Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΓιώργος Κοντογιώργης: Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας

Γιώργος Κοντογιώργης: Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας

- Advertisement -

giorgos_contogiorgis_-_copyΣτο νέο του βιβλίο ο Γ.Κ. αποδομεί εκ βάθρων τη νεοτερική προσέγγιση του έθνους, στην οποία καταλογίζει γνωσιολογική άγνοια, ιστορική αυθαιρεσία αλλά και μια άκρατη ολιγαρχική εμμονή. Ορίζει το έθνος ως κοινωνικό γεγονός που προσιδιάζει στον τύπο της ελεύθερης κοινωνίας, όπως ακριβώς και τα φαινόμενα της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της κοινότητας, της οικογένειας κλπ. Υποστηρίζει ότι το έθνος, ως συνείδηση κοινωνίας, αποτέλεσε την ιστορική σταθερά του ελληνικού κόσμου, ο οποίος το εξέφρασε πολιτικά με όχημα τη συνέργεια των πόλεων ή την κοσμόπολη. Το έθνος-κράτος αποτελεί γνώρισμα της νεότερης εποχής. Όμως, η ενσάρκωσή του από το κράτος, οφείλεται στο ότι το τελευταίο ενσαρκώνει επίσης το πολιτικό σύστημα. Το έθνος του (μη δημοκρατικού) κράτους αντιτείνεται επομένως στο έθνος της (δημοκρατικής) κοινωνίας. Όσο οι νεότερες κοινωνίες θα διευρύνουν το πεδίο της ελευθερίας τους, θα συμμετέχουν στην πολιτεία -με πρόσημο την αντιπροσώπευση ή τη δημοκρατία-, και κατ’επέκταση στη διαχείριση μοίρας τους, συμπεριλαμβανομένης και της συλλογικής τους ταυτότητας. Κατά τούτο, ο ισχυρισμός της νεοτερικής διανόησης ότι ο εκδημοκρατισμός της πολιτείας, θα εξαφανίσει το έθνος, συλλαμβάνεται ως ιδεολογικά διατεταγμένος, δηλαδή ολιγαρχικός. Το πολιτικά κυρίαρχο κράτος θα εκλείψει, όχι το έθνος της κοινωνίας.

- Advertisement -

Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες:

Η συζήτηση για το ελληνικό παρελθόν αποκτά, εντούτοις, μια ειδική σημασία για τη νεοελληνική κοινωνία. Διαπιστώνεται, όντως, στο περιβάλλον του κράτους-έθνους, μια θεμελιώδης μεταβολή σε ό,τι αφορά στην προσέγγιση του προ-εθνοκρατικού ελληνισμού. Η διανόηση του νεοελληνικού κράτους αρχίζει σταδιακά να αποστασιοποιείται από την κοσμοσυστημική αυτονομία που τροφοδοτούσε με ενέργεια την ελληνική σκέψη μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας και να προσεγγίζει τη σχέση της με τα ευρωπαϊκά δρώμενα υπό το πρίσμα της εξάρτησης. Θα συμβεί, δηλαδή, το νεοελληνικό κράτος να προβάλλει τη δική του σχέση με την Εσπερία, ως κατάσταση του ελληνικού κόσμου και, μάλιστα, να αποδίδει στη διαφορετική ιστορική του διαδρομή τα κακώς κείμενα του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, η κρατική (ή, αλλιώς, μεταπρατική και, εν πολλοίς, παρασιτική) διανόηση θα αρνηθεί την ελληνική συνέχεια και, στο βάθος, την ελληνική εθνική ταυτότητα, ενώ συγχρόνως θα εκφράσει την απογοήτευσή της που ο ελληνικός κόσμος παρέμεινε σταθερά ανθρωποκεντρικός, ώστε να μην απαιτηθεί να διέλθει από τα μεταβατικά στάδια της Εσπερίας καθ’ οδόν προς την ανθρωποκεντρική της υποστασιοποίηση. Εφεξής, αντί να υποβάλει σε συγκριτική δοκιμασία τον ελληνικό κόσμο της τουρκοκρατίας, ο οποίος υπό καθεστώς εθνικής κατοχής δέσποζε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο έδαφος τριών αυτοκρατοριών και στη Μεσόγειο, με τα πεπραγμένα του εθνικού του κράτους που αδυνατεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας και να σταθεί με αξιοπρέπεια στο νέο γεωπολιτικό χάρτη, εξαντλείται σε έναν ατέρμονα αγώνα υπεράσπισής του.                    

