει».

Πρό  καιροῦ  (τό  2018)  εἶχα  δημοσιεύσει  ἕνα  ἄρθρο  στίς  ἱστοσελίδες  Ρομφαία, Ἀποστολική  Διακονία  κ.ἄ.  μέ  τίτλο  «Μήπως  ματαιοπονοῦν  ἡ  Νέα  καί  ἡ  “Τρίτη”  Ρώμη;»  πού  βασιζόταν  καί  στή  Β΄  Ἐπιστολή  τοῦ  Ἰωάννου  (ἰδίως  στίχ. 13). Σ’  αὐτό  τό  ἄρθρο  ἐπαναλάμβανα  τή  διαπίστωση  πού  ἔγραψα  στό  βιβλίο  μου  «Οἱ  δύο  “ἐκλεκτές  ἀδελφές” – Ἐκκλησίες  καί  οἱ  διαφορετικοί  “Πρῶτοι”  τους  (Μηνύματα  τῶν  Β΄  καί  Γ΄  Ἐπιστολῶν  τοῦ  Ἰωάννου)»  (Ἐκδ. παρ.  «Ἑπτάλοφος», Ἀθήνα  2017), σελ. 56-57.

Μεταφέρουμε  καί  ἐδῶ  τήν  ἐν  λόγῳ  διαπίστωση:  « . . . στήν  Ἀνατολή  κατά  τούς  τελευταίους  χρόνους  (καί  αἰῶνες)  ἔχουμε  μία  οὐσιαστική  ἀλλαγή. Μία  ἀποκέντρωση, ἴσως  ἀκόμη  μία  ἀποδυνάμωση  τοῦ  κέντρου  “Κωνσταντινούπολις”, πού  ἐπῆλθε  μέ  τίς  αὐτοκεφαλίες  καί  τίς  αὐτονομίες  πού  παραχώρησε  ἑκουσίως  ἤ  ἀκουσίως  αὐτό  τό  ἴδιο  τό  ἐκκλησιαστικό  κέντρο  (τό  Οἰκουμενικό  Πατριαρχεῖο)».

Καί  θά  προσθέταμε  σ’  αὐτά:  Μπορεῖ  νά  μήν  ἀναγνώριζε  πάντοτε  μόνο  του  τίς  ἐν  λόγῳ  αὐτοκεφαλίες-αὐτονομίες, ἀλλά  ἐν  συνεργασίᾳ  ἤ  συμφωνίᾳ  καί  μέ  ἄλλα  πατριαρχικά  κέντρα, ἀλλά  πάντως  τίς  ἀναγνώριζε. Ὡστόσο  αὐτό  δέν  ἀναιρεῖ, ἀλλά  μᾶλλον  καί  ἐνισχύει  τό  γεγονός  ὅτι  ἡ  «ἀποδυνάμωση»  καί  ἡ  «σοβαρή  συρρίκνωση  (= περιορισμός)  τῆς  κανονικῆς  δικαιοδοσίας  τοῦ  Οἰκουμενικοῦ  πατριαρχείου»  εἶναι  ἀναμφισβήτητη.

- Advertisement -

Καί  λέμε  αὐτά  γιατί  ἀκόμη  καί  ὁ  συνάδελφος  κ.  Βλ.  Φειδᾶς  στό  βιβλίο  του  «Τό  ζήτημα  τῆς  αὐτοκεφαλίας  τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας  τῆς  Οὐκρανίας  ἐκ  πηγῶν  ἀψευδῶν»  (Ἀθῆναι  2019)  καταλήγει, ἀναγκάζεται  νά  δεχθεῖ  (σελ. 34)  ὅτι  « . . . ἡ  ἀνακήρυξή  τους  (τῶν  αὐτοκεφάλων  Ὀρθοδόξων  Ἐκκλησιῶν)  προκαλοῦσε  σοβαρή  συρρίκνωση  τῆς  κανονικῆς  δικαιοδοσίας  τοῦ  Οἰκουμενικοῦ  Πατριαρχείου».

Μέ  αὐτήν  τήν  ἐξέλιξη  συμβαίνει  νά  ἔχουμε  τήν  ἴδια  Ἐκκλησία  τῆς  Ἀνατολῆς, τήν  Ὀρθόδοξη, ἀλλά  μέ  μία  διαφορετική  μορφή  καί  δομή. Ἔτσι  δέν  μπορεῖ  ὅλη  ἡ  Ὀρθοδοξία  νά  συνεχίζει  νά  ἐκπροσωπεῖται  μέ  ἕναν  «ἄγγελο»  (= ἐπίσκοπο), ὅπως  χαρακτηριστικῶς  καί  μεταφορικῶς  ἀναγράφουν  καί  οἱ  ἑπτά  ἐπιστολές  τῆς  Ἀποκαλύψεως  πρός  τίς  «ἑπτά»  Ἐκκλησίες  (κεφ.  Β΄  καί  Γ΄).

