Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΙστορία - Μνήμες1821-2021: 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΔολοφονία Ιωάννη Καποδίστρια: Οι γενεσιουργές αιτίες του ιστορικού γεγονότος

Δολοφονία Ιωάννη Καποδίστρια: Οι γενεσιουργές αιτίες του ιστορικού γεγονότος

- Advertisement -

Συνέχεια από το προηγούμενο

- Advertisement -

Η Μάνη στους Νεώτερους χρόνους (1204 – 1840)

Του Γεώργιου Μαυρομιχάλη

Στο όνομα της αντανακλάται ο γεωμορφολογικός χαρακτήρας του τόπου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Πεζόπουλο το τοπωνύμιο ΜΑΝΗ προέρχεται από το θηλυκό του επιθέτου μανός που σημαίνει αραιός – φαλακρός, άγενος – άδενδρος.

Αρχικά το όνομα Μάνη δόθηκε στην ανατολικά της Αερόπολης περιοχή και αργότερα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Ταινάρου.[1]

Η Μάνη από την εποχή της παρακμής του Βυζαντινού Κράτους και ιδιαίτερα μετά την πτώση της Κων/πολης το 1204 στα χέρια των Φράγκων της Δ΄ Σταυροφορίας, έζησε για αιώνες τη δική της αυτόνομη ιστορική ζωή δημιουργώντας ιδιότυπους θεσμούς προσαρμοσμένους στα δεδομένα της γεωοικονομικής πραγματικότητας και των ιστορικών συγκυριών όπως τις καθόριζαν οι συγκρούσεις και οι συμμαχίες των αναδυόμενων δυνάμεων σ’ Ανατολή και Δύση.

Εσωστρεφής, επικεντρωνόμενη στον εαυτό της, οδηγείται σε διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ των οικογενειών, στις οποίες το άγονο και το ανεπαρκές του εδάφους σε σχέση με τον πληθυσμό αποτελεί την πλέον ισχυρή αιτία.

- Advertisement -

Αμυντική, αντιτιθέμενη στην έξωθεν επιβουλή, έχοντας την αίσθηση του συνανήκειν της φυλής αναπτύσσει ενωτικούς δεσμούς που της επιτρέπουν να επιβιώνει στην ιδιοπροσωπία της, κατακτώντας ένα σχετικό βαθμό ελευθερίας, για τη διατήρηση της οποίας ο γεωγραφικός παράγοντας και η φτώχεια των κατοίκων, στάθηκαν βοηθοί και σύμμαχοι.

Εσωτερική Κοινωνική Οργάνωση και Διοίκηση

 

Η Πατριά

Πυρήνα της Μανιάτικης κοινωνικής οργάνωσης αποτελεί η Πατριά η οποία ως Φρατρία βυθίζει τις ρίζες της στο χρόνο φθάνοντας ως την Ομηρική Εποχή.

Η Πατριά διαμορφώνεται από ένα σύνολο συγγενικών οικογενειών που δημιουργεί ένα συνοικισμό των οποίων η από κοινού ζωή καθορίζεται σύμφωνα με τους όρους που επιβάλει η ανάγκη πάνω σε τόπο άγονο, άνυδρο και εν πολλοίς άδενδρο. Η εγκατάσταση ανθρώπων που δεν ήταν εξ’ αίματος συγγενείς στην περιοχή που βρίσκονταν τα σπίτια της πατριάς ήταν πάντοτε απαγορευμένη. Γειτονικές πατριές που ανέπτυσσαν φιλικές σχέσεις κάνανε μεταξύ τους “χωριό”.

Η πατριά συγκεντρωμένη γύρω από το ένα ή περισσότερα πυργόσπιτα της, εξοπλισμένα στα νεώτερα χρόνια και με κανόνι, αποτελεί ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος.

Το κράτος αυτό δεν είναι ακυβέρνητο και αναρχούμενο. Στηρίζεται σε ισχυρούς και απαράβατους νόμους που πήγασαν από τα ήθη και τα έθιμα όπως αυτά διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της θρησκευτικής πίστης μακριά από κάθε έλεγχο και προστασία οργανωμένης κεντρικής κρατικής εξουσίας.

