Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΟι φιλόδοξοι στόχοι της τρίτης θητείας Ερντογάν

Οι φιλόδοξοι στόχοι της τρίτης θητείας Ερντογάν

- Advertisement -

Η ανθρωπογεωγραφία της νέας κυβέρνησης. 

Γράφει ο Σπύρος Σιδέρης,

Οι νίκες του Ερντογάν στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, σε συνδυασμό με τις σαρωτικές αλλαγές στο Υπουργικό Συμβούλιο, ιδιαίτερα στην οικονομία, την εξωτερική πολιτική και αμυνα, προβάλλουν για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.

Οι επιλογές των προσώπων που ανέλαβαν υπουργικά καθήκοντα, διασφαλίζουν στον Ταγίπ Ερντογάν απόλυτη κυριαρχία, συνέπεια και συνέχεια της πολιτικής του και επικαιροποίηση της εξουσίας του.

- Advertisement -

Σε μια περίοδο κατά την οποία αναδιαμορφώνονται οι οικονομικές-στρατιωτικές-ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές στο διεθνές σύστημα, δεν είναι μυστικό ότι αυτές οι γεωπολιτικές αλλαγές θα επηρεάσουν άμεσα την Τουρκία.

Σημαντικός ρόλος για την επόμενη μέρα στην Τουρκία θα παίξουν από μια πλευρά οι πολυμερείς σχέσεις της Τουρκίας με κράτη και διεθνείς οργανισμούς και από την άλλη, οι περιφερειακές και παγκόσμιες σχέσεις της που ξεκινούν από την άμεση γεωγραφία της. Δυο πεδία που είναι συχνά αλληλένδετα μεταξύ τους.

Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία μετατρέπεται ή αν επιθυμείτε, θέλει να μετατραπεί από «περιφερειακή δύναμη» σε «κέντρο εξουσίας».

Η Τουρκία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την εθνική της ισχύ ως παράγοντα αλλαγής ισορροπίας ή σταθεροποιητή είτε άλλη ως διαμεσολαβητή σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές μέσω ενός μίγματος σκληρής και ήπιας ισχύος. Πεδία δράσεις της η Μέση Ανατολή, η Βόρεια Αφρική, η Ανατολική Μεσόγειος, τα Βαλκάνια ακόμα δε και η Ουκρανία.

Σύμφωνα με τους Τούρκους αναλυτές, εάν μπορεί να επιτευχθεί ένας ορισμένος ρυθμός συνέχειας και σταθερότητας, αυτή της πολιτικής, είναι δυνατόν η Τουρκία να προχωρήσει ένα βήμα πιο κοντά στον στόχο της για στρατηγική αυτονομία στην εξωτερική πολιτική.

Ωστόσο, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει επίσης σοβαρές προκλήσεις. Η σημαντικότερη από αυτές είναι μια ισχυρή οικονομία, καθώς για να υποστηρίξει αυτά τα βήματα πρέπει να έχει μια σταθερή οικονομική υποδομή, για το λόγο αυτό και η επιστράτευση του Μεχμέτ Σιμσέκ για το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.

- Advertisement -

Όμως η μετακίνηση του Χακάν Φιντάν, από τον επικεφαλής του Εθνικού Οργανισμού Πληροφοριών (MİT), στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, η κατά πάσα πιθανότητα μετακίνησης του προεδρικού εκπροσώπου και από την απορρήτου του Ερντογάν και του συμβούλου εθνικής ασφαλείας, Ιμπραχήμ Καλίν, στην προεδρία της MİT, μαζί. με την αντικατάσταση του Ακάρ από τον Γιασάρ Γκιουλέρ, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, δείχνουν τη συνέχεια της πολιτικής που ακολουθείται και είναι γεμάτη από «εθνική ασφάλεια», «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», «διασυνοριακές επιχειρήσεις» και «εξωτερικές επεμβάσεις».

Επίσης αυτές οι αλλαγές δείχνουν ότι η επιχειρησιακή σύγκλιση μεταξύ MİT και Υπουργείου Εξωτερικών θα αυξηθεί και έτσι η εξωτερική πολιτική με γνώμονα την ασφάλεια μπορεί να αλληλοτροφοδοτείται τόσο στο επίπεδο του Υπουργείου Εξωτερικών όσο και στο επίπεδο της ΜΙΤ.

Δεν ήταν τυχαία η αποστροφή στην πρώτη ομιλία του Ερντογάν μετά το δεύτερο γύρο των εκλογών όταν τόνισε ότι «θα αυξήσουμε τις απειλές για την ασφάλεια στο νότο μας και τη μάχη κατά των τρομοκρατικών οργανώσεων. Θα λειτουργήσουμε πιο αποτελεσματικά τα πολιτικά και τα διπλωματικά κανάλια».

Αυτό είναι ένα ενδεικτικό σημάδι ότι η Άγκυρα θα αυξήσει τη δράση της σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο.

Αυτές οι απόψεις δεν αφορούν την Ελλάδα, αλλά την Συρία που είναι το νούμερο ένα πρόβλημα της Τουρκίας. Η Ελλάδα για την Άγκυρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μέσο ώστε να πιέζει είτε την ΕΕ είτε τις ΗΠΑ, και εμμέσως το ΝΑΤΟ.

