Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΙστορία - ΜνήμεςΕμμανουήλ Παπάς και 1821: Ένας άγνωστος μεγάλος ήρωας

Εμμανουήλ Παπάς και 1821: Ένας άγνωστος μεγάλος ήρωας

- Advertisement -

Διαβάστε το πρώτο μέρος της ιστορικής μελέτης του Σωκράτη Σίσκου για τον οπλαρχηγό που θυσίασε τα πάντα για την Πατρίδα

Άρθρο του Σωκράτη B. Σίσκου

ΜΕΡΟΣ Α’

Σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στη «ΝΕΑ ΠΡΩΙΝΗ» της 17 Αυγούστου 2017 με τίτλο: «Διχόνοια: Η διαχρονική ασθένεια του Ελληνισμού» είχα, χωρίς πολλά σχόλια και επεξηγήσεις, αναφερθεί σε κάποιον άγνωστο στους περισσότερους Έλληνες Εμμανουήλ Παπά. Αυτός ο «άγνωστος», όμως, υπήρξε ο αρχιστράτηγος των μακεδονικών επαναστατικών δυνάμεων του 1821 και το ήθος του, ο αξιοθαύμαστος πατριωτισμός του, η διάθεση της τεράστιας περιουσίας του στο μεγάλο αγώνα του γένους, η εντιμότητά του, η βαθιά πίστη του στην Ορθοδοξία και οι θυσίες της πολυμελούς οικογένειάς του (τρεις γιοι του σκοτώθηκαν πολεμώντας στη Νότια Ελλάδα), δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά στον φιλομαθή αναγνώστη. Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο μεγάλος ήρωας της νεότερης ελληνικής ιστορίας να παραμείνει στην αφάνεια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους; Γιατί ως τις μέρες μας αναδείχτηκαν με αφάνταστες δυσχέρειες ελάχιστα ίχνη από το μεγάλο πατριωτικό έργο του κι’ αυτά μόνο από τους πολιτιστικούς συλλόγους του χωριού του, με ελάχιστες εξαιρέσεις λίγων ιστορικών (Ι. Βασδραβέλλης, Ι. Μαμαλάκης, Β. Παπαστεφάνου κλπ) και κυρίως του καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Απόστολου Βακαλόπουλου! Όπως ομολόγησε ο καθηγητής, όταν έγραφε το βιβλίο του «Εμμανουήλ Παπάς, αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας» που κυκλοφόρησε το 1981 από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του όταν, μέσα από τους φακέλους των αρχείων της οικογένειας Παπά, ανακάλυψε μια από τις εντιμότερες, ηρωικότερες και τραγικότερες μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αυτός ο ήρωας πέθανε και έμεινε στην αφάνεια γιατί, πιστός στα προεπαναστατικά οράματα και στους πατριωτικούς οραματισμούς των Φιλικών που οργάνωσαν την Επανάσταση, αγνοούσε εντελώς τις δολοπλοκίες και τις ραδιουργίες των φατριών που εξυφαίνονταν στο Νότο για την αρπαγή της εξουσίας. Αυτές που τελικά οδήγησαν στους εμφύλιους πολέμους και στην, σχεδόν, ολοκληρωτική ερήμωση της χώρας από τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις και τις σφαγές των Τουρκοαιγυπτίων του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Πριν όμως ασχοληθούμε με τα θανάσιμα αυτά παιχνίδια εξουσίας των αρχομανών και τις απρόβλεπτες και ατυχείς συγκυρίες που οδήγησαν στην αποτυχία της αιματοβαμμένης επανάστασης στη Μακεδονία, θα ήταν ίσως χρήσιμο να ασχοληθούμε περιληπτικά με την προσωπικότητα και την προσφορά του ήρωα και τις θυσίες της οικογένειάς του, αλλά και με τις γενικότερες οργανωτικές προεπαναστατικές διεργασίες.

- Advertisement -

Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1772 στη Δοβίστα της επαρχίας των Σερρών, ένα χωριό που ιδρύθηκε (ίσως ως τιμάριο βυζαντινού αξιωματούχου) και κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες χριστιανούς, όπως μας πληροφορούν ένα τουρκικό κατάστιχο απογραφής του 1455 (δυο χρόνια μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς) και αργότερα, στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, ο τούρκος συγγραφέας και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή. Γιος και αδελφός ιερέων διαπνεόταν από βαθιά θρησκευτική πίστη. Από έφηβος ασχολήθηκε με το εμπόριο και τις τραπεζικές συναλλαγές στις Σέρρες αλλά και στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και απόκτησε τεράστια περιουσία και ένα υποκατάστημα στη Βιέννη. Μεταγενέστερα, όταν κυνηγημένος από τον πασά των Σερρών κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ανέπτυξε και εκεί τις εμποροοικονομικές του δραστηριότητες με την ίδρυση και άλλου υποκαταστήματος.

