Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςStratfor: Το μέλλον της ευρωπαϊκής διεύρυνσης

Stratfor: Το μέλλον της ευρωπαϊκής διεύρυνσης

- Advertisement -

Στη διεξοδική ανάλυση του επικεφαλής του τμήματος αναλύσεων του Stratfor, Adriano Bosoni, καταγράφεται η επιχειρηματολογία των θιασωτών και των επικριτών αυτής της διαδικασίας, ύστερα από την τελευταία χώρα που εντάχθηκε στην ΕΕ, της Κροατίας μια δεκαετία πριν, τα υφιστάμενα και μελλοντικά εμπόδια για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση νέων κρατών, καθώς και οι συνέπειες της ευρωπαϊκής διεύρυνσης.

Διαβάστε ολόκληρη την ανάλυση:

Στη διάρκεια της Συνόδου κορυφής στη Γρανάδα στις 6 Οκτωβρίου, οι 27 της ΕΕ εξέφρασαν την υποστήριξή τους για την ενσωμάτωση νέων χωρών στο μπλοκ, χωρίς ωστόσο να παράσχουν ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για τη διεύρυνση, μόνο έδωσαν αόριστες υποσχέσεις για πρόοδο έως το 2030. Το να μην σημειώνεται πρόοδος αποτελεί σύμπτωμα των εσωτερικών διαιρέσεων σχετικά με το θέμα, καθώς ορισμένοι ηγέτες υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή διεύρυνση θα ενίσχυε τη γεωπολιτική επιρροή της Ένωσης, την ώρα που κάποιοι άλλοι προειδοποιούν κατά της προσθήκης νέων μελών σε ένα μπλοκ που είναι ήδη δύσκολο να κυβερνηθεί. Η διαμάχη αυτή δεν πρόκειται να επιλυθεί άμεσα, εκθέτοντάς την ΕΕ σε συχνή αστάθεια στην περιφέρειά της και ανοίγοντας την πόρτα σε μεγαλύτερη επιρροή από ξένους παράγοντες στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες.

Υπάρχουν οκτώ επίσημες υποψηφιότητες προς ένταξη: Τουρκία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία, Αλβανία, Μολδαβία, Ουκρανία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η Γεωργία και το Κοσσυφοπέδιο θεωρούνται επίσης ως δυνητικές υποψήφιες. Μπορεί ο κατάλογος των υποψηφίων είναι μακρύς, είναι αμφιλεγόμενη, ωστόσο, η διεύρυνση της ΕΕ, η οποία δέχθηκε το τελευταίο κράτος μέλος της, την Κροατία, πριν από μια δεκαετία. Οι υποστηρικτές της διεύρυνσης υποστηρίζουν ότι η αποδοχή νέων χωρών θα μεγαλώσει την εσωτερική αγορά του μπλοκ, δημιουργώντας νέες επενδυτικές και εμπορικές ευκαιρίες τόσο για τα παλαιά όσο και για τα νέα κράτη μέλη. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, θα αυξηθεί η επιρροή της ΕΕ στις διεθνείς υποθέσεις, καθώς το μπλοκ αντιπροσωπεύει έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών που είναι πρόθυμες να συνεργαστούν σε θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Επίσης, υποστηρίζεται ότι η ενσωμάτωση νέων μελών θα ανάγκαζε τις υποψήφιες χώρες να ευθυγραμμιστούν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ενισχύοντας έτσι τους δημοκρατικούς τους θεσμούς και συμβάλλοντας στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ευρώπη.