Διέθετε πολιτικό αρχηγό, το πρωτογέροντα ή κεφαλάρι της γενιάς και πολεμικό αρχηγό που ήταν ο καπετάνιος της.

Ανώτατο όργανο λήψεως αποφάσεων είναι το συμβούλιο των γερόντων της Πατριάς, συγκροτούμενο από τους ώριμους άνδρες της γενιάς, η λεγόμενη Γεροντική. (Αυτή ας την πούμε μικρή Γεροντική, γιατί όπως θα δούμε παρακάτω υπάρχει και άλλη ανώτερή της, την οποία για να την διακρίνουμε θα την ονομάσουμε μεγάλη Γεροντική).

Οι αποφάσεις της (μικρής) Γεροντικής ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών της Πατριάς, αλλά οι πλέον σημαντικές είναι εκείνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις με τις άλλες Πατριές και οποίες άπτονται θεμάτων που αφορούν το ζωτικό χώρο και την τιμή της Πατριάς. Με την τελευταία συναρτάται ο “Γδικιωμός” γνωστός στους υπόλοιπους ως μανιάτικη “Βεντέτα”.

Σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλη Πατριά που έχει αποτέλεσμα να χυθεί αίμα, η Γεροντική αποφασίζει αν θα υπάρξει γδικιωμός ή θα γίνει κάποιου είδους συμβιβασμός, η λεγόμενη “τρέβα”.

Να σημειώσουμε εδώ ότι στα πλαίσια του Λαϊκού δικαίου, αυτή η αυτόνομη ρύθμιση που πήγαζε από τη συλλογική συνείδηση, πως δηλαδή αυτή η επίλυση των ιδιωτικών αντιδικιών ήταν υπόθεση τιμής της πατριάς, δεν κατέλυε την έννομη τάξη.

Διότι ο “γδικιωμός”, η μανιάτικη “βεντέτα” βρίσκονταν κάτω από τον κοινωνικό έλεγχο, ο οποίος εκφράζοντας την παράλληλη και αντίρροπη προς την αυθαιρεσία σταθερή αξία της διαιτησίας – διαλλαγής, επενέβαινε με το μέσο της αλληλεγγύης και της επιείκειας για να σταματήσει την αλυσιδωτή διαδικασία της βίας – αντιβίας.

Η αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης που είχε διαταραχθεί από την άσκηση της αυθαιρεσίας, επιτυγχανόταν με τον εξισασμό (τη λεγόμενη “σιάξη”). Δηλαδή με την καταβολή αποζημίωσης σε χρήμα αντί για αίμα, με την ταυτόχρονη ένταξη του υπόχρεου σε καταβολή αίματος δράστη, στην οικογένεια του θύματος.

Αυτό επιτυγχανόταν με τη μεσολάβηση της μεγάλης Γεροντικής που τη συγκροτούσαν οι “κάλλιοι” των αντιμαχομένων πατριών και οι μεσολαβούσες άλλες ισχυρές πατριές.

Η ένταξη του δράστη στην οικογένεια του θύματος ήταν τελετουργική και μετά την επίτευξη της αγάπης, αυτός γινόταν αποδεκτός, αφού έπαιρνε συγχώρεση από την οικογένεια του θύματος με την ιδιότητα του μέλους, και  λεγογόταν “ψυχαδερφός”.

Στα πλαίσια της αυτόνομης αυτής λύσεως των ιδιωτικών διαφορών που ρυθμίζονταν στην πράξη των γενικών ρητρών του Λαϊκού δικαίου και ιδιαίτερα όπως ειπώθηκε, με τη διαιτησία – διαλλαγή και την επιείκεια, η θέσπιση από το συγκεντρωτικό κράτος της καποδιστριακής περιόδου του θεσμού των δικαστηρίων και την επίλυση της διαφοράς αποκλειστικά από την κρίση του κρατικού οργάνου – του προέδρου των πρωτοδικών – που ενεργούσε ως αναγκαστικός εξωτερικός διαιτητής, οι Μανιάτες την προσλαμβάνουν ως αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους που ζητά και επιβάλλει το ετερώνυμο από αυτό του αυτονόμου κυκλώματος ρυθμίσεως της διαφοράς.