Συνδεόταν φιλικά με το μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο και τους Δυτικομακεδόνες εμπόρους Γιάννη Φαρμάκη και Κ. Κασομούλη που, κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά, μετοίκησαν με τις οικογένειές τους στις Σέρρες και αναμείχθηκαν έντονα στις προεπαναστατικές τοπικές διεργασίες για την οργάνωση της Επανάστασης. Θα πρέπει επίσης να γνώριζε προσωπικά τον μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ που τότε μόναζε στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου, διότι ο Ε. Παπάς είχε εκεί εξοχική κατοικία που αποτέλεσε αργότερα μυστικό κέντρο συγκέντρωσης επαναστατών και προσωρινή αποθήκη όπλων και πυρομαχικών. Γι’ αυτή τη φιλική και ενδεχομένως οικογενειακή σχέση υπάρχουν σχετικές πληροφορίες στο τευχίδιο που κυκλοφόρησε το 1914 ο σερραίος εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ευάγγελος Στράτης, αλλά επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως ο Αναστάσιος, ο δευτερότοκος γιος του ήρωα, ο οποίος υπήρξε στο νεοελληνικό κράτος δικαστής στην Πάτρα, είχε παντρευτεί μια ανεψιά του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, προσπαθώντας να σωθεί από τη δολοφονία που οργάνωνε ο πασάς των Σερρών Γιουσούφ για να αποφύγει την πληρωμή του τεράστιου ποσού που δανείστηκε, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί μυήθηκε και εντάχθηκε στα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Βασίλειος Παπαστεφάνου στο έργο του «Ο Εμμανουήλ Παπάς και η επανάστασις εν Χαλκιδική κατά το 1821» (σελ. 59), γράφει για τις μεγαλειώδεις και γεμάτες πατριωτική έξαρση στιγμές της ορκωμοσίας του στη Φιλική Εταιρεία: «Κατά την μύησίν του ο Εμμ. Παπάς τόσον συνεκινήθη, ώστε δάκρυα ήρχισαν να τρέχουν εκ των οφθαλμών του και να καλύπτουν τας παρειάς του».

Με εντολή του τότε «Γενικού Επίτροπου της Αρχής», του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ορίστηκε αρχιταμίας της «Κάσας» του αγώνα, στην οποία συγκεντρώνονταν οι μυστικές εισφορές των μελών για την αγορά όπλων και πυρομαχικών. Όταν τον Οκτώβριο του 1820 καθορίστηκε, σε μυστική σύσκεψη των αξιωματούχων της Φιλικής Εταιρείας στο Ισμαήλ της Βεσσαραβίας (με το «Σχέδιον Γενικόν»), ως κέντρο της εξέγερσης η Πελοπόννησος (Μάνη), ο Ε. Παπάς ορίστηκε πολιτικός υπεύθυνος και οργανωτής της επανάστασης στη Μακεδονία, με στρατιωτικό ηγέτη τον εμπειροπόλεμο Γιάννη Φαρμάκη. Στη Νότια Ελλάδα θα ξεσήκωναν το λαό ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και ο υδραίος πλοίαρχος Αντώνης Οικονόμου, ενώ δεκάδες άλλα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, όπως η Μπουμπουλίνα (η μόνη γυναίκα/μέλος) και ο έφορος της τριμελούς επιτροπής στις Σπέτσες Γιωργής Πάνου, ο Λυκούργος Λογοθέτης στη Σάμο, ο Αποστόλης Νικολής στα Ψαρά κ.ά. είχαν ενημερωθεί για την ημερομηνία έναρξης του αγώνα.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν ανέτρεψαν όσα είχαν συμφωνηθεί στο Ισμαήλ (πόλη στα σύνορα Ουκρανίας και Ρουμανίας) αλλά και μετέπειτα στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας (σημερινό Κισινιέφ της Μολδαβίας) για έναρξη της επανάστασης στις 25 Μαρτίου του 1821, όπως προκύπτει από κωδικοποιημένο μήνυμα της 16 Φεβρουαρίου προς το ανώτατο στέλεχος και ουσιαστικό εμπνευστή ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθο. Αυτές οι ανατροπές και κυρίως οι ασταθείς συμμαχίες που προβλέπονταν στο Γενικό Σχέδιο για την ταυτόχρονη εξέγερση των Σέρβων του αναξιόπιστου Μίλος Ομπρένοβιτς (ο οποίος δολοφόνησε το 1817 τον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία ηγέτη Καραγιώργη Πέτροβιτς) και των Ρουμάνων του Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, διαφοροποίησαν όλα τα προσυμφωνημένα προεπαναστατικά δεδομένα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα έγκαιρης ενημέρωσης των στελεχών της Φιλικής Εταιρείας, τα οποία έλαβαν συγκεκριμένες εντολές για τον τρόπο και την ημερομηνία έναρξης των εχθροπραξιών.