- Advertisement -

Ενώ η στήριξη της διεύρυνσης εξαρτάται από τις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες, χώρες όπως η Γερμανία τείνουν να υπερασπίζονται τα οικονομικά οφέλη ενός μεγαλύτερου μπλοκ, ενώ οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν ταχθεί υπέρ της χορήγησης της ιδιότητας του μέλους στις υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης για τη σταθεροποίηση της περιοχής. Τους τελευταίους μήνες, πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει ότι ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία επιβεβαιώνει την ανάγκη για μια μεγαλύτερη και ισχυρότερη Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτή την άποψη, χώρες όπως η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Σερβία και άλλες θα πρέπει να έχουν μια σαφή πορεία προς την ένταξη, ώστε το μπλοκ να μπορέσει να τις φέρει σταθερά στη Δύση. Αυτό θα εξαλείψει αυτό που ορισμένοι ηγέτες της ΕΕ έχουν περιγράψει ως ”γκρίζες ζώνες” στην Ευρώπη, οι οποίες ανοίγουν την πόρτα σε παίκτες εκτός ΕΕ (κυρίως τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα) να αυξήσουν την επιρροή τους στην πίσω αυλή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ηγέτες και οι αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν υποστηρίξει ότι αν αυτές οι χώρες της ”γκρίζας ζώνης” γίνουν δεκτές ως κράτη μέλη, θα μειωθεί ο κίνδυνος να αναζητήσουν οικονομική και πολιτική στήριξη προς τα ανατολικά- θα έχουν περισσότερη ευημερία και επομένως λιγότερη αστάθεια, μειώνοντας τον κίνδυνο σοβαρών κοινωνικών αναταραχών ή ακόμη και νέων πολέμων στην περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα εμπόδια της διεύρυνσης

Παρά τα προφανή αυτά οφέλη και τις συνεχείς εκδηλώσεις ενδιαφέροντος, η διαδικασία αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια που μειώνουν τη δυνατότητα διεύρυνσης με νέα μέλη τουλάχιστον στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Αρχικά, οι επικριτές της διεύρυνσης υποστηρίζουν ότι τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα και οι προτεραιότητες των 27 κρατών-μελών καθιστούν ήδη τη λήψη αποφάσεων εξαιρετικά περίπλοκη και ότι η προσθήκη νέων κρατών-μελών απλώς θα δυσχεράνει την εν λόγω διαδικασία. Οι αποφάσεις για ζητήματα, όπως η έγκριση του πολυετούς προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν μήνες διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών, ενώ η έγκριση των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου διαρκεί χρόνια. Επιπλέον, η επιβολή κυρώσεων σε τρίτες χώρες και η έγκριση νέων φόρων απαιτούν ομοφωνία, γεγονός που επιτρέπει σε μεμονωμένα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν το δικαίωμα βέτο για να επιτύχουν παραχωρήσεις σε άλλα θέματα. Ως αποτέλεσμα, πολλές φωνές της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, υποστηρίζουν ότι το μπλοκ θα είναι έτοιμο να δεχτεί νέα μέλη μόνο όταν εξορθολογίσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (μεταξύ άλλων με τη μεταρρύθμιση των μηχανισμών ψηφοφορίας) και απλοποιήσει τους θεσμούς του. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απίθανο να προβεί σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις στο ορατό μέλλον, ακριβώς επειδή η μεταρρύθμιση των θεσμών και των μηχανισμών λήψης αποφάσεων της Ένωσης θα ήταν μια πολύ περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία.

Στη συνέχεια, υπάρχει το θέμα των χρημάτων. Όλες οι υποψήφιες χώρες έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από τα σημερινά κράτη-μέλη, πράγμα που σημαίνει ότι αν ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνουν αποδέκτες των ευρωπαϊκών γεωργικών επιδοτήσεων, των αναπτυξιακών κονδυλίων και άλλων μορφών οικονομικής βοήθειας. Αυτό σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα πρέπει να αυξηθεί για την παροχή πρόσθετης βοήθειας στα νέα κράτη μέλη, κάτι το οποίο θα αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις από τους συνεισφέροντες στο σύστημα, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται στη βόρεια Ευρώπη. (Σύμφωνα με εσωτερική έκθεση της ΕΕ, ένα μπλοκ με 35 μέλη θα χρειαζόταν έναν προϋπολογισμό τουλάχιστον 21% μεγαλύτερο από τον σημερινό, πράγμα που σημαίνει επιπλέον 257 δισεκατομμύρια ευρώ για έναν επταετή προϋπολογισμό). Αυτή η εκτροπή των κονδυλίων της ΕΕ σημαίνει επίσης ότι οι σημερινοί δικαιούχοι της οικονομικής βοήθειας της ΕΕ, όπως η Πολωνία ή η Ρουμανία, θα χάσουν μέρος της. Κάτι τέτοιο φέρνει την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σε δίλημμα, καθώς οι περισσότερες χώρες της περιοχής ναι μεν υποστηρίζουν τη διεύρυνση για λόγους ασφαλείας, αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις τις κάνουν διστακτικές. Η απόφαση της Πολωνίας τον Σεπτέμβριο να κλείσει τα σύνορά της στα φθηνότερα ουκρανικά γεωργικά προϊόντα για να προστατεύσει τους Πολωνούς αγρότες έδειξε τον βαθμό στον οποίο τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μεμονωμένων κρατών-μελών μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο έναν κοινό στρατηγικό στόχο, όπως η στήριξη της Ουκρανίας.

