Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑπόψειςΚωνσταντίνος Μητσοτάκης: Ένας αιώνας ιστορίας και προσφοράς στην Ελλάδα

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Ένας αιώνας ιστορίας και προσφοράς στην Ελλάδα

- Advertisement -

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια προσωπικότητα που άφησε το στίγμα της στο σύνολο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Φίλοι και πολιτικοί αντίπαλοι αναγνωρίζουν την πολιτική διαδρομή του ανδρός, που ταύτισε το όνομά του με κρίσιμες στιγμές της Ελλάδος. Διαβάστε το αναλυτικό αφιέρωμα του GreekAmericanNewsAgency/NeaProini


Τα πρώτα χρόνια
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων στις 18 Οκτωβρίου 1918. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι «ανεμοδαρμένο, που πάντα έσφυζε από ζωή». «Από μικρός έμαθα να συγχρωτίζομαι με τους ανθρώπους» είχε αφηγηθεί στο BΗmagazino. «Τα πήγαινα καλά με όλους, ακόμη και με τους εγκληματίες της φυλακής είχα μια θαυμάσια συνεργασία όταν με βάζανε μέσα κατά καιρούς…». Η οικογένειά του έχει μακρά πολιτική παράδοση. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του δημοσιογράφου και πολιτικού Κυριάκου Μητσοτάκη (1883-1944) και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη, γόνου πολιτικής οικογένειας των Χανίων και μικρανιψιάς του Ελευθερίου Βενιζέλου. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του Κωστή Μητσοτάκη (1845–1898), ιδρυτή του Κόμματος των Ξυπολήτων, το οποίο παρέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετονομάζοντάς το σε Κόμμα των Φιλελευθέρων, και της Κατίγκως Βενιζέλου, αδελφής του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Οι γονείς του, Κυριάκος Μητσοτάκης και Σταυρούλα Πλουμιδάκη, παντρεύονται κατ’ οικονομίαν (με άδεια του δεσπότη) καθ’ότι τυγχάνουν δεύτερα εξαδέλφια. Ετσι, βεβαίως, εξηγείται και η διπλή συγγένειά του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

- Advertisement -

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Χανιά και έλαβε επιμελημένη μόρφωση καθώς στο σπίτι υπήρχε η βιβλιοθήκη του πατέρα του και του παππού του, αλλά και Γερμανίδα δασκάλα. Σε ηλικία δέκα ετών εισήλθε κατόπιν εξετάσεων στο Πρακτικό Λύκειο Χανίων, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του τον Ιούνιο του 1935. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), αν και ο ίδιος επιθυμούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο με δαπάνες από κληροδότημα που είχε ορίσει για τις σπουδές του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αποφοίτησε από το ΕΚΠΑ τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.

Η Κατοχή
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην σχολή εφέδρων αξιωματικών Σύρου, απ’ όπου και τοποθετήθηκε στη Μακεδονία, στο μετέπειτα γερμανικό μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου κατέβηκε στην Αθήνα και από εκεί μετέβη στην Κρήτη το 1942, όπου έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά των Ναζί ως ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ) και της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς (ΕΟΠΔ) που αρχικά αποτέλεσε το στρατιωτικό σκέλος της Ανώτατης Επιτροπής Αγώνος Κρήτης (ΑΕΑΚ).

Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση στην Κρήτη, βοηθώντας μάλιστα ενεργά στη συνεργασία των αντιστασιακών οργανώσεων, με τη σύναψη της Συμφωνίας του Θερίσου (Ιούλιος 1943), η οποία συνέβαλε στην αποτροπή του εμφυλίου πολέμου στην περιοχή. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνεργάστηκε στενά με τις συμμαχικές ομάδες (κυρίως βρετανικές), οι οποίες δρούσαν στο νησί κατά των Γερμανών. Για τη δράση του αυτή, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο δύο φορές από τους Γερμανούς. Την πρώτη φορά πήρε χάρη με την ευκαιρία της εθνικής επετείου της 25 Μαρτίου 1944 και απελευθερώθηκε μαζί με άλλους εκατό περίπου συγκρατούμενούς του.

Την 31 Μαρτίου 1945, αντηλλάγη για δεύτερη φορά, μαζί με 9 συντρόφους του, με τριπλάσιους γερμανούς αιχμαλώτους, λίγο πριν από την παράδοση των Γερμανών στα Χανιά. Η ανταλλαγή Ελλήνων πολιτών με Γερμανούς στρατιωτικούς, υπήρξε μοναδική στην ιστορία του Β’ παγκοσμίου πολέμου και χρειάστηκε να εγκριθεί από την ανώτατη συμμαχική και γερμανική ηγεσία. Επίσης, στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη από την πλευρά των Ελλήνων και τον ταγματάρχη Denis Ciclitira από την πλευρά των Άγγλων, έγινε η μυστική παράδοση του τελευταίου Γερμανού Στρατηγού Benthag στο σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου στα Χανιά, στις αρχές Μαΐου του 1945 προκειμένου να δρομολογηθεί η επίσημη παράδοση στο Ηράκλειο λίγους μήνες αργότερα. Τα βρετανικά αρχεία που άνοιξαν το 2003 αποκάλυψαν ότι ήταν και πράκτορας των Βρετανών, στους οποίους μετέδιδε σημαντικές πληροφορίες, εξαργυρώνοντας την ιδιότητά του ως δικηγόρου των Ελλήνων που έστελναν οι αρχές Κατοχής στα στρατοδικεία.
Ο ίδιος αφηγείται σε μια συνέντευξή του στο ΒΗmagazino: «η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα δυναμική, δωρική, «με αφάνταστη αυτοκυριαρχία και μια βαθιά αίσθηση του χρέους». «Από τη μάνα μου, στην οποία έμοιαζα πολύ και σωματικά, πήρα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα μου. Με δίδαξε: “Να κάνεις πάντα αυτό που πιστεύεις σωστό και να μη σε νοιάζει”. Θυμάμαι τότε που στην Κατοχή (ανάμεσα στις δύο συλλήψεις μου) έβγαινα από το σπίτι να πιω κανένα κρασάκι. Τότε οπλοφορούσα μονίμως διότι ήμουν αποφασισμένος να μην ξαναπιαστώ ζωντανός. Δεν γυρνούσα ποτέ στις 8.00 μ.μ., που ήταν η αστυνομική ώρα, αλλά τα μεσάνυχτα. Η μάνα μου στεκόταν πίσω από το παράθυρο καθώς οι αρβύλες μου ηχούσαν στο λιθόστρωτο. Δεν μου είπε ποτέ: “Γιατί, παιδί μου, αργείς;”. Δεν ήθελε να μου κόψει το κουράγιο». Ο πατέρας του Κυριάκος, βουλευτής Χανίων, μακεδονομάχος, αρχηγός των Εθελοντικών Σωμάτων το ’12-’13, «ένας άνθρωπος σκληρός με τον εαυτό του, όπως και εγώ, νομίζω», υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο μετά την πρώτη σύλληψη του Κώστα από τους Ναζί. «Πέθανε από την αγωνία του για μένα».
Η είσοδος στον πολιτικό στίβο
Παρά την πολιτική παράδοση της οικογενείας του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν είχε την πρόθεση να αναμιχθεί στην πολιτική μετά την απελευθέρωση. Πρόθεσή του ήταν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα των Χανίων, κυρίως μέσω της τοπικής εφημερίδας “ΚΗΡΥΞ” των Χανίων την οποία επανέκδωσε εκείνη την περίοδο έπειτα από την διακοπή της κυκλοφορίας της κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής.