Όταν ο Εμμανουήλ Παπάς έφθασε από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιον Όρος και ήταν προετοιμασμένος για να κηρύξει την επανάσταση των Μακεδόνων στις 25 Μαρτίου, περίμενε μάταια το Γιάννη Φαρμάκη ο οποίος θα αναλάμβανε την ευθύνη της οργάνωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο μακεδόνας αρχιστράτηγος δεν είχε καμιά πληροφορία ούτε για την καταστροφή των επαναστατών στο Δραγατσάνι αλλά ούτε και για τον μετά την καταστροφή εγκλωβισμό του Φαρμάκη και του Γιωργάκη Ολύμπιου στη Βλαχία. Ως γνωστόν, οι Τούρκοι εξουδετέρωσαν αργότερα τα «δυο αυτά λεοντάρια της επανάστασης», το Σεπτέμβρη του 1821, στη Μονή Σέκκου της Μολδαβίας. Φυσικά, ούτε είχε πληροφορηθεί πως ο δευτερότοκος γιος του Αναστασάκης (όπως τον αποκαλούσε) που διεύθυνε το υποκατάστημα της Βιέννης, είχε ορίσει αντικαταστάτη του το μικρότερο αδελφό του Νικολάκη και με το λογιστή του και μια άλλη δωδεκαμελή ομάδα Ελλήνων της Αυστρίας θα αναχωρούσε για τη Μολδοβλαχία, με σκοπό να ενταχθεί στις επαναστατικές μονάδες του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο πατέρας του βρισκόταν τότε με απόλυτη μυστικότητα στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμα πληροφορηθεί την άφιξή του. Γι’ αυτό κάθε επικοινωνία με μέλη της οικογένειάς του ήταν υπερβολικά δυσχερής. Όμως ο Αναστάσιος προσπάθησε να ενημερώσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Αθανάσιο, που διεύθυνε τις οικογενειακές επιχειρήσεις στις Σέρρες, με μια συγκλονιστική, από πλευράς άδολης πατριωτικής έξαρσης, επιστολή με ημερομηνία 18 Απριλίου 1821. Η επιστολή αυτή δεν έφθασε ποτέ στον παραλήπτη της διότι κατασχέθηκε από την αυστριακή αστυνομία. Φαίνεται πως ο καθηγητής Α. Βακαλόπουλος βρήκε το αντίγραφό της στο αρχείο της οικογένειας, που οι γιοι του Ε. Παπά το είχαν παραδώσει για φύλαξη σε έμπιστους μοναχούς της Ύδρας.

- Advertisement -

Ο Ε. Παπάς αντιλαμβανόταν πως κάτι σοβαρό συνέβαινε και δεν υλοποιούνταν όσα είχαν συμφωνηθεί για την έναρξη του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία, αλλά και δεν είχε καμιά νέα οδηγία ή έγκυρη πληροφορία για το νέο τρόπο που θα έπρεπε να δράσει. Μάταια περίμενε το Γιάννη Φαρμάκη ο οποίος, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, θα συντόνιζε τις μονάδες των επαναστατών από τον Όλυμπο και τη Δυτική Μακεδονία με αυτές της Ανατολικής Μακεδονίας, για την ταυτόχρονη εξέγερση, μετά την επαναστατική διακήρυξη και την επίσημη έναρξη του αγώνα από το Άγιον Όρος. Από τις 23 Μαρτίου που έφθασε στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και ως το Μάη του 1821, το μυστικό της άφιξής του είχε πλέον διαρρεύσει και επικρατούσε μια ανησυχία και ένας αναβρασμός στο λαό της Χαλκιδικής. Τα γεγονότα εξελίσσονταν γρήγορά και κάπως ανεξέλεγκτα. Κάποια αιματηρά γεγονότα στον Πολύγυρο κατέστησαν την έναρξη της επανάστασης αναπόφευκτη, αλλά χωρίς την ύπαρξη της προσχεδιασμένης πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης για γενικό ξεσηκωμό όλης της Μακεδονίας.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν στη Μολδοβλαχία αλλά και αυτά που ακολούθησαν στην Ύδρα και στην Πελοπόννησο και ανέτρεψαν όλους τους σχεδιασμούς εξαιτίας των προσωπικών φιλοδοξιών και των ασυμβίβαστων ταξικών και συμφεροντολογικών αντιθέσεων των ηγετών του επαναστατικού αγώνα, οδήγησαν τη χώρα, στην πιο κρίσιμη στιγμή της εξέγερσης, σε μια περιδίνηση αλληλοεξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων με την αγριότητα εμφυλίων πολέμων που ήταν περισσότερο καταστροφικοί από τον πόλεμο με τον πραγματικό εχθρό. Ο αγώνας που σχεδιάστηκε στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες με πνεύμα αδελφοσύνης και ομόνοιας κατέληξε, ελάχιστους μήνες μετά την έναρξή του, σε έναν ανελέητο πόλεμο φατριών. Αξίζει να παρακολουθήσουμε από την αρχή τις εξελίξεις, για να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους της αποτυχίας της επανάστασης στη Μακεδονία και του προσωπικού δράματος του Εμμανουήλ Παπά ο οποίος, στον Αρμαγεδδώνα του αιματηρού διχασμού και των δολοπλοκιών στις εμφύλιες συγκρούσεις στις οποίες δεν συμμετείχε, έχασε τα πάντα εξαιτίας της άδολης και υπέρμετρης αγάπης του για την Ελλάδα.