Επιπλέον, ορισμένες χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τις δημοκρατικές αξίες και τη θεσμική διαφάνεια των υποψήφιων χωρών. Η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Σερβία και οι άλλες υποψήφιες χώρες εξακολουθούν να παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα διαφθοράς, θεσμική αδιαφάνεια και ανεπαρκείς μεταρρυθμίσεις της αγοράς που περιπλέκουν τις φιλοδοξίες τους για ένταξη. Επίσης, δημοκρατική οπισθοδρόμηση παρατηρείται σε ορισμένα από τα νεότερα μέλη της ΕΕ, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, όπου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κράτος δικαίου έχει αποδυναμωθεί, ενώ η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων έχουν υπονομευθεί. Οι εξελίξεις αυτές παρέχουν την επιχειρηματολογία στους επικριτές της διεύρυνσης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι υποψήφιες χώρες απέχουν πολύ από το να ευθυγραμμίσουν τους θεσμούς και τις αξίες τους με εκείνες του μπλοκ, ακόμη και όταν τυπικά πληρούν τα κριτήρια εισδοχής.

Στο μεταξύ, τα όλο και πιο δημοφιλή εθνικιστικά και δεξιά πολιτικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιτίθενται να ανοίξουν οι πόρτες της Ένωσης για μετανάστες από τα νέα (και φτωχότερα) υποψήφια κράτη. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η ένταξη χωρών, όπως η Πολωνία και η Ρουμανία οδήγησε σε σημαντική αύξηση της μετανάστευσης από τις χώρες αυτές προς τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Αυτό αποτέλεσε ήταν ένα από τα πολλά σημεία του δημοψηφίσματος για το Brexit το 2016, καθώς εθνικιστές Βρετανοί πολιτικοί υποστήριξαν ότι η συμμετοχή στην ΕΕ εξέθεσε το Ηνωμένο Βασίλειο σε ανεξέλεγκτη μετανάστευση από φτωχότερα κράτη-μέλη. Από όλες τις υποψήφιες χώρες, η Τουρκία είναι ίσως η πιο προβληματική από αυτή την άποψη, καθώς ο τεράστιος πληθυσμός της, περίπου 85 εκατομμύρια, θα την καθιστούσε την πολυπληθέστερη χώρα του μπλοκ. Η Ουκρανία, με πληθυσμό προ του πολέμου περίπου 40 εκατομμύρια, αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις. Και ακόμη και αν οι υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι σημαντικά μικρότερες, ο συνολικός πληθυσμός τους είναι περίπου 18 εκατομμύρια, πράγμα που σημαίνει ότι οι εθνικιστές πολιτικοί της ΕΕ θα είναι επίσης επιφυλακτικοί απέναντι στην ένταξή τους.