Η τοπική εφημερίδα “ΚΗΡΥΞ” των Χανίων, αποτελούσε ένα από τα ιστορικότερα έντυπα των Χανίων καθώς πρωτοεκδόθηκε στις 7/12/1901 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αποτέλεσε την συνέχεια της εφημερίδας “ΛΕΥΚΑ ΟΡΗ”, που είχε εκδοθεί το 1881 από τον παππού του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, γερο-Κωστή Μητσοτάκη.
Η ανάμιξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη όμως κατέστη αναπόφευκτη εν μέρει, διότι αφενός ο πατέρας του και ο θείος του είχαν πεθάνει και δεν υπήρχε κανείς να εκπροσωπήσει πολιτικά την οικογένεια και αφετέρου λόγω του κύρους και της αναγνώρισης, που είχε κερδίσει κατά τη διάρκεια της αντίστασης.

- Advertisement -

Το 1946, σε ηλικία 28 ετών, ορκίζεται (με τη στολή του ανθυπολοχαγού, διότι δεν διαθέτει πολιτικό κοστούμι) βουλευτής του νεοσύστατου κόμματος των Βενιζελικών Φιλελευθέρων που είχε συγκροτήσει ο Σοφοκλής Βενιζέλος (γιος του Ελευθέριου). Ήταν ο νεώτερος βουλευτής της πρώτης μεταπολεμικής Βουλής, όπου με την πρώτη του κοινοβουλευτική ομιλία, πήρε θέση υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας σε συζήτηση που είχε ως θέμα την πρόταση ψηφίσματος “περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος προς επάνοδον Α.Μ. του Βασιλέως Γεωργίου Β΄”. Τη θέση αυτή υποστήριξε και στο πρώτο δημοψήφισμα της 1/9/1946 και τη διατήρησε σε ολόκληρη την πολιτική του σταδιοδρομία.

Έκτοτε εκλέγεται ανελλιπώς βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων ή τα κόμματα του Κέντρου, μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Συγκεκριμένα εξελέγη: το 1950 και το 1951 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, το 1952 με το συνδυασμό ΕΠΕΚ/Φιλελεύθεροι, το 1956 με τη Δημοκρατική Ένωση, το 1958 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και το 1961, 1963, 1964 με την Ένωση Κέντρου.

Ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητική ευθύνη ως υφυπουργός Οικονομικών από το Φεβρουάριο του 1951 μέχρι το Νοέμβριο του 1951, σε ηλικία 32 ετών. Την ίδια περίοδο, για ένα διάστημα, ανέλαβε ταυτόχρονα τα Υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων.

Στην περίοδο 1952-1956 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης καθιερώνεται ως διακεκριμένος κοινοβουλευτικός άνδρας.
Στη συνεδρίαση της Βουλής της 8ης Ιουνίου 1953, με αφορμή νομοσχέδιο που αφορούσε αποστρατεία ανωτάτων αξιωματικών και επαναφορά άλλων που είχαν πέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα επαναφέρει στο προσκήνιο το μεγάλο πρόβλημα του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) στο στρατό και ταυτόχρονα θα καθορίσει με ακρίβεια τη θέση του κόμματός του, αλλά και την προσωπική του θέση και στάση σχετικά με το παραπάνω πρόβλημα. Την ίδια χρονιά παντρεύεται με τη Μαρίκα Γιαννούκου (6 Ιουνίου 1953).


Το Μάρτιο του 1955 επίσης, σε σχετική συζήτηση στη Βουλή, επ’ ευκαιρία της απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που ζητούσε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπερασπίστηκε το λογοτεχνικό έργο του κορυφαίου έλληνα συγγραφέα. Ειδικότερα, στην εν λόγω συζήτηση τόνισε: “απανταχού της Ευρώπης και απανταχού δύναμαι να είπω της γης, από της Ελλάδος μέχρι των Σκανδιναβικών κρατών και της Αμερικής, μέχρι Γαλλίας και Αγγλίας.

Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν είναι όμως μόνον ένας μεγάλος λογοτέχνης, είναι ταυτοχρόνως και ένας αληθινός πατριώτης… Επιπροσθέτως κ. συνάδελφοι, κατά την ιδική μου αντίληψιν, ο Νίκος Καζαντζάκης είναι και ένας αληθινός χριστιανός. Έχει βαθύ και πηγαίον θρησκευτικό συναίσθημα, ‘όπως αποδεικνύει το τελευταίον του βιβλίον «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» το οποίον εκυκλοφόρησεν εις την Ελλάδα. Θέλω να πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνησις, η οποία είναι κυβέρνησις ελευθέρας δημοκρατικής χώρας, η οποία πάντοτε πρωτοστάτησεν εις την ελευθερίαν του λόγου και της σκέψεως, δεν θα παρασυρθή εις το ολίσθημα να προχωρήση εις την απαγόρευσιν της κυκλοφορίας αυτών ….”

Από την περίοδο εκείνη επίσης, είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται και τα ηγετικά του προσόντα. Στη μεγάλη κρίση ηγεσίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων το 1958, σε ηλικία 40 ετών, έθεσε υποψηφιότητα για την αρχηγία της παρατάξεως και ψηφίστηκε από το 1/3 (έλαβε 95 ψήφους) των βουλευτών του κόμματος. Στη συνέχεια, το 1960 πρωταγωνίστησε στην “Ομάδα των 10» (Κ. Μητσοτάκης, Γ. Μαύρος, Γ. Νόβας, Στ. Αλλαμανής, Ι. Τούμπας, Φ. Ζαΐμης, Π. Παπαληγούρας, Ι. Ζίγδης, Γ. Μπακατσέλος και Γ. Ράλλης) και συμμετείχε στον νέο κεντρώο πολιτικό σχηματισμό με την ονομασία “Δημοκρατικό Κέντρο – Αγροτική Φιλελεύθερη Ένωση”.

Στόχος του πάντα ήταν η ενότητα του Κέντρου. Έτσι, σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην προσπάθεια συνενώσεως των κεντρώων δυνάμεων και τη δημιουργία της Ενώσεως Κέντρου το 1961, όταν μετά το θάνατο του Γ. Καρτάλη και σε συνεργασία με άλλους νέους πολιτικούς της παρατάξεως, προωθήθηκε στην ηγεσία του κόμματος ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Το 1961 ο Σοφοκλής Βενιζέλος συνιδρύει με τον «Γέρο» (Γεώργιο Παπανδρέου) την Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ο Μητσοτάκης εκλέγεται (με τη μεγαλύτερη πλειοψηφία που είχε συγκεντρώσει ως τότε πολιτικός στην Κρήτη) βουλευτής της. «Οταν έρχεται αυτός ο Κρητικός, γεμίζει η Βουλή…» έλεγε ο Παπανδρέου. Υπήρξε βασικό στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου και πρωταγωνιστής του “Ανένδοτου Αγώνα”. Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στις Κυβερνήσεις του Γεωργίου Παπανδρέου το 1963 και 1964.