Το θέμα αυτό πέραν όλων των άλλων λόγων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύγκρουση Καποδίστρια – Μαυρομιχάλη όπως το χειρίστηκαν οι “έκτακτοι επίτροποι” από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας που είχαν την ευθύνη των πραγμάτων στην περιοχή – το “τμήμα” – της Μάνης[2].

Εκτός από τη μικρή Γεροντική υπάρχει στη Μάνη και η μεγάλη Γεροντική στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκουν αποφάσεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις ολόκληρης της Μάνης με άλλους ηγεμόνες που θέλουν τη συμμαχία της εναντίον των εκάστοτε εχθρών τους.

Στα διάφορα έγγραφα από το 1570 μέχρι το 1700, εξουσία να εκπροσωπούν τους Μανιάτες έχουν μόνο οι γέροντες, οι οποίοι υπογράφοντες προσθέτουν ενίοτε και τις φράσεις: “με τη γενιά μου και με τον τόπο μου” πράγμα που δείχνει ότι είναι εξουσιοδοτημένοι από την Πατριά και από άλλες φιλικές και σύμμαχες πατριές. Μαζί τους υπογράφουν συνήθως οι επίσκοποι, ως πνευματικοί ηγέτες των Μανιατών, τους οποίους αυτοί σέβονται πάντοτε και πολύ συχνά καταφεύγουν στην κρίση τους. Στην περίπτωση αυτή οι επίσκοποι εκτελούν χρέη δικαστών, δικάζοντας κατά το βυζαντινό – αυτοκρατορικό και πατριαρχικό δίκαιο.

Και αυτοί προέρχονται από πατριές και κάποιοι απ’ αυτούς από πολύ ισχυρές, όπως π.χ. οι Στεφανόπουλοι, Καλκαντήδες, Βουτικλάρης, Λάσκαρης, Μελησσινός κ.α.

 

 

Καπετάνιοι και Καπετανίες

Ως γνωστό, βασικές αιτία στην εξέλιξη, την διακοπή ή τη δημιουργία ενός θεσμού είναι ο πάντων πατήρ πόλεμος.

Σ’ αυτόν βρίσκεται και η ρίζα του νέου θεσμού της καπετανίας που εμφανίζεται στη Μάνη στα τέλη του 17ου αιώνα και της Ηγεμονίας του Μπέη που αρχίζει το 1776 μετά τα Ορλωφικά.

Από το 1645 και για σαράντα χρόνια μεταξύ Βενετών και Τούρκων διεξάγονται συνεχείς πόλεμοι για την κυριαρχία της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Η Μάνη όλα αυτά τα χρόνια βρίσκεται σε πολεμικό συναγερμό και κατά τη διάρκεια των πολεμικών δραστηριοτήτων κάποιοι απ’ τους Μανιάτες παίρνουν προβάδισμα και αυτοί είναι που υπογράφουν ως καπετάνιοι.[3]

Στα 1689 με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς οι Βενετοί κυριαρχούν στην Πελοπόννησο και ως κύριοι την διαιρούν σε επτά περιοχές, μία εκ των οποίων είναι η Μάνη. Αυτή την διαιρούν σε τέσσερα τμήματα: Τη Βαρδουνία, τον Πασαβά, τη Κελεφά και τη Ζάρτανα, στα φρούρια των οποίων εγκαθιστούν ενετικές φρουρές.

Οι Μανιάτες αντιδρούν υπενθυμίζοντάς τους, ότι κατά των Τούρκων πολέμησαν ως σύμμαχοι και δεν πρόκειται ν’ αναγνωρίσουν σχετική κυριαρχία, όπως εκείνη που οι Βενετοί υπέβαλαν στις υπόλοιπες περιοχές τις οποίες και οργάνωσαν στέλνοντας διοικητικούς υπαλλήλους: Γενικούς προνοητάς, τοπικούς προβλεπτάς, συνδίκους ή καταστιχοδάρους και καμεράριους ως επικεφαλείς των οικονομικών υπηρεσιών.