Κατόπιν  αὐτῶν  βγαίνει  τό  συμπέρασμα  ὅτι, ἐάν  ἡ  Ρωμαιοκαθολική  Ἐκκλησία  διατηρεῖ  ἀκόμη  τόν  συγκεντρωτικό  της  χαρακτήρα  καί  μπορεῖ  νά  ἐκπροσωπεῖται  ἀπό  ἕνα  «ἄγγελο»-ἐπίσκοπο, αὐτό  δέν  σημαίνει  ὅτι  τό  ἴδιο  ἰσχύει  οὔτε  μπορεῖ  νά  ἰσχύει  γιά  τήν  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, ἡ  ὁποία  ἐμφανίζεται  μέ  πολλές  αὐτοκέφαλες  Ἐκκλησίες. Γιά  τό  λόγο  αὐτό  καί  οἱ  ἀναφερόμενοι  ἀσπασμοί  στήν  Β΄  ἐπιστολή  (Ἰω.  13)  ἀπό  τήν  Ἀνατολή  πρός  τή  Δύση  ἀντί  νά  προέρχονται  ἀντιπροσωπευτικῶς  ἀπό  σύνολη  αὐτήν  τήν  ἀδελφή  Ἐκκλησία  (μέ  ἕνα  στόμα), προέρχονται  ἀπό  τά  «τέκνα»  της, τίς  αὐτοκέφαλες  Ἐκκλησίες.

Ἑπομένως  καί  ὁ  προκαθήμενος  τῆς  Νέας  Ρώμης  μᾶλλον  ματαίως  προσπαθεῖ  τώρα  νά  διατηρήσει  ἤ  μᾶλλον  νά  ἐνισχύσει  οὐσιαστικῶς  τήν  πρωτοκαθεδρία  του  σήμερα  μετά  ἀπό  αὐτήν  τήν  τροπή  τῶν  πραγμάτων. Ἀλλά  καί  ὁ  προκαθήμενος  τῆς, ἔστω  καί  μεγάλης, Ρωσικῆς  Ἐκκλησίας  δέν  μπορεῖ  νά  ἐκπροσωπεῖ  ὅλη  τήν  Ἀνατολική  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία. Γι’  αὐτό  ματαίως  καί  ἀκαίρως  πράττει, ἐάν  ἐπιδιώκει  νά  καταστεῖ  «Τρίτη  Ρώμη». Εἶναι  μία  ἄκαρπη  προσπάθεια. Εἶναι  μία  ματαιοπονία. Ἀλλοῦ  πρέπει  νά  κατευθύνουν  οἱ  σεπτοί  προκαθήμενοι  τίς  προσπάθειες  καί  τίς  ἐπιδιώξεις  τους. Ἔτσι  θά  εἶναι  ἀληθινοί  ἐκπρόσωποι  τῆς  Ἰωαννείου  Ἐκκλησίας, τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας, τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  ἀγάπης  ἐν  ἀληθείᾳ  καί  τοῦ  συνοδικοῦ-δημοκρατικοῦ  πολιτεύματός  της. Ἐκεῖ, σ’  αὐτά, μήπως  πρέπει  νά  στρέψουν  τήν  προσοχή  τους  καί  νά  «πονοῦν»;

Μετά  ἀπ’  αὐτά  θά  λέγαμε  πολύ  περισσότερο  περί  πρωτοκαθεδρίας  ἤ  πρωτείου  ἐξουσίας  τῆς  Παλαιᾶς  Ρώμης  ἐπί  τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἀνατολῆς  καί  ὅλης  τῆς  Ἐκκλησίας  δέν  μπορεῖ  νά  γίνει  λόγος.

Ἐξ  ἄλλου  ἔχουμε  τό  καθοριστικό  χωρίο  τῆς  ἐπιστολῆς  τοῦ  ἀποστόλου  Παύλου  Πρός  Κολασσαεῖς  (1,18)  πού  λέει:  «Καί  αὐτός  (ὁ  Χριστός)  ἐστιν  ἡ  κεφαλή  τοῦ  σώματος  τῆς  Ἐκκλησίας·  ὅς  ἐστιν  ἀρχή, πρωτότοκος  ἐκ  τῶν  νεκρῶν, ἵνα  γένηται  ἐν  πᾶσιν  αὐτός  πρωτεύων». Πρέπει  νά  τονίσουμε  τό  «αὐτός  πρωτεύων»  καί  νά  ὑπογραμμίσουμε  τό  «ἐν  πᾶσιν». «Ἐν  πᾶσιν»  λέει  ὄχι  σέ  μερικούς  καί  μερικά, ἀλλά  σέ  ὅλους  καί  σέ  ὅλα  μέσα  στήν  Ἐκκλησία. Ἀφοῦ  εἶναι  «ἐν  πᾶσιν  πρωτεύων», ὅλοι  ὅσοι  ἐπιχειροῦν  νά  εἶναι  πρωτεύοντες, μήπως  πᾶνε  ἀντίθετα  πρός  τό  θέλημά  Του  καί  τή  θέση  Του;

