Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςStratfor: Περισσότερες ρωγμές στον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας

Stratfor: Περισσότερες ρωγμές στον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας

- Advertisement -

Οι εσωτερικές διαφωνίες θα αυξήσουν την πολιτική αβεβαιότητα επισημαίνει η αμερικανική εταιρεία γεωπολιτικών αναλύσεων.

Η συρρίκνωση του γερμανικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού θα αυξήσει τις εντάσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης συνασπισμού και θα επιδεινώσει το πολιτικό αδιέξοδο στο Βερολίνο, οδηγώντας σε πολιτική αβεβαιότητα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στις 23 Μαΐου, η γερμανική κυβέρνηση ανέβαλε τη συζήτηση στο κοινοβούλιο αναφορικά με ένα επίμαχο κομμάτι της νομοθεσίας για το κλίμα λόγω θεμελιωδών διαφωνιών μεταξύ των τριών εταίρων του συνασπισμού. Το επεισόδιο αυτό υπογράμμισε τις συνεχιζόμενες εντάσεις και τη δύσκολη συνύπαρξη μεταξύ του κεντροαριστερού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, του φιλοεπιχειρηματικού Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ και του κόμματος των Πρασίνων του υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και της υπουργού Εξωτερικών Ανναλένα Μπάερμποκ. Τα τρία κυβερνητικά κόμματα είχαν ήδη συμφωνήσει σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου στα τέλη Μαρτίου για τον νόμο, ο οποίος ουσιαστικά θα απαγόρευε τα νέα συστήματα θέρμανσης με πετρέλαιο και φυσικό αέριο στα γερμανικά νοικοκυριά υπέρ των ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας. Ωστόσο, το FDP αποφάσισε να μπλοκάρει την πρόταση, πριν αυτή πάει στο κοινοβούλιο για πρώτη ανάγνωση, ζητώντας την ουσιαστική αναθεώρησή του.

  • Η πρόταση των Πρασίνων θα επέτρεπε από το 2024 την εγκατάσταση μόνο συστημάτων θέρμανσης που λειτουργούν με τουλάχιστον 65% ανανεώσιμη ενέργεια ( νέες εγκαταστάσεις και επισκευές παλαιών). Οι οικολογικοί λέβητες τείνουν να κοστίζουν διπλάσια από τους συμβατικούς. Λόγω αυτού του πρόσθετου κόστους για τα γερμανικά νοικοκυριά, το σχέδιο νόμου συνάντησε την αντίσταση των κομμάτων της αντιπολίτευσης – συμπεριλαμβανομένου του κόμματος Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) της πρώην καγκελαρίου Μέρκελ – καθώς και αρκετών μέσων ενημέρωσης και ορισμένων μελών του ίδιου του κυβερνητικού συνασπισμού. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση είχε προβλέψει επιδοτήσεις ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αμβλύνει τις οικονομικές επιπτώσεις των νέων απαιτήσεων, καλύπτοντας έως και το 80% του κόστους.
  • Η διαφωνία της τελευταίας στιγμής του FDP στην πρόταση φέρεται να προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Χάμπεκ, ο οποίος κατηγόρησε το FDP ότι ”αθέτησε τον λόγο του”. Ωστόσο, δεδομένης της αντίδρασης στο μέτρο τόσο μεταξύ των βουλευτών του FDP όσο και του CDU, το σχέδιο νόμου είναι πολύ πιθανό να τροποποιηθεί στο κοινοβούλιο. Ενώ η κυβέρνηση σχεδίαζε αρχικά να περάσει το νομοσχέδιο, πριν από τις θερινές διακοπές του κοινοβουλίου, τώρα φαίνεται πιο πιθανό να καταλήξει σε συμφωνία μετά τον Σεπτέμβριο.

