Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσεις19 Μαϊου: Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού

19 Μαϊου: Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού

- Advertisement -

Οι κραυγές των θυμάτων ακούγονται στους αιώνες-Χρέος μας η διαφύλαξη της Μνήμης


Σαν σήμερα πριν 98 χρόνια ο Μουσταφά Κεμάλ ηγέτης των Νεότουρκων αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Η ημέρα αυτή σηματοδοτεί μια από τις πιο μαύρες σελίδες της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας καθώς αποτελεί το συμβολικό ορόσημο του τέλους της μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου.

Ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και αρχίζει τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.

Η Ρωμανία αν πέρασεν, η Ρωμανία αν ‘πάρθεν

- Advertisement -

Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

Την 19η Μαΐου, ημέρα μνήμης των θυμάτων της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ολόκληρος ο Ελληνισμός, όπου γης, με το βλέμμα στραμμένο στις σκληρές εκείνες σελίδες της ιστορίας, θρηνεί τους νεκρούς του και προσμένει δικαίωση. Δικαίωση για τις 353.000 ψυχές, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, θεματοφύλακες μιας πατρίδας που ακόμη και σήμερα ζει στην μνήμη των απογόνων τους.

Η γενοκτονία των ελλήνων του Πόντου συντελέστηκε στο πλαίσιο της απόφασης των τούρκων εθνικιστών για εκκαθάριση της περιοχής του Πόντου, αλλά και της ευρύτερης Μικράς Ασίας από τον ελληνικό πληθυσμό. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια από την απόβαση του Κεμάλ Ατατούρκ η ελληνική παρουσία αιώνων στην περιοχή του Πόντου θα έπαυε και χιλιάδες Πόντιοι θα έχαναν τη ζωή τους ή θα υποχρεώνονταν σε εκτοπισμό.

«Πανταχόθεν του Πόντου αγγέλονται σφαγαί.. εις Κερασούντα.. εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν κατάστασις συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται, πριν η διπλωματία προλάβει ασχοληθεί περί αυτού».

Με αυτό το απελπισμένο τηλεγράφημα τον Ιούλιο του 1920, η Επιτροπεία Ποντίων ενημέρωνε με σπαρακτικό τρόπο τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τα γεγονότα που αποτέλεσαν την αρχή του τέλους του Ποντιακού Ελληνισμού. Κατά την περίοδο 1914- 1923, οι Τούρκοι θανάτωσαν πάνω από 200.000 Έλληνες του Πόντου. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν έχει προσδιοριστεί, ωστόσο υπάρχουν ιστορικοί και ερευνητές, που υποστηρίζουν ότι αγγίζει τις 350.000. Η σφαγή ήταν αποτέλεσμα του σχεδίου εκτουρκισμού της ευρύτερης περιοχής του Πόντου και στόχος δεν ήταν μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αρμένιοι. Οι διώξεις είχαν αρχίσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, χωρίς όμως να έχουν τον χαρακτήρα της οργανωμένης γενοκτονίας. …

- Advertisement -

Οι Ιστορικές Φάσεις της Γενοκτονίας

Η ιστορική έρευνα (Baum, 2007) περιγράφει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σε τρεις φάσεις που διήρκησαν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη Συνθήκη της Λωζάννης 1923. Η Γενοκτονία που συντελέστηκε από του 1915 μέχρι και το 1923 αποτελεί τον μελανό επίλογο μιας μακραίωνης προσπάθειας εξισλαμισμού, εκτοπίσεων και πληθυσμιακής αλλοίωσης της περιοχής του Πόντου που ξεκίνησε από την Άλωση της Τραπεζούντας το 1461, που διήρκησε πέντε αιώνες.

Στην πρώτη φάση και την δεύτερη φάση (1915-1919), έχουμε μια περίοδο εκτοπίσεων του ελληνικού πληθυσμού που πραγματοποιούνται παράλληλα με τις μάχες μεταξύ ρωσικού και οθωμανικού στρατού. Είναι η περίοδος της έξαρσης του Ρωσοτουρκικού Πολέμου που ξεκίνησε το 1914. Η είσοδος του  τσαρικού στρατού στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916, και το πρόσχημα ότι ο Ποντιακός πληθυσμός βοηθά τους ομόδοξους Ρώσους, δίνει την δικαιολογία που χρειαζόταν η Οθωμανική διοίκηση για να εντείνει τις εκτοπίσεις των Ελλήνων που ήδη πραγματοποιούνται από τις αρχές του 1915. Οι αναφορές της ιστορικής έρευνας κάνουν λόγο για 100.000 θύματα.

Η Ρώσικη Επανάσταση (Φεβρουάριος του 1917) ανακόπτει την πορεία του Ρωσικού Στρατού στην Μικρά Ασία. Το Σοβιετικό Κράτος που δημιουργείται τον Οκτώβρη του ίδιου έτους επιδιώκει την απεμπλοκή του από τις Μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έτσι στις 3 Μαρτίου του 1918 με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτοφσκ οι Ρώσο-Τουρκικές συγκρούσεις τερματίζονται.