Η Αποστασία του 1965

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κρίση του Ιουλίου του 1965, γεγονός που σημάδεψε την περαιτέρω πορεία του. Αφού κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποφευχθεί η κρίση, συμμετέσχε στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου που διαφωνούσαν προς την πολιτική της ρήξης με το Βασιλέα. Αποκαλυπτική για το χρονικό της κρίσης είναι η ομιλία του στη Βουλή στις 3 Αυγούστου του 1965. Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες (κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα και Ηλία Τσιριμώκου), σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Στεφάνου Στεφανοπούλου που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης το Σεπτέμβριο του 1966.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διετέλεσε υπουργός Συντονισμού στις κυβερνήσεις Νόβα και Στεφανοπούλου. Οι οικονομικοί δείκτες των ετών 1965-1966 υπήρξαν από τους πιο ικανοποιητικούς μέχρι τότε παρά τις πολιτικά υποκινούμενες απεργιακές κινητοποιήσεις. Παράλληλα, κατά το τέλος του 1965 ελήφθησαν ριζικά νομισματικά μέτρα που επέφεραν την εκτόπιση της χρυσής λίρας από την ελληνική οικονομία με απώτερα αποτελέσματα την εισροή μεγάλων ποσοτήτων χρυσών λιρών στην Τράπεζα της Ελλάδος, τη σημαντική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, την ανακοπή διαρροής συναλλάγματος και εν γένει την εμπέδωση της νομισματικής σταθερότητας. Η κυβέρνηση Στεφανοπούλου όμως ανετράπη τον Δεκέμβριο του 1966, μετά από μυστική συμφωνία του τότε Βασιλέα Κωνσταντίνου με τους Γεώργιο Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Η συμφωνία εκείνη, την οποία αποκάλυψε και κατήγγειλε η εφημερίδα “Ελευθερία” την 1 Ιανουαρίου 1967 με τίτλο “Μνημόνιον της Συνωμοσίας”, είναι σήμερα ιστορικά βεβαιωμένη και ομολογημένη από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της, οδήγησε δε στο σχηματισμό της κυβερνήσεως Παρασκευοπούλου από εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες. Ο Μητσοτάκης, ως εκπρόσωπος του κόμματος “Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον” (ΦΙ.ΔΗ.Κ.), ζήτησε από το βήμα της Βουλής, το σχηματισμό κυβέρνησης με συμμετοχή των δύο μεγάλων κομμάτων, επισημαίνοντας από τότε τον κίνδυνο της δικτατορίας. Η αδικαιολόγητη όμως ανατροπή της κυβέρνησης Παρασκευοπούλου από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο άνοιξε το δρόμο για τη συνταγματική εκτροπή.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μετά από μακρά περίοδο σιωπής, διετύπωσε μια ολοκληρωμένη άποψη για την πολιτική κρίση 1965-66 πολλά χρόνια αργότερα, το 1989 με την έκδοση της δίτομης πολιτικής του βιογραφίας, από τις εκδόσεις “Παπαζήση”, την οποία προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης. Η τοποθέτησή του για τα δραματικά εκείνα γεγονότα συνοψίζεται στα εξής σημεία:

  • Η πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965 θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν θα υπήρχε διαφωνία εάν ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε κάνει το λάθος να παραχωρήσει στον τότε Βασιλέα, ήδη από τις εκλογές του 1963-64, το δικαίωμα να έχει αποφασιστική γνώμη στα θέματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Η αιφνίδια σκλήρυνση της στάσης του Παπανδρέου στο θέμα αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ανακτόρων, τα οποία επέμειναν να διατηρήσουν τα κεκτημένα.
  • Δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα του εκλεγμένου Πρωθυπουργού να επιλέγει τους υπουργούς του και ο ίδιος ασφαλώς δικαιούται να αναλάβει και προσωπικά οποιοδήποτε υπουργείο. Αφού όμως η επιλογή αυτή τον οδηγεί σε ρήξη με το ρυθμιστή του πολιτεύματος, σε μια εποχή που ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν τον ευνοεί, οφείλει να αντιμετωπίσει και την περίπτωση ενός συμβιβασμού τακτικής. Τον συμβιβασμό συνέστησαν όλα τα βασικά στελέχη της κυβερνήσεως πλην του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο πρωθυπουργός όφειλε να σκεφθεί ότι παραιτούμενος εξωθούσε τον Κωνσταντίνο στο δίλημμα: εκλογές με χαρακτήρα δημοψηφίσματος ή βασιλική δικτατορία. Του ζητούσε δηλαδή να διαλέξει ανάμεσα στην αυτοκτονία ή την εκτροπή.
  • Η εκ των υστέρων αυτοκριτική της Αριστεράς για τις κινητοποιήσεις και την αδιάλλακτη στάση της στα γεγονότα του 1965 δικαιώνει σήμερα την πολιτική εκείνων που προσπάθησαν τότε, με βαρύτατο προσωπικό πολιτικό κόστος να συμβάλουν σε μια λύση εκτόνωσης.
  • Το σενάριο της “συνωμοσίας” δεν ευσταθεί δεδομένου ότι οι υποτιθέμενοι “συνωμότες” κατέβαλαν αγωνιώδεις προσπάθειες για να αποτρέψουν τη ρήξη, να αποτρέψουν δηλαδή το γεγονός, χωρίς το οποίο “συνωμοσία” δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Η βεβιασμένη εξάλλου και άκομψη ορκωμοσία του Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει το παρασκήνιο μια οργανωμένης συνωμοσίας, αλλά με την απαράδεκτη προχειρότητά της επέτρεψε από την πρώτη στιγμή στον Γεώργιο Παπανδρέου να κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων.

Υπήρξε όμως παρασκήνιο όχι για την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά για την ανατροπή της κυβέρνησης Στεφάνου Στεφανοπούλου. Η συμφωνία μεταξύ Βασιλέως, Γεωργίου Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που την εποχή εκείνη έμεινε κρυφή, αποτελεί σήμερα ένα ιστορικό γεγονός. Με τη συμφωνία αυτή ανετράπη μια κυβέρνηση που μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, μια κυβέρνηση στη δεκαπεντάμηνη διαδρομή της οποίας η οικονομία είχε ανακάμψει εντυπωσιακά, το πολιτικό κλίμα είχε εκτονωθεί και είχαν δρομολογηθεί λύσεις για κρίσιμα εθνικά ζητήματα. Η προσπάθεια αυτή προσέγγισης των δύο μεγάλων κομμάτων ήταν από την αρχή καταδικασμένη γιατί απεκρύβη από το λαό μια συμφωνία, που μόνο η δημόσια παραδοχή της την καταξίωνε και της έδινε προοπτική.

Σε συνέντευξή του το 2001 ο Κ. Μητσοτάκης σχολίασε για την κίνηση της «Αποστασίας» από την Ε.Κ.:

«Έχω μετανιώσει, γιατί θα μπορούσα εκείνη την ώρα να δείξω λιγότερη ευαισθησία απέναντι των εξελίξεων και αντί να πάω να ορκιστώ, να πάω στο Καστρί και να κοιτάξω να συμφιλιώσω και πάλι τον Βασιλέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ίσως μπροστά στο φάσμα του απειλουμένου εμφυλίου πολέμου να ήσαν σοβαρότεροι και οι δύο. Διότι και η μια μεριά και η άλλη είχε άδικο. Κατά τη δική μου αντίληψη και το είχα πει τότε εις τον Γέρο, ότι επιτέλους ο Κωνσταντίνος, ο τότε Βασιλεύς ήτο νέος, άπειρος, υφίστατο και κακές επιρροές, σίγουρα υφίστατο κακές επιρροές γύρω του, δεν αναφέρομαι κατ” ανάγκη στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία κι αυτή είχε ορισμένες φορές ακραίες θέσεις, είχε πολλά προσόντα, αλλά είχε και αδυναμίες που οφείλονται ίσως στην καταγωγή της και στην ψυχολογία την οικογενειακή, αλλά αναφέρομαι και σε πολλούς άλλους, είχε αδυναμίες, είχε ο Βασιλεύς άδικο. Αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας ώριμος πολιτικός, ο οποίος θα έπρεπε εκείνη την ώρα να δείξει περισσότερη λογική και να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν μια μικρή υποχώρηση. Σας είπα, ότι αναγκάστηκε στη συνέχεια να κάνει πολύ μεγαλύτερη για να αποφύγει».

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην Επταετία

Στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη μεταξύ των πρώτων από τη δικτατορία της Χούντας των Συνταγματαρχών και μεταφέρθηκε με άλλους πολιτικούς ηγέτες στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδή. Την επομένη διαμετακομίστηκε στο Πικέρμι και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στο «Δημοψήφισμα της Χούντας» το 1968 προέβη σε δηλώσεις και πρότεινε για πρώτη φορά τη λύση Καραμανλή για την ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία.