Τα τοπικά στελέχη (οι έφοροι) της Φιλικής Εταιρείας που είχαν λάβει εντολές για να δράσουν επαναστατικά στις 25 Μαρτίου, είχαν ενημερωθεί πως την ίδια μέρα θα βρισκόταν στη Μάνη και ο Γενικός Έφορος της Ανώτατης Αρχής. ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Μάλιστα, ορισμένοι από το περιβάλλον του Παπαφλέσσα διέδιδαν πως ο τσάρος θα ενίσχυε τον αγώνα με εκατομμύρια ρούβλια ή πως θα συνόδευαν τον Υψηλάντη και κάποιες χιλιάδες ρώσοι στρατιώτες, οι οποίοι θα ενώνονταν με τις δυνάμεις των επαναστατών για να ελευθερώσουν σε ελάχιστο χρόνο το Μοριά. Οι περισσότερες από τις φήμες αυτές ήταν ανυπόστατες. Η πολιτική και οικονομική συνδρομή της Ρωσίας τα προηγούμενα χρόνια, έδινε την ελπίδα στους επαναστατημένους Έλληνες πως «το ομόδοξο ξανθό γένος» θα επενέβαινε δυναμικά για στηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά τους Έλληνες, με σκοπό την επιτυχία του επαναστατικού στόχου. Άλλωστε, ο αναμφισβήτητος ως τότε φιλελληνισμός του τσάρου Αλέξανδρου και η εμπιστοσύνη του στον υπουργό του των εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια, ήταν τα εχέγγυα αυτής της ελπίδας, παρά το γεγονός πως ο Καποδίστριας είχε δικαιολογημένες επιφυλάξεις εξαιτίας του αντιεπαναστατικού και αντιδημοκρατικού κλίματος που κυριαρχούσε στα ευρωπαϊκά κράτη μετά την ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Το γεγονός επίσης πως, ο αρχηγός των ρωσικών μονάδων εμπροσθοφυλακής στη Βεσσαραβία οι οποίες στάθμευαν στα ρωσοτουρκικά σύνορα, ήταν ο φιλέλληνας και στενός φίλος του Υψηλάντη στρατηγός Μιχαήλ Ορλώφ, ήταν ένα ακόμα πρόσθετο στοιχείο για τη διαφαινόμενη δυναμική εμπλοκή της Ρωσίας στις επικείμενες συγκρούσεις. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων στο εργο του «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» (εκδ. 1859), ο στρατηγός Ορλώφ προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει στην εισβολή ελλήνων επαναστατών από την περιοχή δικαιοδοσίας του, ώστε από τον ποταμό Προύθο να εισβάλλουν στην Ηγεμονία της Βλαχίας. Είχε κι αυτός εξαπατηθεί από το φιλελληνικό κλίμα που αρχικά εκδηλώθηκε στην ανώτατη ρωσική ηγεσία. Λίγο πριν και μετά το συνέδριο του Λάιμπαχ (της σημερινής κροατικής Λιουμπλιάνας), έγινε φανερή η μεταστροφή της ρωσικής πολιτικής. Τότε ανακλήθηκε εσπευσμένα ο Ορλώφ στη Μόσχα από το ρωσικό γενικό επιτελείο και του αφαιρέθηκε η διοίκηση της εμπροσθοφυλακής από τον αρχηγό του επιτελείου, το στρατηγό Κισιλέφ.