7 Γενάρη 1918 : Η ρωσική αντιπροσωπεία προσέρχεται στις συνομιλίες για την ειρήνη στο Μπρεστ Λιτοφσκ. Από αριστερά: ο λοχαγός Β. Λίπσκι του Γενικού Στρατηγείου, ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας  Λέων Τρότσκι ο ναύαρχος Αλτβάτερ και ο Καμένεφ

Η Συνθήκη αυτή ανοίγει το δρόμο για τον Μουσταφά Κεμάλ και τους Νεότουρκους να κινηθούν προς την κατάληψη της εξουσίας από τον Σουλτάνο και να εφαρμόσουν το σχέδιό τους για εθνική καθαρότητα της Μικράς Ασίας. Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν πως η απόφαση της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου ελήθφη από τους Νεότουρκους ήδη από το 1911 στο Συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη -που δεν είχε ακόμα ενταχθεί στο ελληνικό κράτος.

Το σπίτι που γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη- σήμερα πρεσβεία της Τουρκίας

Στην τρίτη φάση, οι Νεότουρκοι βρίσκονται πλήρως ενδυναμωμένοι απέναντι σε μια παραπαίουσα διοίκηση του Σουλτάνου με μεγάλα τμήματα του Οθωμανικού Στρατού να λειτουργούν υπέρ του Μουσταφά Κεμάλ (ας μην ξεχνάμε πως και ο ίδιος ήταν ενεργός στρατιωτικός). Ύστερα από τη συνθηκολόγηση και αποχώρηση του σοβιετικού στρατού εντείνονται οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων του Πόντου.

Στις 19 Μαΐου του 1919 ο Κεμάλ φτάνει στην Τραπεζούντα και οργανώνει τη δράση αντάρτικων ομάδων (τσέτες) εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Στις 29 Μαΐου αναθέτει στον τσέτη, Τοπάλ Οσμάν να ολοκληρώσει την εξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού. Η «τελική λύση», η ολοκληρωτική δηλαδή εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκε μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, με την ολοκληρωτική καταστροφή της περιοχής της Σαμψούντας, της Μπάφρας και του Ααζάμ.

Υπολογίζεται πως μέχρι το 1923, από τον πληθυσμό των 700,000 Ποντίων των Αρχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, 350.000 σκοτώθηκαν, είτε σε εκκαθαρίσεις είτε στα Τάγματα Εργασίας στα οποία στέλνονταν.  Οι υπόλοιποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλέιψουν τις πατρογονικές τους εστίες  κυρίως προς την Ελλάδα κατά την Αναγκαστική Ανταλλαγή των Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σηματοδοτώντας και το τέλος του μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου.

Όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση της Αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων από την Ελληνική Βουλή «η μεγάληφυγή των Ελλήνων Ποντίων προς τον ελλαδικό χώρο, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Ευρώπη και την Αμερική και ο μετασχηματισμός τελικά των Ποντίων σε ένα λαό προσφύγων και διασποράς, είχε σαν αιτία τα γεγονότα της δραματικής περιόδου των διωγμών της γενοκτονίας και του ξεριζωμού από το 1916 έως το 1923».

Έγγραφο του 1914 που δείχνει τα επίσημα νούμερα της απογραφής του 1914 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σύνολο των μιλλέτ είναι 20.975.345 άτομα, με τον ελληνικό πληθυσμό στα 1.792.206 άτομα.

Μαρτυρίες από την Γενοκτονία

Σειρά συγκλονιστικών μαρτυριών από τη γενοκτονία, όπως φτάνουν στις ημέρες μας μέσω διηγήσεων και κειμένων, δημοσιεύει το PontosNews, σε εκτενές αφιέρωμα όπου μεταφέρονται βιώματα που κόβουν την ανάσα- βιώματα τα οποία σηματοδοτούν το τέλος μιας ιστορίας χιλιετιών. Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, κάποιες από αυτές.

«Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο» . (Από το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου Ιορδανίδη «Η εξορία των χωριών Τρουψί και Μπάτσανα» (Αθήνα 1966). Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Γ΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2013, σ. 577 via Pontosnews)

H διήγηση του Χαράλαμπου Κρυλλίδη, από ένα χωριό στη Σεβάστεια το οποίο πλέον δεν υπάρχει.

«Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθήτε. Έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε» . (Του Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του εν Αμισώ Γραφείου Προσφύγων – Φυλακές Αμάσειας, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921- via Pontosnews)

«Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα “πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν”, δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». (Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 , καταγραφή: Μάρτιος 1966, via Pontosnews)

Zωντανές Μαρτυρίες μνήμης

Ανδρονικίδης Κώστας – μαρτυρίες στην εκπομπή «Διασπορά» της ΕΤ3

Συγκλονιστικές μαρτυρίες

«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;…» (Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας– αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910- από την έκδοση Α΄ ποντιακή εβδομάδα στην Αυστραλία, 18-28 Αυγούστου 1989, της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων «Η Ποντιακή Εστία», via Pontosnews)

Τι είδε η Αμερικανίδα δημοσιογράφος

Σε άρθρο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη διαβάζουμε τη συγκλονιστική περιγραφή μιας αμερικανίδας δημοσιογράφου η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων: «Καθ’ οδόν συναντούσαμε ομίλους γερόντων, παιδιών, σε μια ατέλειωτη πορεία μαρτυρίου, όπου έπεφταν νεκροί από την εξάντληση και από τα χτυπήματα των συνοδών Τούρκων. Οι περισσότεροι εκλιπαρούν τον θάνατον. Στην πόλη Μεζερέχ ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών, μαζεμένων σε κύκλο. Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογά τους- χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Τα παιδάκια έσκυβαν κι έβαζαν τα χεράκια τους πάνω στο κεφάλι για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα. Μία μητέρα που όρμησε για να σώσει το παιδί της δέχτηκε το ξίφος στην καρδιά κι έπεσε κατά γης. Πάθαμε νευρική κρίση! Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων. Η Αμερικανική Υπηρεσία υπολογίζει τους Έλληνες που εξολόθρευσαν οι Τούρκοι στη Σεβάστεια σε τριάντα χιλιάδες!»…

“Αρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής μέχρι να πεθάνουν”
Ο Χ. Τσιρκινίδης συμπεριέλαβε τη μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη, στο βιβλίο «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου: «Με πολλά βάσανα φτάσαμε στην Κερασούντα. Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων. Εκεί στην Κερασούντα μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας. Μαζεύουν όλους του Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν, κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καύκια σε άγνωστα μέρη. Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητό, νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα και εκεί να τα  παραδίδουν στους άγριους τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής μέχρι να πεθάνουν»….

Δέσποινα Τσαουσίδου: Στο παπόρ’ απάνω, πεθαίνανε και τους ρίχναμε στο νερό…

Γεννήθηκε το 1913 στο Μιστί Καππαδοκίας

Κατοικεί στο Νέο Αγιονέρι Κιλκίς

* Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό, Νέο Αγιονέρι Κιλκίς, 8 Ιουλίου 2010

Η κάκα Δέσποινα μας ρωτάει αν θέλουμε να μας μιλήσει Ελληνικά ή «Μιστιώτικα» και αφού τη διαβεβαιώσαμε ότι θέλουμε να μας μιλήσει στη γλώσσα της ξεκίνησε μια ιστορία σύντομη αλλά από αυτές που σπάνια έχει την τύχη να ακούσει κανείς.

«Στο Μιστί πρώτα λίγοι [Χριστιανοί] ήταν. Και εποίκανε εκκλησίες σε καταφύγια….Σε σπηλιές. Μετά σιγά-σιγά είπαν να κάνουν και εκκλησία. Κάμαν την εκκλησία, έγινε η Ανταλλαγή, όλα τα αφήσαμε…». Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα τους ήταν τα τουρκικά και τα «μιστιώτικα», η ελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας. Τα ευαγγέλια ήταν γραμμένα στα τουρκικά με ελληνικούς όμως χαρακτήρες: «Τουρκικά διαβάζαμε. Ελληνικά τα μάθαμε τσαούδ (=εδώ). Πού να τα μάθουμε στην Τουρκία; Δε μας πηγαίνανε σε σχολείο…».

Στο Μιστί της Καππαδοκίας, οι Έλληνες ασχολούνταν με τη γεωργία και ήταν ειδικευμένοι παπλωματάδες: «Οι γονείς μας είχαν χαψάρα (=ρόκα, ερχόντανε μέχρι το Χαλέπι και κάναν εμπόριο. Μόνο σιτάρι σπέρναμε εκεί και σίκαλη…Τότες ερχόντανε οι άντρες, θέριζαν τα χωράφια. Πήραν και μένα για να βοσκίσω τα βόδια εκεί. Ήρθε μεσημέρι, το βόδι θέλει νερό. Έκατσα στο γαϊδούρι απάνω, τα βόδια μπροστά να πάμε στο χωριό. Έχασα το δρόμο…Που να πάω, που; Κρούγω (=χτυπάω) το γαϊδούρι, τίποτα! Όταν πήγα πλατεία, βλέπω έρχονται καλά. Α, τα βόδια έξυπνα, λέω, έρχονται [μόνα τους] στο σπίτι…».

Για τους Χριστιανούς της Καππαδοκίας, ο διωγμός δεν ήταν συνέπεια εχθροπραξιών. Πόλεμος δεν έφτασε ποτέ εκεί: «Δε μας πείραζαν οι Τούρκοι, όλοι ήτανε γνωστοί. Τα Χριστούγεννα έρχουνταν, χορεύανε, τραγουδούσανε μαζί…Τι άλλο να ξέρω γιάβρουμ;…».

Ο δρόμος από τα βάθη της Μικράς Ασίας ήταν μακρύς και δύσκολος: «Όλα ανοιχτά ήταν [όταν φύγαμε]. Τέτοιον καιρόν [είχε]. Αφήκαμε τα χωράφια μας σπαρμένα και σηκωθήκαμε. Ύστερα πήγαμε στην πόλη μας, το κάστρο, είχε ντούτια (=μούρα) και φρούτα. Σηκωνόμαστε το πρωί, έπεφταν τα φρούτα, τρωγίσκαμε…Πώς ήρθαμε; Περπατήσαμε 6 ώρες δρόμο. Κοιμηθήκαμε εκεί, στους Τούρκους. Ήταν γνωστοί Τούρκοι, κοιμηθήκαμε σ’ αυτούς 2-3 βραδιές. Ήρθε διαταγή να φύγουμε. Το πρωί σηκωθήκαμε. Με τα κάρα. Πέντε άτομα, τι να φορτώσεις που έχασες το γομάρι; Απ’ εκεί κατεβήκαμε στο Μερσίν (Μερσίνα). Όταν ανεβήκαμε στο παπούρ (=καράβι), κοιμηθήκαμε όλοι πάνω…Πολύ τραβήξαμε. Δεκαπέντε μέρες κλεισμένοι μέσα. Διότι σε ένα παπούρ ολόκληρο με ανθρώπους μέσα, άλλος πέθαινε και τον ρίχνανε στο νερό…».