Οι Βενετοί αποφάσισαν να μην επιχειρήσουν επιβολή με τα όπλα, αλλά με τιμητικές διακρίσεις και υλικές απολαβές κατάφεραν να επιτύχουν τη συνεργασία ισχυρών πατριών και από τη συνεργασία αυτή ξεκινάει και η διαμόρφωση του θεσμού της καπετανίας.

Στα 1714 μετά τη δεύτερη κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, ενώ Ενετοί αποχωρούν οριστικά, οι καπετανίες τους παραμένουν για ν’ αποτελέσουν το Δούρειο Ίππο της Τούρκικης διπλωματίας για την εκ των έσω κυριαρχία τους στη Μάνη, εξάπτοντας τα μίση που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πατριές που σφάζονται μεταξύ τους για το καπεταναλίκι σ’ αυτές.

 

Ηγεμονία

Μετά τα Ορλωφικά, το 1776 πραγματοποιείται η τελευταία πριν την επανάσταση του 1821, σημαντική διοικητική μεταβολή στη διοίκηση της Μάνης. Αυτή χωρίζεται από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, η οποία παραμένει στη δικαιοδοσία του Πασά της Τρίπολης και περνάει στην δικαιοδοσία του Καποδάν Πασά μαζί με όλα τα νησιά του Αιγαίου. Εισηγητής του μέτρου φαίνεται να είναι ο πανούργος διερμηνέας του στόλου Νικόλαος Μαυρογένης[4].

Το 1770 οι Μανιάτες έχοντας καταβάλλει βαρύ τίμημα σε αίμα (οι Μαυρομιχάληδες είχαν δύο νεκρούς πολεμικούς αρχηγούς της πατριάς, τον Σκυλογιάννη και τον Πιέρο και έναν ακόμη τον Στέφανο, ζωντανό μεν αλλά αποδημήσαντα για πάντα στην Κριμαία της Ρωσίας) βρίσκονται απομονωμένοι και αβοήθητοι, με σοβαρές μεταξύ τους διαφωνίες και αντιθέσεις να τους οδηγούν σε διχασμό.

Ο Μαυρογένης γνωρίζοντας καλά την κατάσταση, τους τονίζει ότι πρέπει να υποδείξουν έναν ηγεμόνα, ο οποίος θα διοικεί τη Μάνη και στον οποίο θα υπακούουν οι καπετάνιοι.

Ο ηγεμόνας αυτός θα έχει τον τίτλο του Μπέη, θ’ αναλάβει την υποχρέωση να μην επιτρέπει την παραμονή στη Μάνη εκείνων που καταδιώκονταν από τους Τούρκους σε άλλες περιοχές και δε θα αφήνει τους Μανιάτες να κάνουν πειρατείες. Επί πλέον θα είναι υπεύθυνος για τη συγκέντρωση και την απόδοση του φόρου που θα καταβάλλεται στους Τούρκους και ο οποίος ορίστηκε να είναι 15000 άσπρα ετησίως και ο οποίος μάλλον δεν πληρώθηκε ποτέ πλήρως.

Ακόμη ο Μπέης θα έδινε δύο εξ’ αίματος συγγενείς του ως ομήρους “ρεχέμια” που θα πήγαιναν στην Πόλη.

Κάτω από την πίεση των περιστάσεων οι Μανιάτες δέχτηκαν τους όρους και επέλεξαν τον Τζανέτο Κουτηφάρη ως πρώτο Μπέη, τον οποίο αποδέχτηκαν οι Τούρκοι ως απόγονο του Γιαννάκη Κουτηφάρη που στα 1715 είχε δηλώσει υποταγή σ’ αυτούς.

Ακολούθησαν έξι ακόμα Μπέηδες οι οποίοι εκτός από τον Τζανέτ Μπέη ή μπεκρόμπεη Γρηγοράκη, μετά από κατηγορίες των Τούρκων εναντίον τους κατέληξαν να έχουν βίαιο θάνατο. Άλλοι καρατομήθηκαν, άλλοι κρεμάστηκαν και άλλοι πνίγηκαν στο φοβερό “μπάνιο” της Πόλης.

Όγδοος και τελευταίος Μπέης της Μάνης από το 1816 υπήρξε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, επί των ημερών του οποίου ξέσπασε η επανάσταση του ’21.