- Advertisement -

Τέλος, ορισμένα από τα υποψήφια κράτη μέλη της ΕΕ έχουν άλυτα εδαφικά ζητήματα που θα μειώσουν τις πιθανότητες ένταξής τους. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι η Ουκρανία, η οποία δεν θα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Ακόμη και μετά το ενδεχόμενο τέλος του πολέμου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παραμείνουν άλυτες εδαφικές διαφορές με τη Ρωσία που θα περιπλέξουν την ένταξη του Κιέβου στην ΕΕ. Η Μολδαβία βρίσκεται σε παρόμοια θέση, καθώς μέρος του εδάφους της ανήκει σε μια φιλορωσική αποσχισθείσα δημοκρατία, όπως και η Σερβία, όπου οι ανεπίλυτες διαφορές με το Κοσσυφοπέδιο καθυστερούν εδώ και χρόνια τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις του Βελιγραδίου με τις Βρυξέλλες. Ακόμη και η Γεωργία, η οποία δεν είναι επίσημα υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ αλλά έχει δείξει ενδιαφέρον, έχει μέρος της επικράτειάς της υπό ρωσικό έλεγχο. Πολλοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζουν ότι ήταν λάθος να γίνει δεκτή η Κύπρος το 2004, λόγω του άλυτου προβλήματος του βορείου τμήματός της (η οποία κυβερνάται από μια φιλοτουρκική δημοκρατία που το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας δεν αναγνωρίζει), οπότε το μπλοκ είναι απίθανο να δεχθεί νέα κράτη μέλη που δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο του εδάφους που διεκδικούν.

Οι συνέπειες της καθυστερημένης διεύρυνσης

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην δεχθεί νέα μέλη θα έχει πολλαπλές συνέπειες την επόμενη δεκαετία. Πρώτον, θα δώσει χρόνο στο μπλοκ να επικεντρωθεί σε εσωτερικά ζητήματα, καθώς τα κράτη-μέλη θα δώσουν προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις για να καταστήσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων πιο αποτελεσματική και συνεκτική. Οι μηχανισμοί ψηφοφορίας θα βρεθούν στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες αποδέχονται όλο και περισσότερο το γεγονός ότι η αρχή της ομοφωνίας είναι πολύ προβληματικός. Εάν εφαρμοστεί, μια πιο εκσυγχρονισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων θα αυξήσει τις δυνατότητες διεύρυνσης στη δεκαετία του 2030. Παρόλα αυτά, η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη λόγω των διαφορετικών συμφερόντων μεταξύ των κρατών-μελών. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν αλλαγές σε Σύμφωνα (συνθήκες), και πολλοί στο μπλοκ είναι επιφυλακτικοί ως προς την έναρξη μιας διαδικασίας μεταρρύθμισης τους, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες (όπως οι εθνικιστικές κυβερνήσεις που απαιτούν λιγότερη και όχι περισσότερη ολοκλήρωση).

Η διατήρηση των σημερινών μελών θα επιτρέψει επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επικεντρώσει τους οικονομικούς της πόρους στην προστασία της οικονομίας της στο πλαίσιο του αυξανόμενου ανταγωνισμού με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια, ο συνδυασμός της πανδημίας του COVID-19, της ενεργειακής κρίσης και του αυξανόμενου τεχνολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας άνοιξε την πόρτα σε δισεκατομμύρια ευρώ για εσωτερικές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, καθώς η Ένωση λειτούργησε με όρους προστατευτισμού. Οι εθνικές κυβερνήσεις και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα επιθυμούν περισσότερο να δώσουν προτεραιότητα σε αυτού του είδους τις δαπάνες και όχι στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου μεγάλων χωρών, όπως η Ουκρανία ή η Τουρκία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εγκαταλείψει εντελώς την περιφέρεια. Οι Βρυξέλλες και μεμονωμένα τα κράτη μέλη θα διερευνήσουν εναλλακτικές λύσεις για την ένταξη, οι οποίες θα επιδιώκουν τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας με τις υποψήφιες χώρες, χωρίς όμως τα οφέλη της πλήρους ένταξης. Το εμπόριο, οι επενδύσεις και η χρηματοδότηση θα αποτελέσουν πολιτικά αποδεκτές διόδους συνεργασίας της ΕΕ με την περιφέρειά της. Fora, όπως η πρόσφατα δημιουργηθείσα Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα (η οποία περιλαμβάνει 44 ευρωπαϊκές χώρες) θα συνεχίσουν να πολλαπλασιάζονται τα επόμενα χρόνια, ακόμη και αν έχουν μέτριο αντίκτυπο. Παρόλα αυτά, ζητήματα όπως η παραχώρηση στους πολίτες των υποψήφιων χωρών του δικαιώματος να ζουν και να εργάζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή η ένταξή τους στη ζώνη Σένγκεν χωρίς διαβατήριο θα παραμείνουν απαγορευτικά, επειδή είναι πολύ ευαίσθητα πολιτικά για τις κυβερνήσεις της ΕΕ. Το μπλοκ δεν θα δώσει επίσης στις υποψήφιες χώρες δικαίωμα ψήφου ή οποιασδήποτε άλλης μορφής λόγο στη λήψη των ευρωπαϊκών αποφάσεων, ενώ η συμμετοχή σε μεγάλα χρηματοδοτικά προγράμματα όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική ή τα πολλαπλά είδη των ταμείων συνοχής επίσης δεν θα υλοποιηθεί.

Παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παραμείνει κοντά με την περιφέρειά της, η απόφαση να μην γίνουν δεκτά νέα κράτη μέλη θα δημιουργήσει γεωπολιτικές προκλήσεις για το μπλοκ. Μια ασθενική υπόσχεση για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα μειώσει την πολιτική επιρροή του μπλοκ στις υποψήφιες χώρες, οι οποίες θα είναι πιο πρόθυμες στη διερεύνηση εναλλακτικών συνεργασιών και συμμαχιών. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διατηρήσει κάποια επιρροή παρέχοντας οικονομική στήριξη, όσο περισσότερο καθυστερεί η υπόσχεση της ένταξης, τόσο πιο πιθανό είναι οι χώρες αυτές να διατηρήσουν τις επιλογές τους ανοικτές, όσον αφορά εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες και πολιτική και στρατιωτική συνεργασία. Αυτό θα δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για χώρες, όπως η Κίνα, η Τουρκία και η Ρωσία να εμβαθύνουν την παρουσία τους σε περιοχές, όπως τα Δυτικά Βαλκάνια και ο Καύκασος.

Ακόμη και αν οι προοπτικές ένταξης στην ΕΕ παραμείνουν ουτοπικές, οι υποψήφιες χώρες θα έχουν κίνητρο να προβούν σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν πιο διαφανείς θεσμικά, ώστε να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις. Όμως, χωρίς τη συνεχή πίεση από την ΕΕ να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση και χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα για την ένταξη τους στο μπλοκ, η διαδικασία θα μπορούσε να επιβραδυνθεί. Ορισμένες χώρες μπορεί ακόμη και να καταφύγουν σε πιο εθνικιστικές, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και ενάντια στις μειονότητες πολιτικές, αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη πορεία προς την ευρωπαϊκή τους ένταξη. Για παράδειγμα, η υπόσχεση της ένταξης στην ΕΕ είναι ένας από τους παράγοντες που αποτρέπουν τη σοβαρή κλιμάκωση της βίας μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου και την εσωτερική βία στη Βοσνία.

Η εξέλιξη αυτών των τάσεων υποδηλώνει ότι, ενώ η διατήρηση της σημερινής κατάστασης θα δημιουργούσε ευκαιρίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση να προβεί σε μεταρρυθμίσεις για τον εαυτό της, αυτό μπορεί να αποβεί εις βάρος μιας πιο αδύναμης επιρροής στην περιφέρειά της, στην περίπτωση που δεν καταφέρει να παράσχει μια αξιόπιστη πορεία για τη διεύρυνση. Καθώς ο λεγόμενος Παγκόσμιος Νότος αναζητά εναλλακτικές λύσεις στην παγκόσμια τάξη και τους θεσμούς που κυριαρχούνται από τη Δύση, η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να χάσει την ευκαιρία να διαμορφώσει γεωπολιτικά γεγονότα σε μέρη όπως τα Δυτικά Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, ένα γεγονός που δεν θα περάσει απαρατήρητο από τους αντιπάλους της.

Υπεύθυνη διαχείρισης: Δέσποινα Συριοπούλου

**Η παρούσα ανάλυση δημιοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες στον ΤτΚ, στις 29/10, 5/11 και 12/11/2023.

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