Η πρώτη εικόνα από τον Πειραιά ήταν οι σκελετοί των πλοίων: «Είχα ένα θείο που έδειχνε δύο πλοία που βούλιαξαν. Ήταν πολεμικά, λέει, νίκησαν και τώρα τα βούλιαξαν (=παροπλισμένα). Φαίνονταν μόνο τα φουγάρα τους. Στον Πειραιά, κατέβασαν μας στα τέλια (=σύρματα). Πόσα άτομα; Ένα χωριό γιομάτο…χωρίς χτένισμα, χωρίς λούσιμο…Δό κορίτσια μικρά πέθαναν εκεί στον Πειραιά. Ο μπαμπάς της να ολούει (=ουρλιάζει): “ Μαρίναααα μ΄!” Έξι χρονών ήταν μόνο και αρρώστησε. Κάτω εμείς δεν κατεβήκαμε απ’ την αρχή. Να καταβούμε εμείς, που να μας βάλουνε? Δεν είχε ανθρώπους. Πήρανε αλογούδα μηχανία (=τη μηχανή που κουρεύουν τα άλογα) και πήραν τα κεφάλια μας όλα. Όλα! Μικρά, μεγάλα…Τα ρούχα μας ένα δέμα, τα πήρανε. Τα βάλανε στο νερό (=στον κλίβανο) και μετά μας τα φέρανε, έβαλάν τα. Ένα κορίτσι δεν ήρθαν τα ρούχα του. Όλοι φόρεσαν, ντύθηκαν, εκείνο τίποτα. Τι να κάνει η καημένη, πήγε σε μια γωνιά και κάθισε. Ύστερα ανέβα στο παπούρ. Πού να πάμε; Να πάμε στην  Ήπειρος. Κατέβηκάν μας στην Πάργα. Θάλασσα είχε, βγήκαμε. Η μάνα μου είχε ακόμα ένα παιδί, εκεί πέθανε. Επήγε σ’ ένα δέντρο και άρχισε να αγριά. Με κάρα και άλογα μας πήγαν στη Μαζαρακιά (ανάμεσα Ηγουμενίτσα-Πάργα), ύστερα πήγαμε στο χωριό. Δε μας πήραν μέσα. Εκεί ζούσε κι ένας Τούρκος, δεν έφυγε. Ήτανε πλούσιος πολύ. Είχεν 80 μελίσσια. Ένα καιρό εκάτσαμε εκεί, δύο χρόνια. Μετά στείλανε τους άντρες στη Θεσσαλονίκη, βρήκαν αυτό το χωριό και το παλιό (σ.σ. το Παλιό και το Νέο Αγιονέρι Κιλκίς), έρθαμε εδώ, μας έκοψαν την κληρωσιά (σ.σ. χωράφια)».

Οι συνθήκες ζωής ήταν οριακά ανεκτές: «Λάσπη και γαλγάνια (=γαϊδουράγκαθα), τίποτα άλλο…Ο πατέρας μου είχε ένα πανταλόνι, το φόρεσε, άρχισε να σκιστεί. Πήγε στην Πόλη, αγόρασε ένα πανταλόνι. Το έβαλε μια Κυριακή, ύστερα το δίπλωσε και το έβαλε στην ντουλάπα. Μέχρι Κυριακή τ’ άφησε, πάει να το ξαναβγάλει, ήταν όλο κουρέλια. Ποντικός!»

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες ήρθαν αργότερα, στον «ελασίτικον καιρόν» όταν το χωριό θρήνησε πάνω από 180 θύματα την περίοδο 1943-1944.

Τερψιθέα Σχίζα – Κυριακίδου: Ούτε πατρίδα γνώρισα, ούτε πατέρα…

Τερψιθέα Σχίζα – Κυριακίδου

Γεννήθηκε το 1913 στη Σινώπη του Πόντου

Κατοικεί στην Καισαριανή

* Συνέντευξη στη Μαρία Ψαρά, Καισαριανή 5 Ιουλίου 2010

«Φύγαμε από τη Σινώπη με τις σφαγές. Εγώ ήμουν μωρό. Μας διώξανε με βοϊδάμαξες. Μοιραστήκαμε σε διάφορα χωριά. Τότε πήρανε και τον πατέρα μου αιχμάλωτο. Τον πήγανε στα καταναγκαστικά έργα, για να φτιάχνει δρόμους. Η μαμά μου έδινε χρυσαφικά σε ντόπιους για να μπορέσει να τον φέρει πίσω, μα δεν τα κατάφερε…Κάποτε έμαθε πως μπορούσαμε να πάμε στην Πόλη. Πήρε εμένα και την αδερφή μου, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη και φύγαμε…», διηγείται.

Η μητέρα της είχε σπουδάσει κοπτική. «Στην πατρίδα μου, ο παππούς μου είχε 4-5 κόρες και δεν τις άφηνε να βγουν να δουλέψουν. Κάποια στιγμή, ήρθε στη Σινώπη μια κυρία από τη Γαλλία, μοδίστρα. Η μαμά μου τον παρακάλεσε να πάει να μάθει. 