Αυτές οι εξελίξεις και το γεγονός πως το μυστικό της επανάστασης είχε ήδη διαρρεύσει και οι Τούρκοι γνώριζαν ενδεχομένως, από τον προδότη Φιλικό Ασημάκη Θεοδώρου και κάποιες λεπτομέρειες του «γενικού σχεδίου» που καταρτίστηκε στο Ισμαήλ, ήταν ο ένας από τους σοβαρούς λόγους της επιτάχυνσης του χρόνου έναρξης της επανάστασης. Στις 16 Φεβρουαρίου 1821, το επιτελείο του Υψηλάντη στο Κισνόβιο έλαβε την απόφαση άμεσης έναρξης του επαναστατικού αγώνα στη Μολδοβλαχία, ανατρέποντας την αρχική απόφαση για έναρξής του στο Μοριά στις 25 Μαρτίου. Ο καθηγητής Ι. Βασδραβέλλης, στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών έργο του «Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση του 1821», που εκδόθηκε από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1967, γράφει:

«Κατά τας παραμονάς του αγώνος και εις την πατρικήν οικίαν του Υψηλάντη, εις το αγρόκτημα της Κοσνίτσας, εγένετο η τελευταία σύσκεψις, όπου και συνετάχθη η προκήρυξις την οποίαν απηύθυνεν ο γενικός Αρχηγός όταν διέβη τον Προύθον και εισέβαλεν εις τας Ηγεμονίας. Ήσαν παρόντες εκεί οι τέσσερες αδελφοί Υψηλάνται, Αλέξανδρος, Νικόλαος, Δημήτριος και Γεώργιος και έναντι αυτών ο Λασσάνης και ο Τυπάλδος. Ο Τυπάλδος έγραφεν, ο Λασσάνης εσκέπτετο και υπαγόρευεν. Ευρίσκοντο εις το τέλος της προκηρύξεως, η στιγμή ωμοίαζε με ιεροτελεστίαν, συγκινητική δε γαλήνη είχεν απλωθή. Ο Υψηλάντης εγείρεται και διατάσσει τον Λασσάνην να αναγνώση την προκήρυξιν. Ο Λασσάνης αναγνώσκει παλλόμενος από συγκίνησιν και δάκρυα χαράς πλημμυρίζουν τους οφθαλμούς του. Πόσα όνειρα και πόσες ελπίδες! Προσέρχεται η μητέρα των Υψηλαντών, η γηραιά αρχόντισσα, και προσφέρει εις τον αγώνα, με δάκρυα χαράς εις τους οφθαλμούς, ολόκληρον το κτήμα της Κοσνίτσας αξίας δυο εκατομυρίων ρουβλίων».

Η συναισθηματική φόρτιση των πέντε μελών της οικογένειας Υψηλάντη και των υπόλοιπων παρισταμένων ήταν έκδηλη. Επικρατούσε μια συγκινησιακή έξαρση και ένας άδολος πατριωτισμός. Η προσφορά της μεγάλης αξίας πατρικής οικίας του Υψηλάντη στον αγώνα, επεξηγεί κατά κάποιον τρόπο και τη μεγάλη οικονομική προσφορά του Εμμανουήλ Παπά (εκτός από την τεράστια θυσία αίματος της οικογένειας) για την επιτυχία της επανάστασης. Τότε, στην αρχή του αγώνα, κάποιοι Φιλικοί χάριζαν τις περιουσίες τους (κτήματα, μετρητά ή τα καράβια τους) για ν’ αγοραστούν όπλα και πυρομαχικά. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε πως κάποιοι άλλοι, από την αρχή του αγώνα, φρόντισαν να κερδοσκοπήσουν και να αυξήσουν τις περιουσίες του ενώ παράλληλα κατάστρωσαν σχέδια για την αρπαγή της επαναστατικής εξουσίας.

