Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΗ χρηματοπιστωτική υγεία των αναπτυσσόμενων χωρών

Η χρηματοπιστωτική υγεία των αναπτυσσόμενων χωρών

- Advertisement -

Από τον

Την ώρα που οι αυτόματες περικοπές δαπανών αναδεικνύουν την δημοσιονομική κακοδιαχείριση των ΗΠΑ και η ευρωπαϊκή κρίση χρέους διανύει το τρίτο έτος της, αξίζει να σημειωθεί ότι η χρηματοοικονομική υγεία στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου είναι αρκετά καλή.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες συνήθιζαν να έχουν την πρωτοκαθεδρία σε κρίσεις χρέους και χρεοκοπίες. Αλλά ύστερα από μια επίπονη περίοδο μεταρρυθμιστικών πολιτικών που βρήκαν στήριξη σε σημαντική ανακούφιση χρέους και αναδιάρθρωση, οι υπό ανάπτυξη χώρες βρέθηκαν σε αρκετά πιο ισχυρή θέση σε σύγκριση με τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό τους επέτρεψε να ακολουθήσουν πολιτικές που προστάτεψαν τους πολίτες τους από την επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης αντί να πρέπει να περιορίσουν το πλήγμα -σε αντίθεση με τα μονοπάτια που επέλεξαν οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών της Ευρώπης και τώρα, οι ΗΠΑ.

- Advertisement -

Το 1971, το εξωτερικό χρέος 75 αναπτυσσόμενων χωρών διαμορφωνόταν κατά μέσο όρο χαμηλότερα από το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους. Λιγότερες από 1 στις 10 είδαν ποσοστό άνω του 50% του ΑΕΠ τους. Έως το 1990, στον απόηχο της πετρελαϊκής κρίσης και δύο «χαμένων δεκαετιών» ανάπτυξης, η μέση αναπτυσσόμενη χώρα είχε εξωτερικό χρέος που αντιστοιχούσε σε λίγο λιγότερο από το ΑΕΠ της. Περισσότερες από 6 στις 10 χώρες εμφάνιζαν λόγο άνω του 50%. Έως το 2000, ενώ τα επίπεδα του μέσου εξωτερικού χρέους είχαν υποχωρήσει στο 83% του ΑΕΠ, τα 2/3 των χωρών είχαν ακόμη λόγους εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ άνω του 50%.

Η τελευταία δεκαετία έφερε δραματικές αλλαγές. Έως το 2011, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ο μέσος λόγος εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο 42% και λιγότερες από 1 στις 3 αναπτυσσόμενες χώρες εμφάνιζαν λόγο άνω του 50%. Συγκρίνετε αυτό με την Ευρωζώνη, όπου το μικτό εξωτερικό χρέος ισοδυναμεί με το 125% περίπου του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, υπολογισμένη ως ποσοστό των εξαγωγών, έχει υποχωρήσει από το 18% το 1990, στο 8% το 2000, σε κάτω από 3% το 2011.

Η αλλαγή αυτή στηρίχθηκε σε τρεις βασικούς πυλώνες: μεταρρύθμιση, ανακούφιση και ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις -συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του ελλείμματος, της μετάβασης στα επιτόκια αγοράς, καθώς και της εισαγωγής ανταγωνιστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών- εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά από τις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής ως απάντηση στις κρίσεις χρέους της δεκαετίας του 1980. Καλωσορίστηκαν τόσο θερμά από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, που έγιναν γνωστές ως μέρος ενός ευρύτερου πακέτου με την ονομασία «Συναίνεση της Ουάσιγκτον».

Η τρόικα της Ουάσινγκτον προώθησε τη μεταρρυθμιστική αυτή ατζέντα, χρησιμοποιώντας το κίνητρο της μείωσης του χρέους και της αναδιάρθρωσης. Το σχέδιο Brady, που πήρε το όνομά του από τον τότε υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Nicholas Brady, αναδιάρθρωσε το χρέος των χωρών με σημαντικές απαλλαγές για τις ιδιωτικές τράπεζες. Στο μεταξύ, οι πολυμερείς οργανισμοί δανεισμού, εισήγαγαν την πρωτοβουλία Heavily Indebted Poor Countries (HIPC) για τις φτωχότερες χώρες, που είχαν οφειλές προς το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Βάσει της HIPC και της συμφωνίας που τη διαδέχτηκε, 30 αφρικανικά έθνη έλαβαν πάνω από 70 δισεκατομμύρια δολάρια για ελάφρυνση του χρέους. Η Λιβερία και το Σάο Τομέ μάλιστα απήλαυσαν ελάφρυνση του χρέους που ισοδυναμούσε με περισσότερο από ένα χρόνο οικονομικής παραγωγής. Η εξυπηρέτηση του χρέους των χωρών της HIPC υποχώρησε από περίπου 4% του ΑΕΠ το 1999 σε περίπου 2% το 2005.

Ο τρίτος παράγοντας που βοήθησε με τα βάρη των χρεών, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, ήταν οι υψηλές οικονομικές επιδόσεις. Οι αναπτυσσόμενες χώρες στο σύνολό τους είδαν το ΑΕΠ τους να αυξάνεται κατά 79% στο διάστημα 2000-2010. Αυτό ήταν αρκετό για να μειώσει σταθερά το σωρευμένο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περίπου 44%.
Τα χαμηλότερα επίπεδα χρέους συνδέονται με καλά πράγματα -αν μη τι άλλο, λιγότερες κρίσεις χρέους. Οι Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff ανέφεραν στο American Economic Review ότι, ενώ περισσότερο από το ένα τρίτο των χωρών που μελετούν βρίσκονταν σε κατάσταση αδυναμίας εξόφλησης των οφειλών τους στην κορύφωση της κρίσης χρέους του ‘80, η αναλογία ήταν πιο κοντά στο 1 προς 10 μέχρι το 2010. Η βιωσιμότητα του χρέους έχει οδηγήσει σε μια ευδιάκριτη σταθερότητα του πληθωρισμού και των παγκόσμιων νομισμάτων. Οι Reinhart και Rogoff εκτιμούν ότι κατά τη διάρκεια μίας πενταετούς πορείας ανόδου γύρω στο 1990, περισσότερες από τις μισές χώρες του κόσμου είδαν το νόμισμά τους να υποτιμάται κατά ένα ποσοστό της τάξης του 15% ή και παραπάνω, με τον πληθωρισμό να πιάνει «ταχύτητες» άνω του 20%. Τα τελευταία χρόνια, αυτό έχει υποχωρήσει κάτω από το 5%.

Τα χαμηλότερα αρχικά επίπεδα χρέους έχουν βοηθήσει επίσης τις αναπτυσσόμενες χώρες να ανταποκριθούν πιο δυναμικά στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Αναλυτές της Παγκόσμιας Τράπεζας σημειώνουν ότι οι αναδυόμενες οικονομίες δεν βούτηξαν τόσο βαθιά κατά την κρίση του 2008 και ανέκαμψαν ταχύτερα από ό, τι οι προηγμένες χώρες. Διατυπώνουν την άποψη ότι στο παρελθόν, δειλοί ξένοι επενδυτές θα ανάγκαζαν τις αναπτυσσόμενες χώρες να μειώσουν τις δαπάνες και να αυξήσουν τα επιτόκια εν μέσω της ύφεσης, επιδεινώνοντας έτσι τη θέση τους. Αυτή τη φορά -χάρη στη μείωση του χρέους, τους πλούσιους πόρους, τα πιο ευέλικτα καθεστώτα συναλλαγματικών ισοτιμιών, και μία όλο και περισσότερο αξιόπιστη ηγεσία των κεντρικών τους τραπεζών – πολλά αναπτυσσόμενα κράτη έχουν πλέον τη δυνατότητα να μειώνουν τα επιτόκια και να αυξάνουν τις δαπάνες τους. Και (σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με το Ηνωμένο Βασίλειο), τα περισσότερα ήταν αρκετά έξυπνα ώστε να χρησιμοποιήσουν αυτό το περιθώριο πολιτικών ελιγμών ώστε να αποφύγουν τη συρρίκνωση των οικονομιών τους.

- Advertisement -

Αλλά τα διδάγματα δεν επηρεάζουν άμεσα στην Ευρώπη, και έχουν ακόμη μικρότερη επιρροή για τις ΗΠΑ. Κατ’ αρχάς, οποιαδήποτε αναδιάρθρωση ή άφεση αμαρτιών καταφέρει να εξασφαλίσει η Ελλάδα από τους πιστωτές της θα είναι πολύ λιγότερο γενναιόδωρη από ό, τι μία συμφωνία HIPC. Κατά δεύτερον, είναι μάλλον κάπως αργά για μείωση των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Μία «πιο ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία» με όρους Ελλάδας ή Πορτογαλίας σημαίνει «αποχώρηση από το ευρώ» – κάτι που θα επιφέρει σημαντικό οικονομικό (και πολιτικό) κόστος από μόνο του. Τέλος, η ταχύτερη ανάπτυξη είναι δυνατή αλλά στο περιθώριο, αν μη τι άλλο μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού στον τομέα της καινοτομίας, αλλά οι πλούσιες οικονομίες δεν θα επεκταθούν ποτέ στο ρυθμό που το έχουν καταφέρει οι φτωχές χώρες την τελευταία δεκαετία.

Τα μαθήματα, όποια και αν είναι αυτά, πιθανότατα να ισχύσουν για την επόμενη κρίση, αλλά εκεί θα ισχύσουν για όλους. Αν αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη δεν είναι μία δυναμική αντίδραση έναντι στον εφησυχασμό του αναπτυσσόμενου κόσμου, οι τελευταίες γραμμές της έκθεσης Reinhart και Rogoff μπορεί να είναι: "Δεν υπάρχουν και πολλά να πεις σε αυτή την ανάλυση που οι κύκλοι του χρέους και η σύνδεση με τις οικονομικές κρίσεις έχουν αλλάξει αισθητά με την πάροδο του χρόνου». Σήμερα η Ελλάδα. Μεθαύριο: πίσω στην Λατινική Αμερική και την Ασία;

πηγή

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