Ο παραρτηματικός αυτός ρόλος που ανέλαβε η καθ’ ημάς νεοτερικότητα στο ζήτημα της υπεράσπισης του νεοελληνικού κράτους εναντίον της κοινωνίας γίνεται κατάδηλος όταν διαπιστώνει κανείς την εμμονή της στην ταύτιση της προόδου με τον εξευρωπαϊσμό. Και όχι, ασφαλώς, με τα στοιχεία που ορίζουν την πρόοδο. Με τον τρόπο αυτόν παρέκαμψε το γεγονός ότι τα ίδια στοιχεία, που στην Ευρώπη της μετάβασης συγκροτούσαν το περιεχόμενο της προόδου, για τον ελληνικό κόσμο της εποχής αποτελούσαν «μνήμες» ενός εξαιρετικά μακρινού παρελθόντος. Το πολιτειακό παράδειγμα του Ρήγα Βελεστινλή είναι αποκαλυπτικό. Η στροφή αυτή της ελληνικής κρατικής διανόησης μού φέρνει στο νου την αφοπλιστική απάντηση που μου έδωσε κάποτε ηγέτης χώρας του υπαρκτού σοσιαλισμού, όταν τον ρώτησα τι ήταν γι’ αυτόν ο σοσιαλισμός, με ποιο μέτρο αποφάσιζε αν μια πολιτική ήταν σοσιαλιστική ή όχι. «Το ζήτημα αυτό δεν μας απασχόλησε ποτέ», αντέτεινε, «σοσιαλιστικό ήταν ό,τι έπραττε η Σοβιετική Ένωση!»…           

Το βαρύ ανθρωποκεντρικό έρμα του ελληνικού κοσμοσυστημικού παρελθόντος είχε ως συνέπεια να εμφιλοχωρήσει στην ελληνική κρατική διανόηση η αντίληψη ότι η όποια αναφορά στην ύπαρξη του ελληνικού έθνους πριν από τη νεοτερικότητα και, μάλιστα, στην ελληνική συνέχεια είναι υπόλογος της πρόσδεσης της ελληνικής κοινωνίας με το παρελθόν που ενοχοποιείται ως τροφός του εθνικισμού. Ώστε, η καταπολέμηση του ελληνικού εθνικισμού εκτιμάται ότι θα επέλθει με την προβολή του εθνικισμού που υφέρπει στη γνωσιολογία της νεοτερικής ιστορίας.           

Η επιλογή αυτή της κρατικής διανόησης τη διευκόλυνε επίσης στην υπεράσπιση του κράτους. Μια υπεράσπιση, ωστόσο, η οποία στην πραγματικότητα δεν αφορούσε στο κράτος αυτό καθεαυτό, αφού κανείς δεν θα αντέτεινε ότι έπρεπε να απελευθερωθεί ο ελληνισμός, αλλά στο πολιτικό σύστημα με το οποίο εκκαλείτο να συγκατοικήσει η νεοελληνική κοινωνία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αντίπαλοι του Καποδίστρια αξίωναν από αυτόν να καταργήσει την καθολική ψήφο, προκειμένου η Ελλάδα να εξευρωπαϊσθεί, ενώ ο Χαρίλαος Τρικούπης υποστήριζε ότι για να «εκσυγχρονισθεί» η πολιτική ζωή του τόπου έπρεπε ο πολιτικός να απελευθερωθεί από τον πολίτη! Η ίδια επωδός θα επαναληφθεί, ως σταθερά, μέχρι τις μέρες μας. Λίγο καιρό πριν καταρρεύσει το κράτος και οδηγήσει την ελληνική κοινωνία στη νέα καταστροφή, η κρατική διανόηση ενοχοποιούσε την τελευταία και το παρελθόν της «για την αποτυχία των μεταρρυθμίσεων». Η ίδια η σημερινή κρίση του κράτους μεθερμηνεύεται εντέλει ως αποτέλεσμα της κληρονομιάς της τουρκοκρατίας, που εξακολουθεί να φέρνει μαζί της η ελληνική κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία, τελικά, αρνούμενη «πεισματικά να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας υγιούς κοινωνίας [τής] είναι αδύνατον να αντιδράσει ορθολογικά και συντεταγμένα»! Η «έλλειψη πολιτικής και πολιτιστικής κουλτούρας [της κοινωνίας] αποτέλεσε τον καταλύτη στην αρνητική εξέλιξη της Ελλάδας».            

- Advertisement -

Χωρίς αμφιβολία, η ενοχοποίηση του «υποκειμένου» της (ιδιωτικής ή κρατικής) εξουσίας για τα δεινά του αποτελεί μια κατ’ελάχιστον ολιγαρχική θέση, η οποία, εν προκειμένω, συμβαίνει να συναντά το εγχείρημα να αποδοθεί στο έθνος η ευθύνη για τις πολιτικές του κυρίαρχου κράτους. Επί της ουσίας, εντούτοις, υποδηλώνει απλώς την ολοκληρωτική άγνοια του γνωσιολογικού διακυβεύματος, που ανάγεται στη φύση του κοινωνικού και του πολιτικού φαινομένου και, κατ’ επέκταση, στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, πρέπει, επομένως, να αποδεχθούμε ότι η ιδιοποίηση του κράτους και του δημόσιου αγαθού, η εκτροπή του από ένα σκοπό πολιτικής που να συνάδει με το σύνολο κοινωνικό συμφέρον, η χειραγώγηση των θεσμών με κομματικούς εγκαθέτους και συγκατανευσιφάγους της εξουσίας, η διαπλοκή και η διαφθορά, η ίδια η πελατειακή ανασυγκρότηση της σχέσης του πολιτικού προσωπικού με την κοινωνία των πολιτών, χρεώνονται στην τελευταία και όχι στην προ-πολιτική συγκρότηση του κράτους.

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