- Advertisement -

Ἰδιαιτέρως  πρέπει  νά  ἐπισημανθεῖ  καί  τό  γεγονός  ὅτι  καί  οἱ  τρεῖς  βασικοί  κανόνες  τῶν  Β΄, Δ΄  καί  ΣΤ΄  (γ΄, κη΄, λστ΄  ἀντιστοίχως)  Οἰκουμενικῶν  Συνόδων  δέν  κάνουν  λόγο  περί  πρωτείων, ἀλλά  περί  πρεσβείων. Καί  οἱ  τρεῖς  κανόνες  ἀποφεύγουν  τή  λέξη  πρωτεῖα  ἐναρμονιζόμενοι  μέ  τούς  γνωστούς  λόγους  τοῦ  Κυρίου.

Ὡστόσο  πρέπει  νά  προσθέσουμε  ὅτι  παρ’  ὅλη  τή  φιλελεύθερη  καί  πολυδιάστατη  διάρθρωση  τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας  σέ  τοπικές  Ἐκκλησίες, ἀπαιτεῖται, ἐπωφελής  εἶναι, καί  μία  συνεννόηση  καί  συμφωνία  μεταξύ  τους  στήν  ἐπικοινωνία  μέ  τή  Δυτική  Ἐκκλησία, καί  κατ’  ἐπέκταση  πρός  ἄλλους  ὀργανισμούς  μέ  ἐπικεφαλῆς  κάποιο  κανονικό  συντονιστή. Ἄλλωστε  καί  ὁ  Ἰωάννης  ὁ  Εὐαγγελιστής  στήν  Β΄  ἐπιστολή  του  ἐμφανίζεται  ὡς  συντονιστής  νά  στέλνει  τούς  ἀσπασμούς  (στίχ. 13)  ἐκ  μέρους  τῶν  τέκνων, τῶν  τοπικῶν  Ὀρθοδόξων  Ἐκκλησιῶν, πρός  τήν  ἀδελφή  Ἐκκλησία  (στίχ.  1)  καί  ὄχι  πρός  ἕνα  «φιλοπρωτεύοντα  Διοτρεφή», ὅπως  χαρακτηρίζεται  ὁ  (καί  κάθε)  παπισμός  (Γ΄  Ἰω.  9).

Τοιουτοτρόπως, οὕτως  ἤ  ἄλλως, ἡ  Ὀρθόδοξη  Ἰωάννειος  Ἐκκλησία  συνεχίζει  «νά  μένει». Αὐτό  προλέγει  καί  ὁ  Κύριος  στό  κατά  Ἰωάννην  Εὐαγγέλιο  μέ  τήν  ἀπάντησή  Του  πρός  τόν  Πέτρο:  «Ἐάν  αὐτόν  θέλω  μένειν  ἕως  ἔρχομαι, τί  πρός  σέ  Πέτρε;». Καί  ἐπεξηγεῖ  ὁ  Εὐαγγελιστής:  «Ἐξῆλθεν  οὖν  οὗτος  ὁ  λόγος  εἰς  τούς  ἀδελφούς  ὅτι  ὁ  μαθητής  ἐκεῖνος  (ὁ  Ἰωάννης)  οὐκ  ἀποθνῄσκει. Οὐκ  εἶπεν  δέ  αὐτῷ  ὁ  Ἰησοῦς  ὅτι  οὐκ  ἀποθνήσκει  ἀλλ’  ἐάν  αὐτόν  θέλω  μένειν  ἕως  ἔρχομαι»  (Ἰω. 21,22-23). Ἀπό  τήν  ἐπεξήγηση  αὐτή  συμπεραίνουμε  ὅτι  ὁ  Κύριος  δέν  μίλησε  προσωπικῶς  γιά  τόν  Εὐαγγελιστή  Ἰωάννη, ἀλλά  ἀντιπροσωπευτικῶς  καί  παραβολικῶς  γιά  τήν  Ἰωάννειο  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία.

 

Παναγιώτης  Ἰ.  Μπούμης

Ὁμότ.  Καθηγητής  Παν/μίου  Ἀθηνῶν

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