Αυτό μας έσωσε. Έγινε τόσο καλή που δίδασκε σε γκρουπ», μας λέει. «Όταν πρωτοπήγαμε στην Πόλη, η μαμά πήγε σε ένα μεγάλο ατελιέ και έμαθε και ραπτική. 

Εμάς μας έβαλε στα καλύτερα σχολεία. Μέναμε σε ένα ωραίο σπίτι στο Γενίτσαρσί, κοντά στην Ιταλική πρεσβεία. Αλλά υπήρχε φόβος… Μετά και τον μεγάλο διωγμό του 1922, δε μας σήκωνε το κλίμα. Αποφάσισε το 1924 και ήρθαμε στην Ελλάδα με πλοίο…».

Η οικογένεια της Τέρψης Σχίζα βρήκε κατάλυμα στον προσφυγικό καταυλισμό της Καισαριανής. Είχαν έρθει ήδη οι θείες μου και γι’ αυτό ήρθαμε και εμείς. Μείναμε σε αντίσκηνα για δυο χρόνια. Μετά πήγαμε σε παράγκες κι ύστερα χτίστηκε ο καταυλισμός όπου πήραμε δικαίωμα σπιτιού και μείναμε», θυμάται. «Η Καισαριανή ήταν χωράφια. Οι ντόπιοι κοιμόντουσαν με τα γελάδια τους. Φορούσαν κάτι παπούτσια σαν τσαρούχια. Και η τουαλέτα ήταν στη μέση της αυλής πολλών σπιτιών…Εμάς μας λέγανε τουρκόσπορους όταν βγαίναμε. Είχαμε πολλά τέτοια στην αρχή…».

Στην Αθήνα, η μητέρα της δούλευε ως μοδίστρα, στην αρχή σε γνωστό οίκο, αργότερα στα σπίτια της ευρύτερης περιοχής. «Ποτέ η μάνα μου δε μας μιλούσε για την Πατρίδα, τον Πόντο, ιστορίες για το πώς ζούσαν. Δεν ήθελε. Είχε το νου της να δουλέψει. Να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε καλά…», σημειώνει. «Σχολείο δε μας παίρνανε στην Καισαριανή. Γι’ αυτό γράφτηκα στο Αρσάκειο. Έκανα καλές σπουδές. 

Μιλούσα Τουρκικά, Γαλλικά, Ελληνικά. Με βοήθησε αυτό στη ζωή μου».

Για τις πολιτικές πεποιθήσεις των Μικρασιατών, είναι γνωστό πως στην πλειοψηφία τους ήταν Βενιζελικοί. «Το βασιλιά κανείς δεν τον ήθελε. Αλλά και αργότερα, πολλοί γίνανε Αριστεροί. Είχα εγώ έναν ξάδερφο, τον Χρήστο Χρηστίδη, από τους λίγους άνδρες που κατάφεραν να φύγουν από τον Πόντο – σε μπαούλο τον κρύψανε – και ήταν ένας από τους 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή. Ήταν εξόριστος στην Ακροναυτιλία, ήταν αρχεισμαρξιστής…».

Σάββας Κανταρτζής- Η καταστροφή του χωριού Μπεϊαλάν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν.

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.

Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξεσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χίμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Η πυρπόληση

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.

Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση…

Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.

Οι μητέρες ξετρελλαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!».Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!

Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μονο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».

Ιάκωβος Φαντίδης

Όταν είχανε πόλεμο οι Ρώσοι με την Τουρκία, σηκώθηκε πρώτα το Καρς και όταν κατέβηκε ο πόλεμος στα δικά μας μέρη, δε μας άφησε τίποτα. Οι Τούρκοι κατάστρεψαν τα σπαρτά και όλα και φύγανε. Αναγκαστήκαμε και φύγαμε το 1917. Κατεβήκαμε στη Σαμψούντα, καθίσαμε εκεί 3 – 4 χρόνια. Η Σαμψούντα ήταν μεγάλη πόλη. Ήτανε μεγάλη φτωχομάνα. Μετά μάζεψαν οι Τούρκοι τους άντρες από κει – εγώ ήμουν ακόμα μωρό. 20 με 21 Μαΐου περικύκλωσαν οι Τούρκοι τα εργοστάσια, μάζεψαν τους άντρες και πήγαν τους μισούς σε ένα χωριό, το Καβακλί, και τους σκότωσαν. Τους άλλους μισούς τους σκότωσαν κοντά σ’ ένα πανδοχείο που το ‘λεγαν Τσουμπούς. Μείναμε εγώ και η μάνα μου με τη μικρή μου αδερφή. Ήρθε διαταγή, μας σήκωσαν κι εμάς να πάμε στο χωριό μας. Δε μας πήγαν τελικά στο χωριό. Μας πήγαν σ’ ένα άλλο μέρος που το λέγανε Μιτζιλίκ και από κει μας γύρισαν από χωριό σε χωριό. Εμείς με τη μάνα μου είχαμε πενήντα χρυσές λίρες. Μ’ αυτές αγοράσαμε βόδια, κάρο και θα σπέρναμε τα χωράφια. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα και ήρθε νέα διαταγή για εξορία. Από τη Σαμψούντα με τα πόδια στη Μαλάτια, το Χαρπούτ, το Ντιαρμπακίρ. Πέντε έξι μήνες περπατούσαμε. Από κει, όταν έγινε η ανταλλαγή, μας έφεραν στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν στη σφαγή του Τσουμπούς, αλλά γλίτωσε. Εκεί

σκοτώθηκαν δύο δικοί μας νοματαίοι αλλά ο πατέρας μου γλίτωσε ανάμεσα στους σκοτωμένους τυχαία. Δεν τον πήρε καμία σφαίρα και γλίτωσε.