 

Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας εκτιμώντας σωστά τη σημασία που είχε η Μάνη για τον απελευθερωτικό αγώνα, κάνανε σωστές και αποτελεσματικές ενέργειες.

Οι φιλικοί της Κων/πολης φρόντισαν να μυήσουν τα παιδιά του Πέτρομπεη, Γιωργάκη και Αναστάση που βρίσκονταν στην Πόλη ως όμηροι της πίστεως του πατέρα τους στην Υψηλή Πύλη.

Απέστηλαν στη Μάνη τον Ηλία Χρυσοσπάθη και τον Κυριακό Καμαρινό για να μυήσουν τους Μανιάτες και να προετοιμάσουν την Επανάσταση. Ακολουθεί η κάθοδος του Περραιβού του οποίου η μεγαλύτερη επιτυχία για την Φ.Ε. υπήρξε η συμφιλίωση των τριών από τις πέντε ισχυρές πατριές που διεκδικούσαν το μπεϊλίκι. Ήτοι των Μαυρομιχαλέων, των Γρηγοράκηδων και των Τρουπάκηδων, οι οποίοι υπέγραψαν μεταξύ των συμφωνητικό στην Η΄ (όγδοη) παράγραφο του οποίου δηλώνουν: “Όθεν εν ενί στόματι, μια ψυχή και καρδιά μια σύμπνοια και αδιαιρέτω δεσμώ υποσχόμεθα να φυλάξωμεν τας ρηθείσας συμφωνίας ανελλιπείς και απαρασαλεύτους”.

Με την υπογραφή του συμφωνητικού, ο μούστος από τα τρυγημένα σταφύλια έχει μπει στα βαρέλια όπου ζυμώνεται, για ν’ ακολουθήσει ο βρασμός που θα δώσει εκείνο τα’ αθάνατο κρασί του ’21, από το οποίο ο Κωστής Παλαμάς καλούσε τους Έλληνες το 1940 να πιούν και να μεθύσουν.

Μένει να διευκρινιστούν  δύο ακόμα κρίσιμοι παράγοντες. Ο ένας αφορά την ακριβή πολεμική δύναμη της Μάνης και ο άλλος με το γιατί ήταν τόσο ποθητό το καπετανιλίκι και το μπεϊλίκι από τις ισχυρές πατριές της Μάνης, αφού όπως είδαμε το κόστος της απόκτησης και της διατήρησής του ήταν πολύ μεγάλο γι’ αυτές και η αποδοχή του σήμαινε ότι το κεφάλι της πατριάς έμπαινε στον “ντουρβά”.

Η Μάνη εκείνη την εποχή έχει περίπου 100 χωριά μικρά και μεγάλα με συνολικό πληθυσμό περίπου 40.000.

DCIM100MEDIADJI_0012.JPG

Στον Φιλήμονα υπάρχουν δύο πίνακες πολεμιστών της Μάνης εκ των οποίων ο ένας υπογράφεται από τον Αναγνώστη Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταρά ο οποίος έχει συντάξει σχετική έκθεση.

Σύμφωνα μ’ αυτούς ο αριθμός των πολεμιστών υπολογίζεται στις 7.500 άνδρες. Από αυτούς οι 5.000 πολεμιστές ανήκουν στις περίπου δέκα μεγάλες πατριές και οι υπόλοιποι 2.500 ανήκουν στα “δεύτερα σπίτια”. Από τις 5.000 οι 2.000 ανήκουν στους Μαυρομιχαλέους (1.000 δικοί τους + 1.000 στις συμμαχικές πατριές των Μιχαλακιάνων και του Ληγορακόγκωνα), οι δε υπόλοιποι 3.000 μοιράζονται στους Κουμουντουράκη – Καπετανάκη 1.000, Γρηγοράκη 1.200, Τρουπάκη 600, Δουράκη 500, Χρηστέα – Κύβελο 600 – όλοι τους Καπετάνιοι στις εννέα Καπετανίες που υπήρχαν στη Μάνη εκείνη την εποχή.

Η στρατολόγησή τους γίνεται με ενέργειες των γεροντάδων και τις ευλογίες των επισκόπων. Η διοικητική μέριμνα όσον αφορά πολεμοφόδια και τροφοδοσία ήταν στην ευθύνη του πολιτικού αρχηγού της πατριάς δηλαδή των γεροντάδων.