Ενώ οι πρόσθετες δαπάνες βοήθησαν τη γερμανική κυβέρνηση να ξεπεράσει τις αντιτιθέμενες πολιτικές προτεραιότητες κατά τη διάρκεια του 2022, οι επερχόμενες περικοπές στον προϋπολογισμό και η επαναφορά του συνταγματικού ορίου χρέους θα καταστήσουν τους συμβιβασμούς πιο δύσκολους. Η σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας, η οποία αποτελείται από τρία ιδεολογικά διαφορετικά κόμματα, αγωνίζεται να βρει κοινό έδαφος από την ανάληψη των καθηκόντων της τον Δεκέμβριο του 2021. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σε τομείς όπως το κλίμα, η δημοσιονομική και η εξωτερική πολιτική, όπου οι αντικρουόμενες προτεραιότητες έχουν καταστήσει τη λήψη αποφάσεων αργή και ασταθή. Παρά τις διαφορές αυτές, ο συνασπισμός έχει καταφέρει να τις ξεπεράσει μέχρι στιγμής αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες και ανεβάζοντας επιπλέον το χρέος, καθώς και καταφεύγοντας σε ”ειδικά ταμεία” για να αποφύγει να παραβιάσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο όριο του χρέους, το οποίο τα μέλη του συνασπισμού συμφώνησαν να επαναφέρουν το 2024 μετά από τριετή αναστολή. Επιπλέον, μια υστέρηση 20 δισεκατομμυρίων ευρώ στα φορολογικά έσοδα θα μειώσει τα οικονομικά περιθώρια της γερμανικής κυβέρνησης να επιδοτήσει ακριβά μέτρα (όπως η αμφιλεγόμενη μετάβαση σε φιλικά προς το κλίμα συστήματα θέρμανσης), περιπλέκοντας περαιτέρω την ικανότητα του Βερολίνου να ρίξει χρήματα στις ιδεολογικές του διαφορές. Μάλιστα, ο Σολτς και ο Λίντνερ φέρονται να καταστρώνουν σχέδια για να καλύψουν αυτό το έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2024 μέσω περικοπών στις δαπάνες σε όλα τα υπουργεία εκτός από την άμυνα. Οι κακές επιδόσεις των τριών κομμάτων του συνασπισμού στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές επιδείνωσαν επίσης τις ενδοσυμμαχικές εντάσεις. Το SPD, οι Πράσινοι και το FDP ανησυχούν ότι οι συμβιβασμοί στους οποίους προχώρησαν μετά την είσοδό τους στην κυβέρνηση έβλαψαν τη δημοτικότητά τους στους ψηφοφόρους, γεγονός που ώθησε τους ηγέτες των κομμάτων να γίνουν πιο “επιθετικοί” στην υπεράσπιση των παραδοσιακών γραμμών του κόμματός τους.

  • Το συνταγματικά επιβαλλόμενο όριο χρέους της Γερμανίας περιορίζει τον ετήσιο κρατικό δανεισμό στο 0,35% του ΑΕΠ. Το μέτρο έχει ανασταλεί από το 2020 για να επιτρέψει την αύξηση των δαπανών για τις προσπάθειες ανακούφισης από τον COVID-19 και για να μπορέσει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.
  • Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, η γερμανική κυβέρνηση δημιούργησε εκτός προϋπολογισμού κεφάλαια συνολικού ύψους 300 δις ευρώ για να χρηματοδοτήσει μια ριζική ανανέωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και να παράσχει οικονομική στήριξη έναντι των υψηλών τιμών της ενέργειας.
  •  Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αναμένει συνολική μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 70,2 δις ευρώ για την περίοδο 2023-7 σε σύγκριση με προηγούμενες προβλέψεις. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα μέτρα στήριξης που θέσπισε η κυβέρνηση το 2022 για να αμβλύνει τις οικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
  • Το αυξανόμενο κόστος δανεισμού περιπλέκει επίσης περαιτέρω τις δημοσιονομικές προοπτικές της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία θα πρέπει να διαθέσει πολύ μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της για πληρωμές τόκων για το υφιστάμενο χρέος (οι οποίοι έχουν εκτοξευθεί στα 40 δισ. ευρώ έναντι 4 δισ. ευρώ το 2021).
  • Ο Λίντνερ έχει καταστήσει την αποκατάσταση του συνταγματικού ορίου για το καθαρό νέο χρέος μία από τις κορυφαίες προτεραιότητές του και αντιτίθεται σε οποιαδήποτε σημαντική αύξηση της φορολογίας για την ενίσχυση του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