Με αφορμή αυτές τις δηλώσεις διώχθηκε από τη Χούντα και στις 15 Αυγούστου 1968 αναγκάστηκε να διαφεύγει κρυφά με πλοιάριο από τη Ραφήνα και διασχίζοντας το Αιγαίο έφτασε στην Τουρκία. Μέσω Τουρκίας μετέβη στο Παρίσι και συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Η Δικτατορία εξεβίασε την επιστροφή του θέτοντας υπό περιορισμό την οικογένεια του η οποία τελικώς κατάφερε να πάρει άδεια εξόδου από την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1969. Στο Παρίσι συνεργάστηκε στενά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Με την άρση του στρατιωτικού νόμου το 1973 έφτασε στην Ελλάδα. Συνελήφθη και πάλι από το καθεστώς Ιωαννίδη για να αποφυλακισθεί με την πτώση της Χούντας το 1974.

Παρά τη στενή συνεργασία τους ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν τον συμπεριέλαβε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που σχημάτισε μετά την κατάρρευση της Δικτατορίας τον Iούλιο του 1974. Στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος στον νομό Χανίων χωρίς όμως επιτυχία. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1977 ίδρυσε το κεντρώο Κόμμα Νεοφιλελευθέρων λαμβάνοντας 1,08% (2 έδρες) στις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους.[43] Με το ίδιο κόμμα εξελέγη και ο Παύλος Βαρδινογιάννης.

Το επόμενο έτος διελύθη το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων και ο μεν Παύλος Βαρδινογιάννης προσχώρησε στο πατροπαράδοτο Κόμμα των Φιλελευθέρων, στο οποίο ηγείτο πλέον ο Νικήτας Βενιζέλος, ο δε Κ. Μητσοτάκης προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία μετά την απόφαση του Καραμανλή για διεύρυνση του κόμματος στον κεντρώο χώρο, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Συντονισμού. Το 1980 έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη έως τις εκλογές του 1981.[44] Εν συνεχεία διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ μέχρι το 1984. Την 1 Σεπτεμβρίου του 1984 η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας τον εξέλεξε πρόεδρο του Κόμματος σε διαδοχή του Ευάγγελου Αβέρωφ. Εκείνη τη στιγμή θεωρήθηκε ο καταλληλότερος να αντιμετωπίσει τον τότε αρχηγό του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου λόγω της παλιάς προσωπικής τους αντιμαχίας.

Μέσα στο κλίμα πόλωσης που δημιουργήθηκε τις παραμονές των εκλογών του Ιουνίου του 1985 δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία που παρουσίαζε τον Μητσοτάκη εν μέσω δυο Γερμανών αξιωματικών την περίοδο της κατοχής της Ελλάδας κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 2001 πράκτορες της Στάζι ομολόγησαν ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή και είχε κατασκευαστεί στη Βουλγαρία. Τελικά τον Ιούνιο του 1985, η Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του συγκέντρωσε ποσοστό 40,84% έναντι 45,85% του ΠΑΣΟΚ.

Η δεύτερη αυτή ήττα της ΝΔ προκάλεσε εσωκομματικές προστριβές και αμφισβήτηση του προέδρου της. Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, βασικός εσωκομματικός αντίπαλος του Κ. Μητσοτάκη, μετά την επανεκλογή του δεύτερου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ επέλεξε να αποχωρήσει από το κόμμα, ιδρύοντας τη Δημοκρατική Ανανέωση.

Η Μεταπολίτευση

Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, συμμετείχε ως ανεξάρτητος υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο του Δημοκρατικού Συνδυασμού Νομού Χανίων, αλλά αν και πήρε 11.322 ψήφους, δεν εξελέγη βουλευτής, παρότι κατετάγη δεύτερος σε αριθμό ψήφων στο νομό. Το 1977, συμμετείχε στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου και εξελέγη στην περιφέρεια Χανίων ως αρχηγός του νεοσυσταθέντος από τον ίδιο κόμματος Νεοφιλελευθέρων. Το 1978 προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία, μετά το άνοιγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον κεντρώο χώρο, και ανέλαβε υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Καραμανλή (10 Μαΐου 1978 – 10 Μαΐου 1980) και υπουργός Εξωτερικών (10 Μαΐου 1980 – 17 Σεπτεμβρίου 1981) στην κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.

Την ώρα που έπεφτε η χούντα, τα πράγματα φαίνονταν περισσότερο σκοτεινά και δύσκολα απ’ όσο όλη τη διάρκεια της επταετίας», αναφέρει σε συνέντευξή του, ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο πολιτικός βίος του οποίου σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. «Δύο μήνες πριν από τον Ιούλιο του ’74, είχα πάει στο Παρίσι και είχα άλλη μία συνάντηση με τον Καραμανλή, η ατμόσφαιρα ήταν μαύρη, απελπισμένη… και ο Καραμανλής ήταν απελπισμένος, η μεγαλύτερη μαυρίλα για εμάς ήταν στις παραμονές της κυπριακής τραγωδίας, η οποία δυστυχώς προϋπήρξε για να πέσει η χούντα».

Είναι η τελευταία, από τις πολλές συναντήσεις Καραμανλή – Μητσοτάκη στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της επταετίας. «Στη διάρκεια της δικτατορίας, υπήρξα στενός συνεργάτης του Καραμανλή… Είχα κάνει μία δήλωση, επ’ ευκαιρία του τότε σχεδίου Συντάγματος (σ.σ. 1968), όπου είχα πει ότι η λύση του ελληνικού πολιτικού προβλήματος δεν μπορεί να είναι παρά να επανέλθει ο νόμιμος αρχηγός του κράτους, ο τότε βασιλεύς, και ο Καραμανλής να φτιάξει οικουμενική κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Ηταν η περίφημη “λύση Καραμανλή”, για την οποία αγωνίστηκα και η οποία τελικά επεβλήθη», προσθέτει ο 96χρονος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Θυμάται με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες την περίοδο της εξορίας στο Παρίσι. «Ατελείωτα βράδια κουβεντιάζαμε… τότε ουσιαστικά σχεδιάστηκε και η πολιτική της Μεταπολίτευσης, τότε συμφωνήσαμε ότι θα επιστρέψουν όλοι οι εξόριστοι πλην των Σλαβομακεδόνων, ότι θα αναγνωρίσουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα… είχαμε προχωρήσει ακόμη και σε ονόματα πιθανών υπουργών, ήμουν από τους λίγους που ήξερε, περίπου, ποιες ήταν οι προσωπικές προτιμήσεις του Καραμανλή».

Στην τελευταία τους συνάντηση, ο Μητσοτάκης του αναγγέλλει ότι θα επιστρέψει. «Θα γυρίσω στην Ελλάδα, αλλά θα μπω φυλακή». Και πράγματι συλλαμβάνεται από το καθεστώς Ιωαννίδη και απελευθερώνεται μόνον τα μεσάνυχτα της βραδιάς που επιστρέφει ο Καραμανλής. «Ημουν ο τελευταίος Ελληνας πολιτικός ο οποίος απελευθερώθηκε εκείνο το βράδυ, αργά τη νύχτα. Οπως επληροφορήθην με θυμήθηκαν στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών ο Στέφανος Στεφανόπουλος και ο Σπύρος Μαρκεζίνης και έδωσαν εντολή στους στρατηγούς να με αφήσουν ελεύθερο. Και, πράγματι, απελευθερώθηκα τα μεσάνυχτα της βραδιάς που επέστρεψε θριαμβευτής ο Καραμανλής».