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων την ώρα της μάχης πειθαρχούν σ’ αυτόν που έχει την ευθύνη της διεξαγωγής της.

Όμως η στράτευση τους γινόταν σύμφωνα με τις αποφάσεις της γεροντικής της πατριάς τους και κανένας άλλος δε μπορούσε να τους επιβάλλει τη θέλησή του. Με τις ηγετικές οικογένειες συνεργάζονται όταν συμφωνούν με τις πράξεις τους, αν όμως δεν συμφωνούν, τότε όχι μόνο εκδηλώνουν τη διαφωνία τους, αλλά δεν διστάζουν να φτάσουν και στα όπλα.

Εννοείται πως η πατριά έχει την υποχρέωση να μεριμνά για τις οικογένειες των σκοτωμένων και να φροντίζει τους τραυματίες και τους ανάπηρους σε κάποιο βαθμό.

Ως προς το τι έκανε περιζήτητο το καπετανιλίκι και το μπεϊλίκι, οι αδελφοί Στεφανόπουλοι στο “Ταξίδι” και ο Πουκεβίλ στο “Ταξίδι στην Ελλάδα”, μας δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες.

Από τους Μανιάτες κανένας δεν κάνει εμπόριο για δύο λόγους. Πρώτον γιατί δεν έχουν κεφάλαια και δεύτερον γιατί δεν έχουν καμία γνώση της δουλειάς.

Τα προϊόντα που είναι προς εξαγωγή τα εμπορεύονται ξένοι έμποροι, οι οποίοι δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στη Μάνη. Έρχονται την εποχή της συγκομιδής και φεύγουν όταν τελειώσουν τις υποθέσεις τους.

Ο Μπέης (le commandant γράφει ο Πουκεβίλ) της Μάνης είναι ο μόνος που μπορεί να πουλάει τα εμπορεύματα του τόπου ερχόμενος σε συμφωνία με τους ξένους εμπόρους και τους κατά τόπους καπετάνιους.

Κανένας ξένος έμπορος δεν μπορεί ν’ αγοράσει απ’ ευθείας από τους παραγωγούς τα λάδια, τα βελανίδια, τα μετάξια, το πρινοκόκι (noix de galle) που είναι τα κυρίως εξαγώγιμα προϊόντα.

Κάθε καπετάνιος συγκεντρώνει τα προς εξαγωγή προϊόντα του τόπου του σε μια ορισμένη εκ των προτέρων τιμή στην οποία περιλαμβάνεται μια προμήθεια για τον ίδιο όπως έχει συμφωνηθεί από τον Μπέη και τον ξένο έμπορο και ο κόσμος που θέλει να πουλήσει είναι υποχρεωμένος να του πάει το προϊόν στη αποθήκη. Μ’ αυτό τον τρόπο και ο λαός και ο καπετάνιος είναι ευχαριστημένοι.

Κάθε έμπορος που δίνει τα χρήματά του για να “καπαρώνει” δηλαδή να προαγοράζει τα προς εξαγωγή προϊόντα δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να χάσει τα χρήματά του, και είναι προσωπικά ασφαλής γιατί το σπίτι “η πατριά”, στην οποία ακουμπάει  έχει την υποχρέωση να τον προστατεύει.

Άλλο σημαντικό όφελος, οι καπετάνιοι και ο Μπέης, είχαν από την εκμετάλλευση των λιμανιών και την είσπραξη δασμών από τη διακίνηση των εξαγώγιμων και εισαγόμενων εμπορευμάτων.

Ο Ιωαν. Φιλήμων μας δίνει τις εξής πληροφορίες για το Λιμένι, κοιτίδα των Μαυρομιχαλέων.

Τον λιμένα της Ζίμοβας (Αερόπολη) εκυρίευον και ενέμοντο κατ’ αρχάς οι λεγόμενοι Ζαλαπιάνοι, ως η ισχυροτέρα των της Ζίμοβας οικογενειών. Πολλαπλασιασθείσα όμως η τετρακτύς των Μαυρομιχαλών κατέβαλλε ταύτην και εγένετο κυρία αυτού, όπου και τέσσερες πρώτη ανήγειρεν οικίας λόγω διακατοχής και πρώτη κατώκησε το λεγόμενο ήδη Λιμένι.

