Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςStratfor: Θα συνεχιστούν οι διαφωνίες "βορείων" & "νοτίων" της Ευρώπης για το...

Stratfor: Θα συνεχιστούν οι διαφωνίες “βορείων” & “νοτίων” της Ευρώπης για το χρέος

- Advertisement -

Η αμερικανική εταιρεία γεωπολιτικών αναλύσεων αξιολογεί την προτεινόμενη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών κανόνων για το χρέος και το έλλειμμα.

Η τελευταία προτεινόμενη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών κανόνων για το χρέος και το έλλειμμα θα συμβάλει στην αποφυγή των προβληματικών μέτρων λιτότητας της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς η Ένωση προσπαθεί να μειώσει σταδιακά τα υψηλά –σε επίπεδα ρεκόρ- χρέους. Ωστόσο, οι επίμονες διαφωνίες μεταξύ των βόρειων και των νότιων χωρών-μελών ενδέχεται να καθυστερήσουν την εφαρμογή της, την ώρα που ο ανεπαρκής δημοσιονομικός χώρος για δημόσιες επενδύσεις σε βασικούς τομείς θα συνεχίσει να αυξάνει τις εκκλήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση. Στις 26 Απριλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πρότασή της για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), το οποίο θεσπίζει τα όρια του δημόσιου χρέους και δημοσιονομικού ελλείμματος για τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με την πρόταση, τα κράτη μέλη θα δημιουργήσουν και θα παρουσιάσουν τον σχεδιασμό τους που θα καθορίζει τους δημοσιονομικούς τους στόχους και τα μέτρα για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, μαζί με τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις προτεραιότητας για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Οι νέοι κανόνες θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές χώρες να καθορίσουν την δική τους πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής, αρκεί να διασφαλίσουν ότι το δημόσιο χρέος τους θα μειωθεί σε διάστημα τεσσάρων ετών και θα παραμείνει σε καθοδική πορεία για την επόμενη δεκαετία. Οι βασικοί στόχοι των υφιστάμενων κανόνων (δημόσιο έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ) θα παραμείνουν σε ισχύ, με τις κυβερνήσεις να έχουν περισσότερο χρόνο και ευελιξία για να τους επιτύχουν. Η πρόταση εισάγει επίσης ένα αυστηρότερο καθεστώς για τα κράτη μέλη που παρεκκλίνουν από τα συμφωνηθέντα ως προς την δημοσιονομική προσαρμογή, το οποίο θα οδηγήσει στην έναρξη διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και, τελικά, σε οικονομικές κυρώσεις. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συζητήσουν τους νέους κανόνες τις προσεχείς εβδομάδες και μήνες, με στόχο την επίτευξη τελικής συμφωνίας έως το τέλος του 2023.

Η πρόταση μεταρρυθμίσεων αποσκοπεί στη σταδιακή μείωση των επιπέδων χρέους σε ολόκληρη την ΕΕ, εν μέσω υψηλότερων επιπέδων χρέους που κληρονομήθηκαν από τον COVID-19 και την ενεργειακή κρίση, επιτρέποντας παράλληλα μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για δημόσιες επενδύσεις σε βασικούς τομείς και αποφεύγοντας επώδυνα μέτρα λιτότητας. Η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπεί στην αναθεώρηση των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων (η εφαρμογή των οποίων είναι παραδοσιακά προβληματική), ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα την τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα των κρατών μελών μετά την πανδημία του COVID-19 και εν μέσω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, κάτι που αύξησε μαζικά τα επίπεδα του δημόσιου χρέους σε ολόκληρη την Ένωση, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να θεσπίσουν δαπανηρά μέτρα έκτακτης ανάγκης. Η πρόταση αποσκοπεί επίσης στην προσαρμογή του ΣΣΑ υπό το πρίσμα των αναδυόμενων προκλήσεων που σχετίζονται με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, οι οποίες θα απαιτήσουν αυξημένες δημόσιες δαπάνες τα επόμενα χρόνια. Η μεταρρύθμιση αποσκοπεί στη διευκόλυνση της μείωσης των ποσοστών του δημόσιου χρέους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση με ”ρεαλιστικό, σταδιακό και βιώσιμο τρόπο”, όπως υποσχέθηκε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen στην ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης τον Σεπτέμβριο του 2022.