Τα ατυχή γεγονότα που ακολούθησαν μετά την είσοδο των επαναστατών στη Βλαχία από τον ποταμό Προύθο, ανέτρεψαν όλες τις ελπίδες για επιτυχία της επανάστασης στις Ηγεμονίες. Η αποκήρυξη της επανάστασης από τον τσάρο Αλέξανδρο, ο (με απειλές του σουλτάνου) αφορισμός του Υψηλάντη και των επαναστατών από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, η μεταστροφή του Θ. Βλαδιμηρέσκου (τον οποίον εκτέλεσε ως προδότη ο Γιωργάκης Ολύμπιος), η τυχοδιωκτική στάση του Μίλος Ομπρένοβιτς και κυρίως η καταστροφή στο Δραγατσάνι, μετέστρεψαν το προεπαναστατικό πνεύμα ενθουσιασμού των λαών στη Μολδοβλαχία και οδήγησαν στην αποτυχία του αγώνα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, παρά την ατυχή τροπή των γεγονότων, φαίνεται ότι εξακολουθούσε να ελπίζει πως στη νότια Ελλάδα υπήρχε ακόμα η ελπίδα για την επιτυχία του επαναστατικού αγώνα, σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια. Σκόπευε να φτάσει, μέσω Ιταλίας, στη Μάνη για να συναντήσει τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Ο Γιωργάκης Ολύμπιος με τους άνδρες του τον οδήγησαν ως τα τουρκοαυστριακά σύνορα, αλλά οι Αυστριακοί τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Μούγκατς της Ουγγαρίας. Στη θέση του έφτασε στην Ελλάδα ο αδελφός του Δημήτριος ως αρχηγός της Ανώτατης Αρχής. Οι τοπικοί άρχοντες (προεστοί), οι οποίοι πριν από την άφιξη του Υψηλάντη είχαν αντιρρήσεις για την έναρξη οποιωνδήποτε επαναστατικών εκδηλώσεων στην Πελοπόννησο και στην Ύδρα, τον αντιμετώπισαν με φανερή εχθρότητα. Ήδη, θεώρησαν ως εχθρικές ενέργειες τις επαναστατικές πρωτοβουλίες του Παπαφλέσσα και του Αντώνη Οικονόμου, για να ξεσηκώσουν τους Υδραίους και τους Πελοποννήσιους στην επικείμενη γενική εξέγερση του λαού. Θεώρησαν τις πράξεις τους ως «αναρχικές και αντιβαίνουσες στη νομιμότητα». Και τον μεν Αντώνη Οικονόμου κατόρθωσαν εύκολα να τον εξουδετερώσουν, ο Παπαφλέσσας όμως, παμπόνηρος και καχύποπτος, συνάντησε για πρώτη φορά τους τον Ιανουάριο 1821 στη Βοστίτσα (Αίγιο) τους προεστούς που συνωμοτούσαν για να τον φυλακίσουν ή για να τον δολοφονήσουν, συνοδευόμενος από την ισχυρή ένοπλη ομάδα του αδελφού του Νικήτα και άλλους σωματοφύλακες. Το κλίμα των αντιπαραθέσεων που δημιουργήθηκε πριν ακόμα πραγματοποιηθεί η έναρξη της επανάστασης, έγινε ιδιαίτερα εχθρικό όταν στις 19 Ιουνίου του 1821 έφτασε στο Άστρος της βορειοανατολικής Πελοποννήσου ο Δημήτριος Υψηλάντης. Τον επόμενο μήνα έφτασε από την Πίζα της Ιταλίας και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με την πολυπληθή συνοδεία του. Συναντήθηκε με τον Υψηλάντη στα Τρίκορφα της Αρκαδίας και του συμπεριφέρθηκε με ύπουλη εγκαρδιότητα και μια φαινομενικά έκδηλη πρόθεση να τον βοηθήσει για την επιτυχία του εθνοσωτήριου έργου του. Ο Υψηλάντης, χωρίς να υποψιάζεται ποιο φίδι ζέσταινε στον κόρφο του τον διόρισε, με επίσημο έγγραφο, «ως οργανιστήν της Στερεάς Ελλάδος» με έδρα το Μεσολόγγι. Δεν πέρασαν ούτε δυο μήνες και ο παντοδύναμος τώρα οργανωτής και κυρίαρχος της Στερεάς κατάγγειλε τον Υψηλάντη και όλους τους «ανεύθυνους και μασόνους Φιλικούς» (αν και ο ίδιος υπήρξε ανώτατο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας), πως οδήγησαν την Ελλάδα σε μια βιαστική, απροετοίμαστη και «όχι απαραίτητη επανάσταση». Ο σπόρος της διχόνοιας είχε ριχτεί σε εύφορο έδαφος.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, από τα τέλη του Μάρτη που έφθασε στο Άγιον Όρος είχε πλήρη άγνοια των διασπαστικών τάσεων που υπήρχαν ανάμεσα στους διορισμένους από τη Φιλική Εταιρεία τοπικούς αρχηγούς (εφόρους) που άρχισαν να ξεσηκώνουν το λαό «για την Ανάσταση του Γένους» και στους προεστούς οι οποίοι θεωρούσαν, όπως είπαμε, τις επαναστατικές πράξεις «ως παραβίαση της νομιμότητας». Είχε πληροφορηθεί βέβαια πως ο Αντώνης Οικονόμου, στην Ύδρα, είχε καταλάβει αναίμακτα την εξουσία του νησιού από τους προκρίτους, τους οποίους υποχρέωσε να συμβάλουν οικονομικά στην «κοινή κάσα» και στην παραχώρηση του στόλου τους για τις ανάγκες του αγώνα. Συνεπώς, με τη συνδρομή και των στόλων της Μπουμπουλίνας και του Γιωργή Πάνου από τις Σπέτσες, του Λυκούργου Λογοθέτη από τη Σάμο και του Αποστόλη Νικολή από τα Ψαρά, η Μακεδονία θα ήταν απόλυτα προστατευμένη από τυχόν επιθέσεις του αδύναμου τουρκικού στόλου. Το μόνο σοβαρό εμπόδιο για την ταυτόχρονη έναρξη του επαναστατικού αγώνα σε όλη τη Μακεδονία ήταν η αναμενόμενη και μη πραγματοποιούμενη άφιξη του συντονιστή της οργάνωσης και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, του Γιάννη Φαρμάκη.