Η μεταφορά του Χακάν Φιντάν από την «παρασκηνιακή διπλωματία» στην ανοιχτή διπλωματία, προκαλεί ερωτηματικά κατά πόσο θα μπορέσει ο νέος ΥΠΕΞ να συνδυάσει τις εμπειρίες του από τη ΜΙΤ με τις ανάγκες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Όμως τόσο ο Φιντάν όσο και ο Καλίν αποτέλεσαν αναπόσπαστα μέρη της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία, λειτουργώντας σε ένα ιδιαίτερο ρόλο, παράλληλο αλλά και ανεξάρτητο από το Υπουργείο Εξωτερικών και τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Έτσι από τη μια ο Φιντάν ασκούσε παράλληλη διπλωματία τη μια μέρα στην Τρίπολη, την άλλη στο Ερμπίλ ή στη Βαγδάτη, την επόμενη στη Δαμασκό, στη Μόσχα ή στην Τεχεράνη, ενώ ο Καλίν, από την άλλη πλευρά, ήταν υπεύθυνος ως άμεσος διπλωματικός υπεύθυνος του Προέδρου, ιδίως στους προβληματικούς φακέλους με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.

Ο Φιντάν συνδέθηκε όλα αυτά τα χρόνια ως επικεφαλής της ΜΙΤ, με τα ζητήματα της Συρίας, του Ιράν, του Ιράκ, της Λιβύη και της Ουκρανίας.

Επιπλέον έχει μεγάλη εμπειρία στο Κουρδικό καθώς ήταν ένας από τα μέλη της τουρκικής αντιπροσωπείας που συναντήθηκε το 2009 με το ΡΚΚ στο Όσλο, αλλά και διαπραγματεύτηκε ο ίδιος με τον Οτσαλάν στις φυλακές του Ιμραλί. Έτσι η εμπειρία του αυτή μπορεί να εξυπηρετήσει τόσο τη λύση όσο και τον πόλεμο, ανάλογα με το τι θα αποφασίσει η ηγεσία. Όμως εάν η απόφαση στραφεί προς τη λύση, ο Φιντάν μπορεί να είναι αποτελεσματικός στη διαδικασία.

Ο Φιντάν ήταν επίσης στο επίκεντρο των επαφών και των συνομιλιών για την εξομάλυνση των σχέσεων της Άγκυρας με τη Δαμασκό. Εάν ο Ερντογάν θέλει σοβαρά την εξομάλυνση με το καθεστώς Άσαντ, η εμπειρία του Φιντάν μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη από τη θέση του υπουργού.

Τέλος στο άνοιγμα που έκανε ο Ερντογάν για την εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, ο Φιντάν έπαιξε σημαίνοντα ρόλο και η διαδικασία αυτή μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική κατά τη νέα περίοδο.

Σε ότι αφορά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, οι διμερείς και πολυμερείς σχέσεις θα διεξάγονται στο πλαίσιο της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στα μηνύματα που εστάλησαν τόσο από τον Πρόεδρο Μπάιντεν, όσο και από τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν, μετά τις εκλογές.

Το σημαντικότερο ζήτημα μεταξύ των δυο χωρών είναι το πολιτικό κλίμα «αμοιβαίας δυσπιστίας» που επικρατεί μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον και φαντάζει δύσκολο να ξεπεραστεί σύντομα ώστε να υπάρξει διευθέτηση των καυτών ζητημάτων, όπως της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, τα F-16 και οι κυρώσεις.

Αναφορικά με την ΕΕ, η στάση δεν πρόκειται να αλλάξει από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία επιθυμεί να συνομιλεί απευθείας με κάποια κράτη μέλη της Ένωσης.

Οι σχέσεις με το Παρίσι, δεν φαίνεται ότι θα εξομαλυνθούν βραχυπρόθεσμα, όμως με το Βερολίνο φαίνεται ότι κάτι αλλάζει, μετά την πρόσκληση Σολτς προς τον Ερντογάν να επισκεφθεί τη Γερμανία.

Εξάλλου δυο ζητήματα που αναδείχθηκαν πρόσφατα έχουν χτυπήσει καμπανάκια στο Βερολίνο. Το πρώτο είναι ο φόβος για νέα εισροή προσφύγων, κυρίως Σύριων, στην Ευρώπη και το δεύτερο ότι υπάρχει μια πολύ ενεργή πολιτικά τουρκική δομή στη Γερμανία, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κάτι που φάνηκε από τις συμμετοχή στις τουρκικές εκλογές.

Έτσι το Βερολίνο πρέπει να λύσει αυτή την πολύπλοκη διάσταση από τη δική του οπτική γωνία. Ωστόσο, είναι επίσης βέβαιο ότι η διάσταση αυτή δημιουργεί ένα θετικό αποτέλεσμα μόχλευσης για την Άγκυρα στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων.

Εν κατακλείδι, η τουρκική εξωτερική πολιτική μπορεί να βρει νέες ευκαιρίες βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, παρά τις πιθανές ευκαιρίες, δεν αποκλείεται η Τουρκία να βιώσει σοβαρές προκλήσεις στα παλιά διμερή και πολυμερή προβλήματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

(Ο Σπύρος Σιδέρης είναι δημοσιογράφος)

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