Σοφία Πουτακίδου

Ήμουν μικρό μωρό. Περίπου 3 με 4 χρονών. Όταν γεννήθηκα εγώ, ο πατέρας μου ο Χρήστος πήγε στρατιώτης στον τουρκικό στρατό. Τότε η θητεία ήταν 3 χρόνια. Ύστερα αγρίεψαν οι Τούρκοι και έγινε το κακό και καταστράφηκε η Σμύρνη. Ο πατέρας μου είπε σε δύο παιδιά που ήταν μαζί του στο στρατό: «Παιδιά, μπήκαν οι Τούρκοι να μας σκοτώσουν. Πάμε να φύγουμε». Και φύγανε προς τη θάλασσα. Εκεί βρήκαν ένα καράβι που ήταν αγκυροβολημένο στη μέση της θάλασσας, ανέβηκαν κρυφά και κρύφτηκαν χωρίς να τους δουν. Το πλοίο τους πήγε σε μια άλλη πόλη. Γύρεψε ο πατέρας μου την οικογένειά του, αλλά ο παππούς μου μας είχε πάρει και φύγαμε. Ερήμωσαν όλα τα χωριά. Του είπαν του πατέρα μου: «Χρήστο, ο πεθερός σου πήγε σε άλλη πόλη». Και πάλι μια νύχτα ανέβηκαν κρυφά –γιατί ήτανε φαντάροι και δεν είχανε λεφτά– σ’ ένα πλοίο, πήγανε σε μια άλλη πόλη και ο πατέρας μου μας βρήκε εκεί. Ύστερα περάσαμε απ’ τη Σμύρνη και είδαμε ότι οι Τούρκοι σκοτώσανε, κάψανε, ρημάξανε, όλη την πόλη. Ο πατέρας μου μου έλεγε ότι ένα μικρό μουλαράκι κολυμπούσε μέσα στο αίμα. Εκεί σκοτώθηκε και ο αδερφός της μάνας μου. Ήταν κι εκείνος φαντάρος σαν τον πατέρα μου. Άλλα δε θυμάμαι, γιατί ήμουνα μικρή.

Γιώργος Λαπαρίδης, εξόριστος στο Ερζερούμ

«Έτον ς’ σα 1916 τση χρονίας. Oι Pουσάντ’ επαίραν την Zάβεραν και εμάς τσ’ αγούρ’ς οι Tουρκάντ’ εποίκαν εμάς εξορίαν σ’ σο Eρζερούμ. Xειμωγκός καιρός, μέσασμαν Kαλανταρί και κρύος πάγος. Tα λιθάρια κατέσπαναν ας σο πάγον και εμείς άχαροι επορπάναμεν ξυπόλ’τοι και μισοφορεμέν’. Όποιος εφόρνεν τσιαρούχια έτον καλότυχος. Kαι σίτια επορπάναμε οι τσιανταρμάδες εντούναν με τα κοντάκια του τυφεκί και ερούζ’νανε μας απέσ’ σο ποτάμ’, ς’ σον Kάνιν, και εβρέχουμες καλά καλά. Eγίνουμες λουλούτσ ας σο νερόν. Kαι επεκεί εβγάλλ’νανέ μας ας σο ποτάμ’ και εποπράτ’ναμε. Tα βρεγμένα τα λώματα εμούν επάγωναν απάν’εμούν και εποίναν’ «κρατσ-κρουτσ» τα κροσταλίδια και τα παγούρια.

Πόσ’ νομάτ’ επέμ’ναν ς’ σα στράτας, πόσ’ νομάτ’ έπαθαν ας σο κρύον, πόσ’ νομάτ’ επέθαναν ας σο λιμόν, είνας θεός εξέρ!

Tα ταπούρ’ εμούν δηλ. η ομάδα εμούν έτον 120 νομάτ’ ας ση Zάβεραν και 45 νομάτ’ εκλώσταμ οπίσ’…».

Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων από την Ελλάδα

Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Βουλή μόλις το 1994. Ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου εισηγήθηκε την  ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Στην έκθεση επιρρίπτονται βαριές ευθύνες στους Γερμανοούς στρατιωτικοούς καθοδηγητές των Νεότουρκων,στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στους Άγγλους, τους Γάλλους, και τους Αμερικάνοους οι οποίοι με τη στάση τους δεν απέτρεψαν την γενοκτονία.

 Το 2006 η 19 Μαϊου καθιερώθηκε σαν «ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, Πόντου, Μικράς Ασίας και Θράκης από το Τουρκικό Κράτος», εναρμονίζομενη με την ιστορική έρευνα η οποία εντάσσει τον αφανισμό του Ποντιακού ελληνισμού στο πλαίσιο της εξόντωσης του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας.

Η ιστορία της Ελένης της Ρωμιάς η οποία στον ξεριζωμό του ’22 χάθηκε στην Τουρκία.