Ο πρώην πρωθυπουργός αντιπαρέρχεται τις ερωτήσεις για τα πρώτα βήματα της Μεταπολίτευσης και τον δικό του ρόλο. Ωστόσο, είναι πρόθυμος να κάνει τον απολογισμό της περιόδου, προφανώς και της δικής του πολιτικής παρουσίας σε αυτήν. «Και μόνον το γεγονός ότι έβαλε την Ελλάδα στην Ευρώπη φτάνει για να δικαιώσει ιστορικά απολύτως τη Μεταπολίτευση», αναφέρει. «Η Μεταπολίτευση εγκαθίδρυσε για πρώτη φορά μία σταθερή δημοκρατία στην Ελλάδα η οποία δεν κινδύνευσε και δεν κινδυνεύει. Παρά τις βαριές αδυναμίες που είχε το Σύνταγμα, ήταν βαθύτατα δημοκρατικό και εγκαινίασε μία καινούργια περίοδο για την Ελλάδα, περίοδος η οποία βέβαια, έχω την αίσθηση, φτάνει στο τέλος της».

Οταν ένας πολιτικός, με την εμπειρία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ανοίγει σε μία μόλις πρόταση δύο μείζονα ζητήματα, αυτό του Συντάγματος και αυτό του τέλους της Μεταπολίτευσης, απλώς επιλέγεις ποιο από τα δύο θα συζητήσεις πρώτο. Διότι για τον ίδιο τα δύο αυτά θέματα συνδέονται άρρηκτα. «Η Ελλάς δεν βγαίνει από την κρίση αν δεν γίνει μια βαθιά συνταγματική αναθεώρηση. Την εποχή εκείνη που κατηρτίσθη το Σύνταγμα μπορεί να εδικαιολογούντο τα πράγματα. Η πραγματικότητα έχει αλλάξει και απαιτείται μία αναθεώρηση, η οποία έχει πολλά να λύσει», είναι η χαρακτηριστική του αναφορά.

Ως προς το Σύνταγμα του 1974, το οποίο με την εξαίρεση του 1985 ουδέποτε αναθεωρήθηκε στον πυρήνα του, ο κ. Μητσοτάκης δεν αποφεύγει την κριτική: «Το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία ήταν φυσικό να κυριαρχεί την επομένη της πτώσης της Χούντας… αλλά έπρεπε να υπάρχει και η φροντίδα να περιφρουρήσουμε το κύρος του κράτους, την ισχύ του νόμου της δημοκρατίας. Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να πάμε προς τον κρατισμό, προς υπερβολές στο θέμα των συνδικαλιστικών ελευθεριών, σε πράγματα τα οποία πληρώσαμε ακριβά και τα πληρώνει ακόμη και σήμερα ο τόπος».

Κύρια αιτία γι’ αυτήν τη «μεγάλη αδυναμία» της μεταπολίτευσης θεωρεί ότι ήταν «η δικαιολογημένη, εκ των πραγμάτων, ευαισθησία της Δεξιάς έναντι της Αριστεράς». «Η δική μας επιρροή, του φιλελευθέρου κομματιού, δεν ήταν αισθητή. Ηταν η ελληνική Δεξιά η οποία επηρέασε το Σύνταγμα 100% με τα συν και τα πλην του… ωστόσο αυτό είχε ως αποτέλεσμα το νέο Σύνταγμα να έχει ως βασική αδυναμία ότι εστερείτο πλήρως πνοής φιλελεύθερης και, κατά κάποιον τρόπο, άνοιγε την πόρτα σε αυτό που αργότερα ζήσαμε, στην αμφισβήτηση της λειτουργίας του κράτους», σημειώνει.

Για τον κ. Μητσοτάκη, η σημερινή Βουλή πρέπει να ανοίξει τον δρόμο της συνταγματικής αναθεώρησης. «Το θεσμικό κομμάτι είναι πολύ σημαντικό, όμως το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι βλέπουμε το σήμερα και το τι θα πουν τα δελτία των 20.00 της ίδια ημέρας. Πρέπει να δούμε πώς θα υποκαταστήσουμε το καλό σύστημα, το οποίο μας άφησε τα βασικά θετικά αποτελέσματα, πώς θα το προσαρμόσουμε στις σημερινές ανάγκες. Δεν είναι ίδια εποχή…», υποστηρίζει και η ατζέντα που ανοίγει κάθε άλλο παρά περιορισμένη είναι.

«Υπάρχουν ζητήματα που ταλαιπωρούν τη χώρα κατά τρόπο τραγικό, φερ’ ειπείν το πρόβλημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών, αλλά και η ανάγκη να οριοθετήσουμε τις εξουσίες και ειδικά τη δικαστική», σημειώνει, επιμένοντας στη συγκρότηση Συνταγματικού Δικαστηρίου. «Δεν μπορεί η δικαστική εξουσία να τινάζει στον αέρα την οικονομική πολιτική με αποφάσεις καθαρά οικονομικού περιεχομένου, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αβεβαιότητα στις επενδύσεις και στην οικονομική δραστηριότητα γιατί το ΣτΕ και το κάθε δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κηρύξει κάθε νόμο αντισυνταγματικό…», επιχειρηματολογεί.

Παράλληλα, καλεί να αντιμετωπιστεί το «γελοίο φαινόμενο να αλλάζουμε άποψη για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας καταπώς μας συμφέρει». «Πρέπει να σταθεροποιήσουμε, κατά το δυνατόν, την περίοδο της διακυβέρνησης, τη θητεία της κάθε Βουλής, δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται το απόλυτα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα (σ.σ. το οποίο ο ίδιος δηλώνει ότι δεν αποδέχεται και προτιμά να υπάρχει εξισορρόπηση μεταξύ πρωθυπουργού και Προέδρου) από την ύπαρξη μιας μειοψηφίας 120 βουλευτών».

Κατά τον κ. Μητσοτάκη, θα πρέπει να αναζητηθεί μία σχετική ισορροπία εξουσιών, που όμως δεν θα οδηγεί σε προεδρικό σύστημα. «Η σύνδεση των εκλογών με την αδυναμία εκλογής Προέδρου ήταν λάθος. Σήμερα, επιτέλους, πολλοί το δέχονται ότι πρέπει να διορθωθεί… δεν υπάρχει άλλη λύση από την εκλογή Προέδρου από τον λαό, προς την οποία θα πρέπει να βαδίσουμε».

Είναι το τέλος της Μεταπολίτευσης; Απαντάει, χωρίς δισταγμό, «ναι». «Η αποτίμηση είναι θετική, η διαπίστωση είναι ότι φτάσαμε στο τέρμα μιας περιόδου και στο κλείσιμο ενός κεφαλαίου… το παλιό πολιτικό σύστημα έχει πεθάνει, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Κάτι καινούργιο πρέπει να προετοιμαστεί, σίγουρα κάτι καινούργιο εκκολάπτεται. Και είναι πολύ αισθητή, αγωνιώδης η αναζήτηση του καινούργιου, το οποίο για την ώρα δεν φαίνεται, αλλά σίγουρα θα φανεί στην πορεία του χρόνου».

Ως προς το επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, δεν αποφεύγει να απαντήσει. «Περνάμε μία περίοδο βαθιάς πολιτικής παρακμής, ίσως πρόκειται και γενικότερο φαινόμενο, πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο… σήμερα η πολιτική ηγεσία έχει να αντιμετωπίσει ένα βαρύ, δύσκολο πρόβλημα και δεν είμαι βέβαιος ότι στέκεται στο ύψος των εθνικών αναγκών…». Λίγο πριν από το τέλος της συνέντευξης με την «Κ», από τις σπάνιες που πλέον παραχωρεί, ο κ. Μητσοτάκης μοιάζει να ζυγίζει τα λόγια του. Αλλωστε, η επικαιρότητα συνιστά, εκ των πραγμάτων, «επικίνδυνα ύδατα» για έναν άνθρωπο που συχνά δεν διστάζει να ασκήσει οξεία κριτική. «Η Ελλάς βρίσκεται σε κρίση, έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει το καλύτερο υλικό το οποίο διαθέτει, να κυβερνήσουν οι άριστοι και οι επιλογές να είναι αξιοκρατικές χωρίς να λαμβάνονται υπόψη προσωπικά ή κομματικά συμφέροντα», συμπληρώνει. «Αυτήν την παλιά αλήθεια δεν πρέπει να την ξεχνάμε ποτέ».

Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (18 Οκτωβρίου 1981), διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας έως την 1η Σεπτεμβρίου 1984, οπότε εξελέγη πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπερισχύοντας του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Λόγω του αρνητικού αποτελέσματος στις εκλογές του Ιουνίου του 1985, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ζητά την ανανέωση της εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας στις 24 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Πέντε μέρες αργότερα επανεκλέγεται στην ηγεσία του κόμματος. Ο Κωστής Στεφανόπουλος διαφωνεί με τη διαδικασία και αποχωρεί από το κόμμα για να ιδρύσει τη ΔΗΑΝΑ, το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης.

Στις εκλογές του 1989, η Ν.Δ. δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία, λόγω του εκλογικού συστήματος. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαπραγματεύεται με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Τζανή Τζανετάκη, με πρωταρχικό στόχο την «κάθαρση», δηλαδή τη μη παραγραφή των σκανδάλων που έγιναν την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (κατ’ άλλους «Βρώμικο ’89»).

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, στις οποίες η ΝΔ και πάλι δεν εξασφάλισε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υποστήριξε οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό των Ξενοφώντα Ζολώτα.

Στην Προεδρία της Νέας Δημοκρατίας

Τον Απρίλιο του 1990 η Νέα Δημοκρατία πέτυχε την πολυπόθητη αυτοδυναμία με τη συνδρομή του ενός βουλευτή της ΔΗΑΝΑ και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 11 Απριλίου 1990, σε ηλικία 72 ετών.
Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία μετριοπαθής προσπάθεια εφαρμογής μιας φιλελεύθερης πολιτικής, σε μια εποχή που ο κομμουνισμός γκρεμιζόταν και ο νεοφιλευθερισμός άρχισε να γίνεται το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα. Η επίδοσή της πιθανόν θα ήταν πιο επιτυχής, εάν δεν είχε να αντιμετωπίσει σοβαρές εσωτερικές αντιθέσεις και διαφωνίες («Καραμανλικοί», Αντώνης Σαμαράς), οι οποίες συνέβαλαν τελικά στην πτώση της, όταν απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση ο βουλευτής Κιλκίς, Γιώργος Σιμπιλίδης.

Η κυβέρνηση 1991-1993

Μετά από τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, η Νέα Δημοκρατία κατακτά την εκλογική νίκη στις εκλογές της 8ης Απριλίου του 1990, με ποσοστό 46,88% και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σχηματίζει αυτοδύναμη Κυβέρνηση και ορκίζεται Πρωθυπουργός την 11η Απριλίου του 1990.

Οι εργασίες της νέας Βουλής ξεκίνησαν το Σάββατο 21 Απριλίου 1990 με την ορκωμοσία των βουλευτών. Στις 22 Απριλίου 1990, η Βουλή ανέδειξε με τη δεύτερη ψηφοφορία ως πρόεδρο του Σώματος τον Αθανάσιο Τσαλδάρη, βουλευτή επικρατείας της ΝΔ, με 151 ψήφους, έναντι 126 ψήφων που είχε συγκεντρώσει ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ, Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, και 22 άκυρων ψηφοδελτίων. Την Τρίτη 24 Απριλίου 1990, κατά την έναρξη των εργασιών της Α΄ Τακτικής Συνόδου της Ζ΄ Περιόδου της Βουλής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός πια, ανέγνωσε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, σκιαγραφώντας το όραμα και τους κατευθυντήριους άξονες πολιτικής της νέας κυβέρνησης.

Ειδικότερα, κατά την οριοθέτηση ενός γενικού πολιτικού πλαισίου της νέας κυβέρνησης για την ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας, ο Μητσοτάκης ανέφερε: “Εξαγγέλλουμε πολυμέτωπο αγώνα. Για την έξοδο από την κρίση, την ανόρθωση της οικονομίας, την ανάπτυξη με ποιότητα ζωής και σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον. Για τη διαρκή άνοδο της ευημερίας του Λαού σε ένα εξελισσόμενο δημοκρατικό πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσης, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και το κράτος. Για την καθιέρωση παντού της αξιοκρατίας. Για την κατοχύρωση της διαφάνειας στις διαδικασίες και τις αποφάσεις. Και ως επιστέγασμα την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου και του κύρους της Χώρας μας. Κεντρική επιδίωξή μας είναι μια κοινωνία στην οποία η ανάπτυξη ταυτίζεται με τη δημιουργία. Η κοινωνική αλληλεγγύη και προστασία αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της ανάπτυξης. Μια σύγχρονη, δίκαιη και έντιμη κοινωνία, στην οποία το δικαίωμα της επιλογής του ατόμου κατοχυρώνεται για να διευρύνεται έτσι η ελευθερία του. γιατί η ελευθερία για μας αποτελεί το υπέρτατο αγαθό”. Κατά την εξειδίκευση των κατευθυντήριων γραμμών της πολιτικής της νέας κυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προχώρησε στην αναλυτική παρουσίαση του προγράμματός του.

Συγκεκριμένα, προσδιόρισε τους βασικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησής του, οι οποίοι ήταν:
1. Η προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και η κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας.
2. Η αποκατάσταση του κύρους της Χώρας.
3. Η εξασφάλιση διεθνών ερεισμάτων και υποστηρίξεως για την έξοδο από την οικονομική κρίση.
4. Η ενεργός συμπαράσταση στους αδελφούς μας Κυπρίους για την εξεύρεση δίκαιας και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού προβλήματος και
5. Η ανάληψη διεθνών πρωτοβουλιών, μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, για την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ανετράπη τον Σεπτέμβριο του 1993 με πρωτοβουλία του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος επικαλέστηκε τους “κινδύνους από την πιθανολογούμενη συμφωνία για την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ”. Στις 30 Ιουνίου 1993, ο Αντώνης Σαμαράς ίδρυσε πολιτικό σχήμα με την ονομασία «Πολιτική Άνοιξη» και το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους προέτρεψε τους προσκείμενους σε αυτόν βουλευτές της ΝΔ να ανεξαρτητοποιηθούν, προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με την άρση της εμπιστοσύνης των βουλευτών Ηλείας, Στέφανου Β. Στεφανόπουλου και Κιλκίς, Γιώργου Σιμπιλίδη.

Σύμφωνα πάντως με τον ίδιον τον κ. Μητσοτάκη η κυβέρνηση της Ν. Δ. ανετράπη διότι αρνήθηκε να δώσει τις ψηφιακές παροχές στην κοινοπραξία Siemens – Intracom. Μετά τις πρόωρες εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και την ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος. Στις 3 Νοεμβρίου του 1993 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.

Στην ανατροπή της κυβέρνησης διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο επίσης, τα οικονομικά συμφέροντα, στα οποία ο Μητσοτάκης έδωσε την ονομασία “διαπλεκόμενα συμφέροντα”. Συγκεκριμένα, μετά την απώλεια της δεδηλωμένης των 151 βουλευτών, που επήλθε με την αποχώρηση από την ΚΟ της ΝΔ του βουλευτή Κιλκίς, Γιώργου Συμπιλίδη, στις 9 Σεπτεμβρίου 1993, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επισκέφτηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, στον οποίο εισηγήθηκε τη διάλυση της Βουλής και την άμεση διενέργεια εκλογών, πράγμα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποδέχτηκε. Μετά τη συνάντηση, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δήλωσε: “Επισκέφθηκα σήμερα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και του ζήτησα με ομόφωνο πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, βάσει του άρθρου 41 του Συντάγματος, τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απεδέχθη την εισήγηση μου. Αυτός θα ορίσει την ημερομηνία των εκλογών. Η κυβέρνηση ζητά την ανανέωση της λαϊκής εντολής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα μεγάλα εθνικά μας θέματα, εθνικά και οικονομικά, που έχουμε μπροστά μας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει στο δύσκολο δρόμο της μέσα σε ένα κλίμα άθλιας συναλλαγής και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου. Την Ελλάδα την κυβερνά ο λαός και όχι τα παρασκήνια και τα σκοτεινά συμφέροντα. Ήρθε η ώρα να μιλήσει ο λαός”.