Από της εποχής δ’ εκείνης, εκαρπούτο αύτη τα τελωνιακά και τα άλλα δικαιώματα του λιμένος, επί τέσσερας και ίσας μερίζουσα ταύτα μερίδας. Από της εποχής ωσαύτως εκείνης, οι Μαυρομιχάλαι εκτήσαντο και όνομα και υπόληψιν γενικήν, πρώτον, διότι εγνωρίζοντο και εσχετίζοντο μεθ’ όλων των Λακώνων, ούς η ανάγκη του λιμένος υπεχρέου, ίνα απέρχοντας εκεί προς αγοράν τροφίμων ή πώληση προϊόντων και δεύτερον, διότι πληθεινομένη ανέδειξε πολεμιστάς αξίους και ισχυροτέρα κατέστη όλων των άλλων διαφερουσών οικογενειών της Λακωνίας. Από δε της 22ας Ιουνίου 1816, καθ’ήν ο Πέτρος Μαυρομιχάλης έλαβε την ηγεμονία αυτής, η ισχύς εν γένει μεν της Μαυρομιχαλικής οικογενείας ανεδείχθει αδιαφιλονίκητος, του δε πρώτου κλάδου των Μαυρομιχαλέων υπέροχος επί των τριών ετέρων”.

Τώρα αν κάποιος έχει την απορία για το ποιο μπορεί να ήταν το συνολικό ετήσιο εισόδημα του Μπέη απ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες, ο Πετρόμπεης μας αποκαλύπτει σ’ ένα από τα προς τον Καποδίστρια γράμματά του, πως λίγο πριν την επανάσταση τα ετήσια εισοδήματα της πατριάς του ανέρχονται σε 450.000 γρόσια. Θεωρώντας ότι στην επταετία 1820 – 1827 όλα αυτά τα έσοδα ξοδεύτηκαν για τον αγώνα, ζητά αποζημίωσης δυόμιση εκατομμύρια γρόσια και άλλες τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες για τη διετία 1828-1829, που κατά την γνώμη μας σίγουρα κατά το συνήθειο της εποχής θα ήταν υπερτιμημένο, όπως μαρτυρούν οι υπολογισμοί στις ανάλογες απαιτήσεις των Υδραίων και των υπόλοιπων καραβοκυραίων από τα’ άλλα ναυτικά νησιά, που ζητούν αποζημίωση 18 εκατομμύρια φοίνικες ή περίπου 3 εκατομμύρια Τάλληρα Ισπανικά και οι υπόλοιποι στρατιωτικοί της ξηράς άλλα 54 εκατομμ. Τουρκ. Γρόσσια.

Πολλοί ιστοριογράφοι, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνοι που διάκεινται ευμενώς στην ιδεολογία του κοινωνισμού, θεωρούν ότι οι απαιτήσεις αυτές της προυχοντικής τάξης είναι το βαθύ πρώτο αίτιο της αντίδρασης στο αναμορφωτικό έργο του Καποδίστρια. Πιστεύουν δηλαδή ότι έχουν ανακαλύψει το αντικείμενο της επιθυμίας που είναι η δια των προνομίων εξασφάλιση υλικών πλεονεκτημάτων εις βάρος του λαού από την τάξη των μεγαλοκαραβοκυραίων και των κοτζαμπάσηδων – καπετανέων. Και ως ένα βαθμό έχουν δίκιο.

Αλλά σφάλλουν διότι πίσω και κάτω από το αντικείμενο της επιθυμίας βρίσκεται ένα άλλο αντικείμενο που είναι το αίτιο της επιθυμίας.