Την αναζητούσε ο πατέρας της σε όλη τη ζωή του και τελικά τη βρήκε ο εγγονός του στην Τραπεζούντα  Λέγεται Ελένη και η ιστορία της συγκίνησε τους Τούρκους. Πρόκειται για μια Πόντια, η οποία στην ανταλλαγή των πληθυσμών δεν έφυγε μαζί με την οικογένειά της στην Ελλάδα, αλλά εγκλωβίστηκε στην Τουρκία και μετά από πάρα πολλά χρόνια ξαναβρήκε τους δικούς της … Η ιστορία της ήρθε στη δημοσιότητα με αφορμή την προσπάθεια να μεταφερθεί στην κινηματογραφική οθόνη μέσα από το δράμα του ξεριζωμού των χιλιάδων Ρωμιών το 1922-23. Η προβολή αυτής της καταπληκτικής ιστορίας αιφνιδιάζει, καθώς η δημοσιοποίηση της υπόθεσης έγινε πρώτα από μερίδα του τουρκικού Τύπου (εφημερίδα Akşam). Χιλιάδες Πόντιοι εξοντώθηκαν στα Τάγματα Εργασίας

Η προσφυγιά και ο χωρισμός

Το 1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός Χαράλαμπος Χρυσοστομίδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορα Λάμπη), με τη γυναίκα του Αναστασία και τη μικρή τους κόρη την Ελένη. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις. Όλα αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο  το 1923. Οι παραγωγοί της ταινίας δεν κάνουν καμία αναφορά για τη φρικτή γενοκτονία των Ποντίων, αλλά κάνουν ένα «άλμα» στο χρόνο και περιγράφουν την ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς. Το ζευγάρι με τη 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους και κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Στον δρόμο όμως τους σταμάτησε ένα ένοπλο τμήμα. Οι Τσέτες συγκέντρωσαν κάποια κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν. Ο καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε τη σύζυγό του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας, ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να ψάξει για την κόρη του. Πέρασαν τέσσερις μήνες χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε βρεθεί. Εν τω μεταξύ, η γυναίκα του η Αναστασία έφυγε με το πλοίο της προσφυγιάς και έφτασε στην Καβάλα. Στον Πόντο ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του. Στο χωριό του όπου ξαναπήγε του είπαν πως δεν έμεινε πίσω κανένας Έλληνας, καθώς όλοι είχαν φύγει και μάλιστα τον προειδοποίησαν ότι το αν παραμείνει εκεί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για τν ζωή του. Τότε ήρθαν κάποιοι και του είπαν πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους άτακτους και ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά στην Τραπεζούντα. Ο δύστυχος Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών μηνών έφτασε στο Καντήκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.

Η νέα ζωή του Χαραλάμπη στην Πόλη

Εκεί απελπισμένος, χωρίς τη γυναίκα και την κόρη του, ο Χαράλαμπος γνωρίζεται με έναν επιφανή Τούρκο, τον Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε και θαύμασε την επιδεξιότητά του στην τέχνη του. Ο Τούρκος τότε του άνοιξε ένα μαγαζί στο Καντήκιοϊ και ο Χαράλαμπος με τη μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα. Ο Λάμπης τότε εγκατέλειψε την ιδέα να φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε μια κοντοχωριανή του, την Antusa, που είχε μείνει και αυτή στην Πόλη, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη, τη Σοφία. Η Σοφία αφού μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της αγάπησε πολύ τον παππού του, τον Λάμπη, ο όποιος συνεχώς του μιλούσε για τη χαμένη του θεία την Ελένη γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί, αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο.

Ο εγγονός βρίσκει την Ελένη στην Τραπεζούντα. Βρήκε και τη χαμένη γιαγιά Ο γιός της Σοφίας μεγάλωσε έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά στο Καπαλί Τσαρσί, αλλά συνεχώς σκέφτονταν για την Ελένη που είχε χαθεί. Απευθύνθηκε τότε σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για τη χαμένη του θεία. Πριν περάσει πολύς καιρός, ένα τηλεφώνημα έκπληξη ήρθε από την Τραπεζούντα. Αυτοί που τηλεφωνούσαν τον ρώτησαν, «εσείς δεν είστε που ψάχνετε για την Εμινέ;». Δηλαδή την Ελένη. Ο γιος της Σοφίας σάστισε και τότε έμαθε ότι η Ελένη είχε βρεθεί από την οικογένεια του Abdülkadir Sümer, που την είχαν υιοθετήσει και την ονόμασαν Εμινέ. Παράλληλα όμως, καθώς έψαχνε για τη χαμένη κόρη του παππού του ρωτούσε και για τη χαμένη του γιαγιά την Αναστασία. Τότε μαθαίνει ότι η Αναστασία που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και αυτή και είχε κάνει δυο παιδιά. Τα παιδιά της Αναστασίας ήθελαν πολύ να έρθουν στην Τουρκία για να ψάξουν για τον Χαραλάμπη και τη χαμένη κόρη της Αναστασίας και τελικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το γιο της Σοφίας.

