Του Νίκου Κοτζιά
Η πρόσφατη κρίση δεν είχε στη φάση της ύφεσης για τη Γαλλία τις αρνητικές συνέπειες που είχε σε άλλες πιο αδύναμες χώρες. Όμως η Γαλλία δεν εξήλθε με την ίδια ορμή από την κρίση όπως η Γερμανία. Βρίσκεται σήμερα με σχετικά περισσότερα οικονομικά προβλήματα από την τελευταία.Τους τελευταίους μήνες η γαλλική διπλωματία βρέθηκε σε ένα βαθμό συρόμενη από την γερμανική. Η προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής έδωσε πολλαπλά πλεονεκτήματα στη Γερμανία να υπαγορεύσει πολλές από τις πρόσφατες ευρωπαϊκές αποφάσεις. Η Γερμανία άρχισε να συμπεριφέρεται ως αλαζονικός ηγεμόνας της Ευρώπης και της ευρωζώνης. Σε αυτό συνέβαλε και η υποχωρητική συμπεριφορά της διπλωματίας τέτοιων κρατών όπως είναι η Ελλάδα. Ο πόλεμος στη Λιβύη έβαλε φρένο στον γερμανικό ευρωπαϊκό ηγεμονισμό. Έδειξε ότι το Βερολίνο δεν έχει ούτε τις δυνατότητες, αλλά ούτε και την απαραίτητη θέληση να κινηθεί ηγετικά σε ζητήματα σκληρής ισχύος. Ότι η νομισματική και βιομηχανική ισχύ που διαθέτει δεν αρκεί για τον ρόλο που επιθυμεί.Η Γερμανία όχι μόνο δεν μπορεί να υπαγορεύσει το τι μέλλει γίγνεσθαι στη Λιβύη, αλλά βρέθηκε απομονωμένη έναντι της υπόλοιπης Δύσης. Μάλιστα η απομόνωση αυτή έγινε μεγαλύτερη διότι λανθασμένα είχε εκτίμηση ότι Ρωσία και Κίνα θα έκαναν χρήση βέτο και εκείνη θα μπορούσε να πάρει μια ενδιάμεση θέση αποχής.
Η μη χρήση βέτο από τις αναδυόμενες δυνάμεις, την άφησαν έκθεση έναντι της υπόλοιπης Δύσης. Το αποτέλεσμα είναι, ότι η Γερμανία δεν μπορεί, πλέον, να συμπεριφέρεται σήμερα με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα. Ότι ο φόβος της απομόνωσης θα είναι ισχυρότερος τώρα παρά «χθες».Κατά συνέπεια, η Ελλάδα οφείλει να αναλύει σοβαρά και να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις αλλαγές που διαδραματίζονται στις σχέσεις εντός της ΕΕ ως προς το Ευρώ και τον Πόλεμο στη Λιβύη, καθώς, επίσης, ειδικότερα, τις σχέσεις της Γερμανίας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Επιπλέον, η ελληνική διπλωματία οφείλει τώρα, αύριο θα είναι αργά, να απαιτήσει την διασφάλιση της ΑΟΖ της Γαύδου που μέχρι τώρα αμφισβητούσε η Λιβύη με «τουρκικό σκεπτικό». Το παράδοξο της στιγμής είναι, ότι χάρη στις εξελίξεις, διευρύνεται το διαπραγματευτικό πεδίο της Ελληνικής διπλωματίας τόσο ως προς την ΑΟΖ, όσο και ως προς τα οικονομικά εντός της ΕΕ.