Αν και η κατάρρευση της κυβέρνησης είναι απίθανη, οι εσωτερικές διαμάχες εντός του συνασπισμού για την κατανομή των κονδυλίων θα καθυστερήσουν βασικές αποφάσεις, αυξάνοντας την πολιτική αβεβαιότητα. Οι διαφωνίες εντός του συνασπισμού για τις αποκλίνουσες προτεραιότητες δαπανών θα ενταθούν τους επόμενους μήνες εν μέσω των επερχόμενων περικοπών στον προϋπολογισμό του 2024. Ενώ τα τρία μέλη του συνασπισμού θα προσπαθήσουν να αποφύγουν την κατάρρευση της κυβέρνησης σε μια περίοδο αργής οικονομικής ανάπτυξης στη Γερμανία και υψηλών παγκόσμιων γεωπολιτικών εντάσεων, οι συνεχείς διαφωνίες τους θα καταστήσουν ακόμη πιο δύσκολο να καταλήξουν σε συμβιβασμούς. Αυτό θα αυξήσει την πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα περιπλέκοντας περαιτέρω την ήδη αργή και συχνά αντιφατική διαδικασία χάραξης πολιτικής στο Βερολίνο. Οι εσωτερικές διαφωνίες του συνασπισμού θα συνεχίσουν επίσης να υπονομεύουν τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εμποδίζοντας την ικανότητα του Βερολίνου να μιλάει με ενιαία φωνή και να παίρνει οριστική θέση για πολλές αποφάσεις στις Βρυξέλλες, γεγονός που θα αυξήσει κατά συνέπεια την πολιτική αβεβαιότητα και στο επίπεδο ΕΕ. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι προϋπολογισμοί θα είναι πιο σφιχτοί από ό,τι είχε νωρίτερα εκτιμηθεί λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων για τα επόμενα χρόνια, ο δημοσιονομικός συντηρητισμός (καθώς και το επιδεινούμενο οικονομικό περιβάλλον) θα περιορίσει τις κρατικές δαπάνες μεσοπρόθεσμα, οδηγώντας ενδεχομένως τη Γερμανία να επανεκτιμήσει ορισμένες από τις πολιτικές της προτεραιότητες και να περικόψει τα φιλόδοξα σχέδια ψηφιακής και ενεργειακής μετάβασης και τους στόχους για τις αμυντικές δαπάνες που ανακοινώθηκαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία

- Advertisement -
  • Το ΑΕΠ της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας στις 25 Μαΐου. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η οικονομία της χώρας εισήλθε σε τεχνητή ύφεση κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2022-3, καθώς συρρικνώθηκε κατά 0,5% το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Ο Λίντνερ αντέδρασε στην είδηση επαναλαμβάνοντας ότι η ”επεκτατική δημοσιονομική πολιτική” της Γερμανίας πρέπει να τερματιστεί εν μέσω μειωμένων δημοσιονομικών εσόδων.
  • Τον Μάρτιο, η διαφωνία της τελευταίας στιγμής από το FDP είδε τη Γερμανία να θέτει βέτο σε μια σχεδιαζόμενη απαγόρευση της ΕΕ για τις πωλήσεις νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων από το 2035, αφού το Βερολίνο είχε ήδη συμφωνήσει να υποστηρίξει το μέτρο. Η κίνηση αυτή αύξησε και παρέτεινε την πολιτική αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία. Επίσης, αύξησε τις εντάσεις μεταξύ της Γερμανίας και άλλων κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και μεταξύ των μελών του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας.

Υπεύθυνη Διαχείρισης: Δέσποινα Συριοπούλου

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 5/6/2023

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