Από καθαρά προσωπική άποψη θεωρώ πως ο Εμμανουήλ Παπάς δεν θα επιχειρούσε καμιά επαναστατική κίνηση μπροστά σ΄ αυτό το σοβαρό οργανωτικό πρόβλημα. Άλλωστε, η μεγάλη καθυστέρηση έναρξης του επαναστατικού αγώνα ως το Μάη του 1821, δείχνει το μεγάλο δίλημμά του. Όμως τα γεγονότα εξελίσσονταν ως απροσπέλαστος χείμαρρος. Το μυστικό της άφιξης του Ε. Παπά είχε διαρρεύσει σε όλη τη Χαλκιδική και στις Σέρρες. Υπήρχε μια γενική αναστάτωση, ενθουσιασμός και αδημονία. Η δολοφονία του πρόκριτου του Πολυγύρου Κύρκου Παπαγεωργάκη από τουρκικό απόσπασμα και τα αντίποινα με τις δολοφονίες πολλών τούρκων στρατιωτών, αλλά και οι συλλήψεις και δολοφονίες πολιτών στην Ιερισσό, επιτάχυναν την εξέγερση ανεξάρτητα από τα σχέδια και τις προθέσεις του Ε. Παπά. Όταν ξεσηκώθηκε η Κασσάνδρα και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, ήταν φανερό πως είχε «ανεπίσημα» κηρυχθεί η επανάσταση. Ο Ε. Παπάς διέταξε τη σύλληψη και φυλάκιση στη Μονή Κουτλουμουσίου του «μποσταντζή», του τούρκου αστυνομικού διοικητή του Αγίου Όρους Χασεκί Χαλίλ Μπέη. Στο Πρωτάτο των Καρυών έγινε, με πανηγυρική δοξολογία στις 23 Μαΐου 1821 και επίσημα πλέον η έναρξη του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία. Ως το τέλος του Μάη είχε εξεγερθεί όλη η Χαλκιδική, ενώ στην υπόλοιπη Μακεδονία επικρατούσε μια γενικευμένη έλλειψη ενημέρωσης και μια αγωνιώδης αναμονή. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό των Τούρκων και τις επιτυχίες τον επαναστατών με την προέλασή τους ως τα προάστια της Θεσσαλονίκης, άρχισε ο κατήφορος. Ο Εμμανουήλ Παπάς μάταια περίμενε τον ισχυρό στόλο από την Ύδρα για να καταλάβει τη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας. Αν πληροφορούνταν πως ο Αντώνης Οικονόμου είχε γλιτώσει ως εκ θαύματος, στις 12 Μαΐου, από την εκτέλεση και φυγαδεύτηκε στο Κρανίδι της Πελοποννήσου για να γλιτώσει, θα καταλάβαινε πως από εδώ και πέρα θα ήταν εντελώς μόνος και πως θα έπρεπε, με δικά του αποκλειστικά χρήματα να πληρώνει τους Υδραίους εφοπλιστές για να του στέλνουν αρματωμένα πλοία ή για να αγοράζει μπαρούτι, όπλα και κανόνια.

Στην Πελοπόννησο ο Παπαφλέσσας και οι άλλοι καπεταναίοι είχαν αναγκάσει τους προεστούς να «μπουν στο χορό». Τους είχε, άλλωστε διαμηνύσει απειλητικά όταν βεβαιώθηκε πως δημιουργούσαν συνεχώς εμπόδια για να αναβάλουν ή να ακυρώσουν οποιαδήποτε απόπειρα εκδήλωσης της επανάστασης:

«Θα πάρω χίλιους Πισινοχωρίτες και Σαμπαζότες μιστοφόρους κι’ άλλους τόσους Μανιάτες και θα κάμω την επανάσταση, όπως έχω προσταχτεί. Και τότε όποιονε πιάσουνε χωρίς άρματα οι Τούρκοι ας τον σκοτώσουν».
Οι προεστοί, σε μια τέτοια περίπτωση, ήξεραν τι θα πάθαιναν αν δεν συμμετείχαν στην επανάσταση. Οι Τούρκοι τους είχαν δώσει τεράστια πολιτικά και οικονομικά προνόμια, αλλά σε περιόδους αναστατώσεων πλήρωναν με τη ζωή τους την αδυναμία «να καθοδηγήσουν σωστά τους υποτακτικούς τους». Ο Παπαφλέσσας δεν ξεκίνησε με τους Πισινοχωρίτες και Σαμπαζότες, αλλά έβαλε δικούς του ανθρώπους, το Ν. Σουλιώτη και τον Αναγνώστη Κορδή, να σκοτώσουν σε ενέδρα τούρκους φοροεισπράκτορες στην Αχαΐα. Η συμμετοχή των προεστών στην επανάσταση, μετά από αυτές τις δολοφονίες των κρατικών υπαλλήλων της Τουρκίας και την επίσημη έναρξή της στην Καλαμάτα στις 23 του Μάρτη 1821, επιβαλλόταν πλέον από τις εξελίξεις. Ο μητροπολίτης των Πατρών και πολιτικός φίλος των προεστών, ο Π. Π. Γερμανός, αφήνει να ξεχειλίσει, στα «Απομνημονεύματά» του, η απέχθειά του μιλώντας για τα γεγονότα της Βοστίτσας «γι’ αυτόν τον αλιτήριο και ασυνείδητο Δικαίο Παπά Φλέσια που θέλει να δημιουργήσει αναστάτωση για να πλουτίσει από τα λάφυρα». Ο πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, που συμμετείχε στη μυστική συνάντηση της Βοστίτσας, χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του Παπαφλέσσα «κατάλληλους μόνο για φρενοβλαβείς», ενώ ο προεστός των Καλαβρύτων Ανδρέας Ζαΐμης αποφαίνεται πως «όλα τα λεχθέντα είναι στασιαστικά (προφανώς κατά της νόμιμης κρατικής εξουσίας)». Όμως, μετά τις επαναστατικές πράξεις στην Καλαμάτα, όπου ο Νικηταράς εκτέλεσε έναν τούρκο αξιωματούχο που αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του και μετά από τη δολοφονία των φοροεισπρακτόρων στην Αχαΐα, η συμμετοχή των προεστών στην επανάσταση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο καϊμακάμης της Τρίπολης καλούσε επί αρκετές ημέρες όλους τους προεστούς και μητροπολίτες της Πελοποννήσου «για διαβουλεύσεις». Όλοι τους γνώριζαν πως κανένας τους δεν θα γύριζε ζωντανός. Αναγκαστικά, ύστερα από αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις, υψώθηκε στις 25 Μαρτίου από τον Π.Π. Γερμανό η επαναστατική σημαία και στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων.

Η κατάσταση του φανατικού διχασμού επιδεινώθηκε μετά την άφιξη από την Πίζα της ομάδας Μαυροκορδάτου και Νέγρη. Αυτοί οργάνωσαν τους προεστούς και σχεδίασαν την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους χωρίς οίκτο και έλεος. Γι’ αυτούς το πρόβλημα δεν ήταν η επανάσταση και η απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό, αλλά ποιος θα κυβερνούσε τον τόπο αν η Ελλάδα κατάφερνε να γίνει ανεξάρτητο κράτος. Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς στο έργο του «Ματωμένα Ράσα» (σελ. 93), γράφει για την αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των έντιμων ηγετών της επανάστασης, ώστε να μην αφήσουν «τους Φαναριώτες να προβάρουνε τα πολιτειακά κοστούμια τους, κομμένα στα τελευταία συνταγματικά φιγουρίνια της Ευρώπης, στο χιλιοματωμένο κορμί μιας Ελλάδας που την κάμανε κιμά. Ο εμφύλιος σπαραγμός δε θα ‘ρχότανε. Κι’ η κακοδαιμονία που βάσταξε δεκαετηρίδες ολάκερες, δε θα κυρίευε τον τόπο».

Η πρώτη δουλειά αυτής της φατρίας ήταν, σε αγαστή συνεργασία με τους προεστούς, οι προγραφές και η ανελέητη εξουδετέρωση των αντιπάλων. Ο Εμμανουήλ Παπάς, με την άδολη αγνότητα της συμμετοχής του στον αγώνα και χωρίς καν να το υποψιάζεται, ήταν από τα πρώτα θύματα αυτών των προγραφών. Αλλά γι’ αυτό το αρκετά εκτεταμένο θέμα θα πρέπει να γίνει συστηματικότερη αναφορά σε άλλο άρθρο.

22-8-2017

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