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις 10 Σεπτεμβρίου 1993, υπέγραψε το διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής και της προκηρύξεως εκλογών για την 10η Οκτωβρίου 1993. Κατά την τριετία 1990-1993 η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά την οριακή της πλειοψηφία και την στείρα άρνηση και τον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τις έντονες αντιδράσεις των εκπροσώπων του συνδικαλιστικού κινήματος και των διαπλεκόμενων οικονομικών συμφερόντων, επετεύχθησαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που συνέβαλλαν καθοριστικά στην εξυγίανση και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον πολυνόμο 1892/90 (που ψήφισε τον Ιούλιο του 1990) ξεκίνησε την εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής της πολιτικής, εισάγοντας πραγματικά πρωτοποριακές για τα ελληνικά δεδομένα μεταρρυθμίσεις οι οποίες έθεσαν τα θεμέλια της ανασυγκρότησης της χώρας.

Η αποχώρηση από την βουλή
Στις 11 Ιανουαρίου 1994 η νέα κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ προτείνει την σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την πώληση της ΑΓΕΤ, η οποία εξελίσσεται σε προανακριτική. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους παραπέμπονται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος και Ιωάννης Παλαιοκρασσάς. Στις 12 Ιανουαρίου 1994 συστήνεται, έπειτα από πρόταση του ΠΑΣΟΚ, προανακριτική για τις τηλεφωνικές υποκλοπές με κατηγορούμενους τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Ντόρα Μπακογιάννη, οι οποίοι τελικώς παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Τον Ιανουάριο του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου ζήτησε την αναστολή των διώξεων για τα πολιτικά πρόσωπα, γεγονός που επέφερε την έντονη αντίδραση του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδη Έβερτ καθώς κύριος κατηγορούμενος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Τελικώς η βουλή, με μυστική ψηφοφορία, ψήφισε κατά της παραπομπής πολιτικών προσώπων. Κατά τον Μητσοτάκη η κίνηση αυτή έγινε γιατί η κυβέρνηση Παπανδρέου φοβήθηκε την έκβαση στο Ειδικό Δικαστήριο.

Κατά την παραμονή στην ηγεσία της ΝΔ του Μιλτιάδη Έβερτ συγκρούστηκε έντονα μαζί του. Στην αναμέτρηση για την προεδρία του Κόμματος το 1997 στήριξε την υποψηφιότητα του Γεωργίου Σουφλιά, ο οποίος όμως απέτυχε να εκλεγεί. Παράλληλα εκλεγόταν βουλευτής στο κοινοβούλιο μέχρι το 2004 οπότε και με ομιλία του στην κοινοβουλευτική επιτροπή της ΝΔ ανακοίνωσε την απόφασή του να μην είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές, ο γιος του Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να κατέλθει στις βουλευτικές εκλογές στην θέση του πατέρα του.
Από τότε παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή με δηλώσεις και συνεντεύξεις του. Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές του 2009, η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος χωρίς όμως επιτυχία.

Οι σχέσεις με τους Παπανδρέου

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Γιώργος Παπανδρέου, δύο μεγάλοι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι που μονοπώλησαν μεγάλο κομμάτι της μεταπολίτευσης. Πρέσβευαν και ακολούθησαν τελείως αντίθετες ιδεολογίες, πολιτικές και αξίες, κυβέρνησαν δυσανάλογα διαστήματα και θα μείνουν στην ιστορία ως οι μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι.

Η αντιπαλότητά τους ξεκίνησε όταν το 1961, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη βουλευτής με το νεοσύστατο κόμμα της «Ένωσης Κέντρου» που είχε ιδρύσει ο Γεώργιος Παπανδρέου και συμμετείχε στον «Ανένδοτο αγώνα» κατά της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Το 1964, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πρωταγωνίστησε στις ενδοκομματικές διενέξεις που συγκλόνισαν την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου έτους ήρθε σε ρήξη με τον συνάδελφό του αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία οξύνθηκε με την αμφιλεγόμενη αποκάλυψη μυστικής οργάνωσης στο στρατό (υπόθεση «Ασπίδα») και είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή απομάκρυνση από την κυβέρνηση, του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, τα οποία έχουν τον γενικό χαρακτηρισμό Ιουλιανά ή Αποστασία και αναφέρονται στις αιτίες παραίτησης της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965.

Τον Ιούλιο του 1965 o Kωνσταντίνος Μητσοτάκης διαφώνησε με το Γεώργιο Παπανδρέου για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στις σχέσεις πρωθυπουργού – βασιλιά («Ιουλιανά») και πρωταγωνίστησε στο σχηματισμό των βασιλικών κυβερνήσεων 1965 – 1966 (κυβερνήσεις της Αποστασίας). Στις κυβερνήσεις του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα (15 Ιουλίου – 20 Αυγούστου 1965) και Στέφανου Στεφανόπουλου (17 Σεπτεμβρίου 1965 – 22 Δεκεμβρίου 1966) συμμετείχε ως Υπουργός Συντονισμού.

Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η περίοδος των «Ιουλιανών» θα αποτελέσει μόνιμη πηγή επιθέσεων από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν θέλησε να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά αντίθετα προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να τον αποτρέψει από τη σύγκρουση με τον βασιλιά και την παραίτηση.

Σε συνέντευξή του το 2001 ο Κ. Μητσοτάκης σχολίασε για την κίνηση της «Αποστασίας» από την Ενωση Κέντρου:
«Έχω μετανιώσει, γιατί θα μπορούσα εκείνη την ώρα να δείξω λιγότερη ευαισθησία απέναντι των εξελίξεων και αντί να πάω να ορκιστώ, να πάω στο Καστρί και να κοιτάξω να συμφιλιώσω και πάλι τον Βασιλέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ίσως μπροστά στο φάσμα του απειλουμένου εμφυλίου πολέμου να ήσαν σοβαρότεροι και οι δύο.
Διότι και η μια μεριά και η άλλη είχε άδικο.

Κατά τη δική μου αντίληψη και το είχα πει τότε εις τον Γέρο, ότι επιτέλους ο Κωνσταντίνος, ο τότε Βασιλεύς ήτο νέος, άπειρος, υφίστατο και κακές επιρροές, σίγουρα υφίστατο κακές επιρροές γύρω του, δεν αναφέρομαι κατ’ ανάγκη στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία κι αυτή είχε ορισμένες φορές ακραίες θέσεις, είχε πολλά προσόντα, αλλά είχε και αδυναμίες που οφείλονται ίσως στην καταγωγή της και στην ψυχολογία την οικογενειακή, αλλά αναφέρομαι και σε πολλούς άλλους, είχε αδυναμίες, είχε ο Βασιλεύς άδικο.

Αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας ώριμος πολιτικός, ο οποίος θα έπρεπε εκείνη την ώρα να δείξει περισσότερη λογική και να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν μια μικρή υποχώρηση. Σας είπα, ότι αναγκάστηκε στη συνέχεια να κάνει πολύ μεγαλύτερη για να αποφύγει.»

Το 2013 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έδωσε συνέντευξη στον Χρίστο Βασιλόπουλο και ισχυρίστηκε ότι δε φοβήθηκε την πολιτική δύναμη του Παπανδρέου καθώς θεωρούσε τον εαυτό του σίγουρο διάδοχο του «γέρου»….