Αυτό το αίτιο που κινεί την επιθυμία για το αντικείμενο της, μας το αποκαλύπτει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Σύμφωνα με τον Θ. Ζιάκα:

Ο Αχιλλέας χολώνεται με τον Αγαμέμνονα και απέχει από τις συλλογικές επιχειρήσεις, όχι για το αντικείμενο της επιθυμίας καθ’ εαυτό (το συλλογικό λάφυρο – τη Βρισηίδα), αλλά γιατί ο Αγαμέμνων τον ατίμασε στα μάτια των άλλων Αχαιών. Πιο συγκεκριμένα γιατί τον εξανάγκασε σε μια ανισότιμη σχέση (στην ουσία μη σχέση) αποπέμποντάς τον από μια υφιστάμενη σχέση μεταξύ εταίρων.

Αυτό ήταν που προκάλεσε την μήνιν του Αχιλλέα και την αποχώρηση από το συλλογικό παιχνίδι.

Και δεν πρέπει να νομίσουμε ότι το αντικείμενο της αντιπαλότητας είναι άνευ αξίας και ως τέτοιο δεν θα έπρεπε να είναι διεκδικήσιμο, κάθε άλλο. Ο Όμηρος είναι σαφής.

Ο Αχιλλέας δηλώνει ότι την είχε αγαπήσει την κόρη του Βρύση και του κόστισε πολύ η απώλεια της αλλά το υπομένει.

Τη δικαιούμαι λέει, αλλά εσείς μου τη δώσατε εσείς μου την πήρατε. Αν όμως δεν κάμπτεται από τη μεταμέλεια του Αγαμέμνονα και την πρόθεσή του να επανορθώσει είναι επειδή του “στραπατσάρισαν το πρόσωπο”, επειδή του “τσαλάκωσαν το φιλότιμο”, επειδή κατά το κοινώς λεγόμενο τον “έκαναν ρόμπα”.

Με άλλα λόγια: Επειδή ουσιαστικά τον απέπεμψαν από την κοινότητα των ισότιμων εταίρων. Κι αυτό είναι που μετρά στον Όμηρο, τον ποιητή των ποιητών μας, που σύμφωνα με τον Πλάτωνα, την Ελλάδα πεπαίδευκεν και όχι μόνο εκείνη την αρχαία την π.Χ., αλλά και την άλλη τη Βυζαντινή την μ.Χ. Για τη σημερινή –δεν είμαι σίγουρος.

Το κεντρικό θέμα της Ιλιάδας, ο θυμός του Αχιλλέα αναφέρεται ακριβώς σ’αυτό: Στην απόλυτη προτεραιότητα της κοινωνίας των σχέσεων. Την πάνω απ’ όλα ισότιμη σχέση στη μετοχή της ισχύος της κοινότητας. Αυτός είναι ο μίτος που συνέχει την ενικότητα του ελληνικού πολιτισμού που θέλει να εκδιώξει το συγκρουσιακό μιμητισμό μέσα από μια «αριστοκρατική» υπέρβαση της χρείας, που κάνει το λαό μας ένα λαό σχέσης, που θέλει η επιθυμία του για συν-χώρεση με τον πραγματικό άλλο, να είναι αδιαμεσολάβητη από το αντικείμενο που θεραπεύει την ανάγκη.”

Για τη σημερινή δική μας σύγχρονη νοοτροπία, όλα αυτά μοιάζουν παράλογα και ψυχοπαθολογικά. Κι αρχίζουμε τις “εμβριθείς” αναλύσεις όπως: “λόγοι γοήτρου αυτονομούνται από το πραγματικό αντικείμενο…” ή “εκείνο το ασήμαντο ιστορικό εγώ” που για μια ασήμαντη προσωπική αφορμή δολοφόνησε τον Κυβερνήτη που αγωνίστηκε να υποτάξει όλα τα “εγώ” των Ελλήνων στην ενότητα μιας ευνομούμενης πολιτείας” ή ακόμη “πρόκειται για τις “ειδικές αξίες” που αναπτύσσουν οι πολεμικές ομάδες, οι οποίες δεν ασχολούνται οι ίδιες με την παραγωγή αγαθών, αλλά βρίσκουν προτιμότερο να τ’ αρπάζουν με τον πόλεμο και την υποδούλωση των “άμεσων παραγωγών” οπότε είναι “φυσικό” να θεωρούν υποτιμητικό ν’ αποδίδουν αυτοτελή αξία στα αντικείμενα της χρείας” κτλ, κτλ.

Συνεχίζεται

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