Η πρόταση των Βρυξελλών θα συναντήσει την αντίσταση των βόρειων κρατών μελών, και ιδίως της Γερμανίας, η οποία θα μπορούσε να καθυστερήσει την εφαρμογή του νέου ΣΣΑ μέχρι μετά το 2023. Οι πρώτες αντιδράσεις δείχνουν ότι τα κράτη μέλη παραμένουν διχασμένα ως προς τις βασικές λεπτομέρειες της μεταρρύθμισης του ΣΣΑ. Δημοσιονομικά συντηρητικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν εκφράσει τον σκεπτικισμό τους για την προσπάθεια της Επιτροπής να μεταβεί από καθολικούς κανόνες σε εξατομικευμένες ενέργειες μείωσης του χρέους στο πλαίσιο των εθνικών σχεδίων, φοβούμενες ότι οι υπερχρεωμένες χώρες θα απολαμβάνουν υπερβολική διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών τους. Παρά το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες ενσωμάτωσαν πρόσθετες εγγυήσεις και ένα αυστηρότερο καθεστώς σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες, το Βερολίνο εξακολουθεί να ζητά αυστηρότερους στόχους μείωσης του χρέους. Η Γερμανία, ειδικότερα, ανησυχεί επίσης για μια πιθανή πολιτικοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ένωση, με την οποία δίνεται υπερβολική εξουσία στην Επιτροπή να σταθμίζει τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών. Αντίθετα, η Γαλλία και η Ιταλία θεωρούν τις προτάσεις ως ένα βήμα προς τα εμπρός για την απομάκρυνση από την τρέχουσα προσέγγιση την Ένωσης, η οποία είναι ενιαία για όλους αναφορικά για το χρέος και το έλλειμμα και την οποία θεωρούν προβληματική. Οι δύο χώρες θεωρούν επίσης ότι οι πρόσθετες διασφαλίσεις που ζητά η Γερμανία αψηφούν τον ίδιο τον σκοπό της δημιουργίας ενός πιο ευέλικτου συστήματος που θα βασίζεται στην πορεία μείωσης του χρέους των ίδιων των κρατών μελών. Ανεξάρτητα από αυτό, η ΕΕ θα υιοθετήσει τελικά την προτεινόμενη μεταρρύθμιση του ΣΣΑ (έστω και με κάποιες προσαρμογές), επειδή τα περισσότερα μέλη της συμφωνούν ότι οι παλιοί κανόνες δεν είναι πλέον κατάλληλοι για το σκοπό τους. Ωστόσο, οι Βρυξέλλες ενδέχεται να δυσκολευτούν να διαπραγματευτούν μια τελική συμφωνία για ένα αναθεωρημένο πλαίσιο μέχρι το τέλος του 2023. Το σενάριο αυτό θα εγείρει επίσης την πιθανότητα να καθυστερήσει περαιτέρω η επαναφορά του ΣΣΑ. Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει επιστροφή στους παλαιούς κανόνες του μπλοκ για το χρέος και το έλλειμμα το 2024, γεγονός που θα μείωνε περαιτέρω την δυνατότητα ορισμένων κυβερνήσεων να παρέχουν δημοσιονομικά κίνητρα στις οικονομίες τους εν μέσω επιβράδυνσης της ανάπτυξης και αυστηροποίησης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

- Advertisement -

Ενώ η μεταρρυθμιστική πρόταση της Επιτροπής θα παραχωρήσει στα κράτη μέλη μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για δημόσιες επενδύσεις, οι περισσότερες χώρες θα εξακολουθούν να χρειάζονται μεγαλύτερο χώρο για την αύξηση των δαπανών τους, προκειμένου να επιδιώξουν τις βασικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής για το υπόλοιπο της δεκαετίας, αυξάνοντας έτσι την πίεση για βαθύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση της ΕΕ. Αν και πιο ευέλικτη και κατανεμημένη σε μεγαλύτερα χρονικά πλαίσια, η δημοσιονομική προσαρμογή που θα πρέπει να αναλάβουν οι χώρες για να θέσουν το χρέος τους σε σταθερά πτωτική πορεία για το υπόλοιπο της δεκαετίας στο πλαίσιο του νέου ΣΣΑ θα γίνει σε μια περίοδο υψηλότερων επιπέδων χρέους και υψηλότερων επιτοκίων (και, επομένως, υψηλότερου κόστους δανεισμού για τις κυβερνήσεις) από τη στιγμή που οι κανόνες του ΣΣΑ ανεστάλησαν το 2020. Σε αυτό το περιβάλλον, οι δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η απεξάρτηση από τον άνθρακα, η πράσινη βιομηχανική παραγωγή και η άμυνα θα είναι πιο δύσκολο να επιδιωχθούν. Η άμυνα (η οποία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από δημόσιες επενδύσεις) και η ενεργειακή μετάβαση (η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο τομέα για να ξεκλειδώσει την ιδιωτική χρηματοδότηση) θα απαιτήσουν ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κρατικών δαπανών, τα οποία τα τρέχοντα ευρωπαϊκά κονδύλια (όπως το ταμείο NextGenerationEU για την ανάκαμψη μετά την πανδημία) μπορούν να καλύψουν μόνο εν μέρει. Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένα νότια και ανατολικά κράτη μέλη της ΕΕ ενδέχεται να πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της εκπλήρωσης βασικών πολιτικών προτεραιοτήτων ή της συστηματικής παραβίασης των δημοσιονομικών κανόνων για το υπόλοιπο της δεκαετίας – και τα δύο αυτά ενδεχόμενα θα αναζωπυρώσουν τις διαιρέσεις βορρά-νότου στο εσωτερικό του μπλοκ. Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα πιο υγιή δημοσιονομικά κράτη μέλη της στο βορρά θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενη πίεση από χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία είτε να προχωρήσουν προς μια βαθύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση της ΕΕ είτε, τουλάχιστον, να αυξήσουν τα κοινά χρηματοδοτικά εργαλεία για τη χρηματοδότηση βασικών έργων κοινού ενδιαφέροντος, όπως οι ενεργειακές διασυνδέσεις, οι βιομηχανικές επιδοτήσεις και οι κοινές αμυντικές προμήθειες.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 14/5

Υπεύθυνη Διαχείρισης: Δέσποινα Συριοπούλου

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