 

Τιμητικές Διακρίσεις

Από το 1993 φέρει τον τίτλο του επίτιμου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας ενώ το 1986 τιμήθηκε από το Βρετανικό κοινοβούλιο για την αντιστασιακή του δράση. Τον Νοέμβριο του 1998 ίδρυσε την μη κερδοσκοπική εταιρεία «Ιστορικό Αρχείο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη», η νομική συνέχεια της οποίας είναι το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το οποίο συστάθηκε με προεδρικό διάταγμα τον Απρίλιο του 2001. Στις 31 Οκτωβρίου 2005 ιδρύθηκε η έδρα ελληνικών σπουδών «Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης» στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των Η.Π.Α με πρωτοβουλία της οικογένειας ομογενών Τσακοπούλου – Κουναλάκη, η οποία δώρισε για τον σκοπό αυτό δύο εκατομμύρια δολάρια.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με το κύρος και τη μεγάλη εμπειρία του, συνέχιζε την προσφορά του στον τόπο παρεμβαίνοντας στα πολιτικά δρώμενα, όποτε το έκρινε αναγκαίο. Επίσης είχε πάρει μέρος σε συνεδρίαση της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ (1993), ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης, ιδρυτικό μέλος του εθνικού ιδρύματος ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και είχε τιμηθεί με τον Μεγαλοσταυρό των Κομνηνών Αυτοκρατόρων Τραπεζούντας από το ίδρυμα Παναγία Σουμελά και με το Βενιζέλειο βραβείο από την Παγκρητική Ένωση Αμερικής.

Στον Πρόεδρο κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη απενεμήθη το Μάιο του 2016 η ύψιστη τιμητική διάκριση του Αλεξάνδρειου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης, το μετάλλιο Α΄ Τάξεως «ΧΡΥΣΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ», η οποία απονέμεται σε άτομα υψηλού διεθνούς κύρους που διακρίθηκαν για το ξεχωριστό έργο τους και την ιδιαίτερη συνεισφορά τους στην προαγωγή και προώθηση των Κοινωνικών και Εθνικών θεμάτων σε διεθνές επίπεδο, σε αναγνώριση της πολυσχιδούς παρουσίας του καθώς και του πολυτίμου και σημαντικού έργου του για τη χώρα.

Είπαν για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη
Ο εγγονός Κώστας Μπακογιάννης, περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας, για τον Κώστα Μητσοτάκη που έβλεπε το Μνημόνιο να έρχεται: «Δεν τον νοιάζει να είναι αρεστός, δεν το έχει συναισθηματικά ανάγκη… Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα του 2006-07. Βγαίνει αυτός ο ψηλός τύπος στην τηλεόραση και λέει: “Να σας ευχηθώ χρόνια πολλά και να σας πω ότι η οικονομία θα καταστραφεί!”. Του λέγαμε “Βρε παππού, χρειαζόταν τώρα αυτό χριστουγεννιάτικα;”. “Μα εγώ αυτό βλέπω, τα νούμερα δεν βγαίνουν”. Και αυτό ήταν ενδεχομένως πολιτικά μια αδυναμία του, θεωρούσε το θέμα της εικόνας “έλασσον” και δεν ασχολήθηκε».

Με ανάρτηση στο blog της Κίνησης Ενεργών Πολιτών, ο Μανώλης Γλέζος απαντά στα σχόλια που υπήρξαν μετά την επίσκεψή του στο σπίτι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, «Από την “παρέα” που κρατήθηκε στις φυλακές Πικερμίου, τις ημέρες της Χούντας, μετά και τον θάνατο του Λεωνίδα Κύρκου, είχαμε μείνει εμείς οι δυο. Θεώρησα σωστό και πιστεύω ότι είχα υποχρέωση, να αποχαιρετήσω τον Κώστα Μητσοτάκη, ιδιωτικά με την επίσκεψη μου στο σπίτι της οικογένειάς του».

Ο κ. Νίκος Γκατζογιάννης, συγγραφέας, δημοσιογράφος και στενός φίλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη επί 48 χρόνια έγραψε: «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προέβλεψε την επερχόμενη οικονομική καταστροφή νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλον ξέρω. «Η οικονομία μας δεν θα επιβιώσει με αυτόν τον ρυθμό δανεισμού», μου είπε το 1997. «Η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη». Ωστόσο, λυπήθηκε βαθιά όταν η προφητεία του επαληθεύθηκε. «Η χειρότερη τραγωδία μας από την εποχή του Εμφυλίου», μου είπε την τελευταία φορά που τον είδα. Αλλά ήταν αισιόδοξος για το μέλλον, ίσως επειδή ήταν πολύ πιθανό ο γιος του να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωσή του. «Οι Έλληνες ξέρουν να επιβιώσουν», πρόσθεσε. «Θα το ξεπεράσουμε και αυτό».

Πέθανε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε ηλικία 99 ετών

Όσα προφήτευσε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για την κρίση

Δήλωση του Τέρενς Κουίκ για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη: «Έφυγε ο τελευταίος μιας μεγάλης γενιάς πολιτικών»

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που γνώρισα

Μανούσος Γρυλλάκης: O άνρωπος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Με τιμές εν ενεργεία Πρωθυπουργού η κηδεία του

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Τέλος εποχής

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Η τελευταία του μεγάλη μάχη

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Ο αγώνας για την εξυγίανση της οικονομίας και τα συμφέροντα που τον χτύπησαν

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΖΩΗΣ…ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΣΣΙΑ {ΜΕΡΟΣ Α}

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Γιάννης Βούλτεψης

Το παράδειγμα αξιοπρέπειας της οικογένειας Μητσοτάκη

Ξέσπασε σε κλάματα ο τέως για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (φωτογραφίες-βίντεο)

Τα λάθη στο Κυπριακό και ο δικαιωθείς Μητσοτάκης

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΖΩΗΣ…ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΣΣΙΑ {ΜΕΡΟΣ Β}

Η εκ βαθέων συνέντευξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που θα συζητηθεί

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Το ύστατο χαίρε στον πρώην πρωθυπουργό

Για πάντα στην Κρήτη-Το τελευταίο αντίο στον Κυριάκο Μητσοτάκη στο νεκροταφείο του Αργουλιδέ

Το μόνο ουσιώδες μήνυμα του θανάτου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: ένας ηγέτης που αποπνέει σεβασμό ακόμα και στους επικριτές

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Ο διορατικος πολιτικός

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: ένας πραγματικός πατριώτης

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης-Βικιπαίδεια

Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που ενσάρκωσε την πολιτική ιστορία της Ελλάδας

Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

Οι πολλές ζωές του Κώστα Μητσοτάκη

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Η μεγάλη αδυναμία της Μεταπολίτευσης

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Οι κυριότεροι σταθμοί της ζωής του

Σαν σήμερα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης 1918 – 2017

Κ. Μητσοτάκης για Ανδρέα Παπανδρέου: «Εγώ δεν είχα αντίπαλο τον Αντρέα. Εγώ ήμουν απόλυτα κυρίαρχος μετά τον Παπανδρέου και σίγουρος διάδοχος» (βίντεο)…

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Η γνωριμία, ο γάμος και η οικογένεια με τη Μαρίκα [εικόνες] | iefimerida.gr

Μαρίκα και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης… ένα lovestory που άφησε εποχή!

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Προσηλωμένος στο εθνικό συμφέρον

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Ανδρέας: Οι αιώνιοι αντίπαλοι -Μια άλλη ματιά στην εποχή του μνημονίου [εικόνες] 

Κ. Μητσοτάκης: Ο τελευταίος της γενιάς των «μεγάλων» της πολιτικής ζωής

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Διορατικός ηγέτης, που εκτιμήθηκε αργά

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Η ζωή και η πολιτική σταδιοδρομία του πρώην πρωθυπουργού σε φωτογραφίες

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