Παράλληλα, από την Τραπεζούντα ο Sümer, δηλαδή ο θετός πατέρας της Ελένης, μόλις έμαθε για όλη αυτή την ιστορία της υιοθετημένης του κόρης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε όλους τους συγγενείς της Εμινέ στην Τραπεζούντα. Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα όλων αυτών καθώς μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα και βρήκαν τη χαμένη κόρη του Χαραλάμπη, την Ελένη, που τώρα ήταν η Εμινέ. Αλλά το πιο ίσως εντυπωσιακό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία είναι ότι όλοι μαζί πήγαν και προσκύνησαν το μοναστήρι της Βαζελώνας, ένα από τα πιο ιερά μέρη του ελληνορθόδοξου Πόντου. Η μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα στην περιοχή της Ματσούκας του νομού Τραπεζούντας, το 1997. Εκεί προσκύνησε όλη η οικογένεια όταν επανενώθηκε μετά τον ξεριζωμό Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, την οποία όταν τη διαβάσει κανείς στα τουρκικά πραγματικά συγκινείται, δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ποντίων….

Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων από άλλες χώρες

Η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 19 Μαΐου 1994, και έκτοτε τιμά τη μνήμη των θυμάτων.

Στις 11 Μαρτίου 2010 η Σουηδία προχώρησε στην αναγνώριση των γενοκτονιών των χριστιανικών πληθυσμών Ελλήνων, Αρμενίων και Συροχαλδαίων, με απόφαση της Βουλής.

Πέντε χρόνια αργότερα, στις 24 Μαρτίου 2015, η Αρμενία έστειλε το μήνυμα, με αντίστοιχη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Αρμενικής Δημοκρατίας.

Στις 9 Απριλίου 2015 και η Ολλανδία αναγνώρισε τη Γενοκτονία.

Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που αναγνώρισαν τη Γενοκτονία

·       Νέα Υόρκη, 19 Μαΐου 2002

·       Νιου Τζέρσεϊ, 2 Σεπτεμβρίου 2002

·       Κολούμπια, 8 Δεκεμβρίου 2002

·       Νότια Καρολίνα, 10 Ιανουαρίου 2003

·       Τζόρτζια, 3 Φεβρουαρίου 2003

·       Πενσιλβάνια, 12 Δεκεμβρίου 2003

·       Φλόριντα, 20 Απριλίου 2005

·       Κλίβελαντ, 11 Μαΐου 2005

·       Ρόουντ Άιλαντ, 2008

·       Ιντιάνα, Δεκέμβριος 2014

·       Νότια Ντακότα, 26 Φεβρουαρίου 2015

·       Δυτική Βιρτζίνια, 24 Απριλίου 2016 με διακήρυξη του κυβερνήτη και αφορμή τη Γενοκτονία των Αρμενίων)

Πολιτείες της Αυστραλίας που έχουν προβεί σε αναγνώριση

·       Νότια Αυστραλία, 30 Απριλίου 2009

·       Νέα Νότια Ουαλία. Την 1η Μαΐου 2013 η Γερουσία, και στις 12 Μαΐου η Βουλή αναγνώρισαν τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.

·       Στις 11 Μαΐου 2015 είχε πράξει και η αυστραλιανή πόλη Γουίλομπι, στην περιοχή του Σίδνεϊ.

Στις 4 Μαΐου 2016 και η πόλη του Τορόντο στον Καναδά προχώρησε στην αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων.

Σε αναγνώριση προχώρησε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιοτο 2006 καθώς και με  ψηφίσματά τους θεσμικά όργανα νεολαιών, όπως αυτή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), στα τέλη Μαΐου του 2015.

Στην Αναγνώριση της αναγνώρισε τη Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, προέβη και η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (IAGS, International Association of Genocide Scholars) με βαρυσήμαντο ψήφισμά της στις 15 Δεκεμβρίου 2007.

 

Πηγές

Baum, Wilhelm(2007). Die Christlichen Minderheiten der Türkei in den Pariser Friedensverhandlungen (1919-1923): Kemal Atatürk und der Genozid (1. Aufl. έκδοση). Klagenfurt: Kitab. ISBN9783902005977.

http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/NOM_PN_EE_4_HA19.doc

http://epontos.blogspot.gr/2016/05/blog-post_17.html

http://epontos.blogspot.gr/2016/05/Pontos-Martyries.html

Ποντιακός Ελληνισμός: Από την Γενοκτονία των Νεοτουρκων στις σταλινικές εκκαθαρίσεις

http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/p-mnhmpontou-eis.pdf

http://www.pontos-news.gr/sites/default/files/vol2/to_psifisma_tis_iags_0.pdf

Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων: Μαρτυρίες που κόβουν την ανάσα από τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του 20ού αιώνα

http://www.stbasiltroy.org/pontos/pontoshistory.pdf

http://www.pontos-news.gr/article/11830/deite-tis-hores-poy-ehoyn-anagnorisei-tin-genoktonia-ton-pontion

Κωνσταντίνος Φωτιάδης: Η Τουρκία κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

https://fdathanasiou.wordpress.com/2014/05/18/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BE%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B6%CF%89%CE%BC%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BF/

Οκτώ ερωτήσεις και απαντήσεις για τη Γενοκτονία των Οθωμανών Ελλήνων

http://www.corfuhistory.eu/?p=5059

Η ιστορία της Ελένης της Ρωμιάς η οποία στον ξεριζωμό του ’22 χάθηκε στην Τουρκία. Την αναζητούσε ο πατέρας της σε όλη τη ζωή του και τελικά τη βρήκε ο εγγονός του στην Τραπεζούντα

«Χτυπούσαν ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους. Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων». Μαρτυρίες από τη γενοκτονία των Ποντίων

Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού: Ντοκιμαντέρ για την Ημέρα

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